Οταν το 2011 η ταινία «Κυνόδοντας» του νεαρού τότε Ελληνα σκηνοθέτη απέσπασε υποψηφιότητα για το Οσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας, κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ή να προβλέψει ότι μία δεκαετία αργότερα θα εξελισσόταν σε έναν από τους βασικούς ανταγωνιστές κορυφαίων διεθνών σκηνοθετών με θριαμβευτική πορεία όπως ο Μάρτιν Σκορσέζε ή ο Κρίστοφερ Νόλαν, ούτε βέβαια πως θα εξασφάλιζε για τις παραγωγές του πρωταγωνιστές παγκόσμιου βεληνεκούς, όπως η Εμα Στόουν, ο Κόλιν Φάρελ, η Ολίβια Κόλμαν και ο Γουίλεμ Νταφόε.
Χρόνο με τον χρόνο ο Giorgos ο Ελληνας εξελίσσεται τάχιστα σε μεγάλη και υπολογίσιμη δύναμη. Το 2017 ο «Αστακός» του βρέθηκε υποψήφιος για το Οσκαρ Διασκευασμένου Σεναρίου και το 2019 η «Ευνοούμενή» του απέσπασε 10 υποψηφιότητες, οι οποίες αυξήθηκαν φέτος σε 11, με το «Poor Things», αυτή τη φορά, να γίνεται η δεύτερη ταινία με τις περισσότερες υποψηφιότητες, μόλις μία λιγότερη από το «Οπενχάιμερ», που οδηγεί τη φετινή οσκαρική κούρσα.
Η αφιέρωση
Μπορεί η 96η κατά σειρά τελετή απονομής των Οσκαρ να πραγματοποιείται στη σκιά των άγριων συγκρούσεων στη Μέση Ανατολή και με την Ουκρανία να συνεχίζει να βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση, το πολεμικό κλίμα ωστόσο ήταν απλωμένο σε ολόκληρο τον κόσμο και το 1944, τη χρονιά που κερδήθηκε το πρώτο ελληνικό Οσκαρ. Στις 2 Απριλίου, κι ενώ η Ελλάδα βίωνε ακόμη τα δεινά της Κατοχής, η σπουδαία Κατίνα Παξινού θα τιμηθεί με το Οσκαρ Β’ Γυναικείου Ρόλου για τη συγκλονιστική ερμηνεία της ως Πιλάρ, στην κινηματογραφική μεταφορά από τον Σαμ Γουντ του πολεμικού μυθιστορήματος του Ερνεστ Χέμινγουεϊ «Για ποιον χτυπά η καμπάνα».
Εμφανώς ευτυχής για τη σημαντική διάκριση, η Ελληνίδα ηθοποιός συγκίνησε το κοινό όταν αφιέρωσε το βραβείο της στους συναδέλφους της στο Εθνικό Θέατρο αλλά και στους στρατιώτες των συμμαχικών δυνάμεων: «Επιτρέψτε μου να μοιραστώ τη μεγάλη τιμή που απονέμεται απόψε σε μένα με τους συναδέλφους μου του Εθνικού Θεάτρου της Ελλάδος, είτε έφυγαν είτε βρίσκονται στη ζωή, μια που η μοίρα με όρισε να τους αντιπροσωπεύω εδώ.
Θέλω επίσης να στείλω από τα τηλεπικοινωνιακά Μέσα τη βαθιά μου αγάπη και τον θαυμασμό στους ηρωικούς στρατιώτες του μεγάλου σας έθνους, τους νέους της Αμερικής που πολεμούν με τους συμμάχους τους σε όλο τον κόσμο για την ελευθερία, τη δικαιοσύνη και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια», είπε με νόημα κρατώντας σφιχτά στα χέρια της το πολύτιμο χρυσό αγαλματίδιο που απονεμήθηκε τη βραδιά εκείνη για πρώτη φορά σε μη Αμερικανίδα ηθοποιό.
Οι απόντες
«Μήπως βρίσκεται κάποιος κύριος Μάνος Χατζιδάκις στην αίθουσα;», ρωτά η παρουσιάστρια του Οσκαρ Καλύτερου Τραγουδιού, στις 17 Απριλίου του 1961, λίγα δευτερόλεπτα αφού έχει ανοίξει τον φάκελο και έχει ανακοινώσει ως νικητή τον Ελληνα συνθέτη για «Τα παιδιά που Πειραιά» που έγραψε για το «Ποτέ την Κυριακή» του Ζυλ Ντασσέν, με πρωταγωνίστρια τη Μελίνα Μερκούρη. Κι ενώ η ρυθμική μελωδία του διασημότερου ελληνικού χασάπικου έχει πλημμυρίσει τη λαμπερή αίθουσα, ο νικητής παραμένει άφαντος.
Υποκινούμενος από τη διαχρονική αποστροφή του για τις τελετές βράβευσης και θεωρώντας ότι το συγκριμένο τραγούδι του δεν αποτελεί, συνθετικά τουλάχιστον, καλλιτεχνικό κατόρθωμα όχι μόνο δεν πήγε να παραλάβει το Οσκαρ αλλά όταν χρειάστηκε να φωτογραφηθεί με αυτό στην Ελλάδα, έπειτα από ασφυκτική πίεση των δημοσιογράφων, ο Χατζιδάκις ζήτησε τη συνδρομή της Κατίνας Παξινού, αφού το δικό του χρυσό αγαλματίδιο είχε χαθεί κάπου στη διαδρομή.
Προφανώς δεν τον πείραξε καθόλου που χάθηκε αφού όταν μερικούς μήνες αργότερα η Ακαδημία τού έστειλε ένα αντίγραφο, εκείνος θέλησε να το ξεφορτωθεί πετώντας το στα σκουπίδια. Το Οσκαρ σήμερα βρίσκεται στο σαλόνι του σπιτιού του συνθέτη, στη Ρηγίλλης, καθώς διασώθηκε από την οικιακή βοηθό του, η οποία το περιμάζεψε και το έδωσε στην αδελφή του για το φυλάξει.
Βροντερά απούσα, όμως, από εκείνη την απονομή του 1961 ήταν σύσσωμη η καλλιτεχνική ομάδα του «Ποτέ την Κυριακή» που είχε συγκεντρώσει αρκετές ακόμη υποψηφιότητες μεταξύ των οποίων και αυτές στις κατηγορίες του Α’ Γυναικείου Ρόλου, της Σκηνοθεσίας, του Σεναρίου και των κοστουμιών. Μεθυσμένη από την επιτυχία που είχε βιώσει έναν χρόνο πριν στο Φεστιβάλ των Καννών, όπου απέσπασε το Βραβείο Α’ Γυναικείου Ρόλου, το οποίο γιορτάστηκε με ένα θρυλικό ολονύχτιο ελληνικό γλέντι, η Μελίνα δεν μπορούσε παρά να χαρεί με την είδηση της οσκαρικής υποψηφιότητά της.
Οταν όμως η ίδια και ο Ντασσέν πληροφορήθηκαν το αρνητικό κλίμα που επικρατούσε στο Λος Αντζελες εναντίον των ξένων καλλιτεχνών που κλέβουν τα Οσκαρ από τους Αμερικανούς, αποφάσισαν να τα μποϊκοτάρουν. Και, όπως αποδείχτηκε, ορθώς έπραξαν, αφού το Οσκαρ πήγε τελικά στην Ελίζαμπεθ Τέιλορ.
« Οι υπεύθυνοι της United Artists υποστηρίζουν πως δεν θα κερδίσω αν δεν πάω στο Χόλιγουντ να κάνω καμπάνια για να υποστηρίξω την υποψηφιότητά μου. Τι είδους καμπάνια πρέπει να κάνω; Τους είπα ότι δεν είμαι Κένεντι. Είμαι ηθοποιός, δεν είμαι πολιτικός. Τι περιμένουν δηλαδή; Να χτυπάω τις πόρτες στο Χόλιγουντ και να λέω “Καλημέρα, ονομάζομαι Μελίνα Μερκούρη και σας παρακαλώ να με ψηφίσετε ως καλύτερη ηθοποιό της χρονιάς”; Πριν από την υποψηφιότητα ήμουν ευτυχισμένη και άνετη. Ολοι με αγαπούσαν και λάτρευαν το “Ποτέ την Κυριακή”. Τώρα δεν είμαι ούτε ευτυχισμένη, ούτε άνετη», είχε δηλώσει η ίδια σε συνέντευξή της, απόσπασμα της οποίας περιέρχεται στο βιβλίο των Γιώργου Αρχιμανδρίτη και Σπύρου Αρσένη με τίτλο «Μελίνα: Μία σταρ στην Αμερική».
Οι αναμνήσεις του Γαβρά
Το αριστουργηματικό «Ζ» του Κώστα Γαβρά θα πάει στα Οσκαρ του 1970 με πολλές αξιώσεις. Ο διεθνής Τύπος έχει επιφυλάξει τους προηγούμενους μήνες θερμότατη υποδοχή στην ταινία, η οποία έχει ήδη προβληθεί με μεγάλη επιτυχία στις Κάννες. Τα προγνωστικά είναι εξαιρετικά θετικά για τη δουλειά του Ελληνα σκηνοθέτη που διεκδικεί Oσκαρ σε πέντε διαφορετικές κατηγορίες, μεταξύ των οποίων και αυτό της Καλύτερης Σκηνοθεσίας.
Τα πράγματα όμως δεν εξελίχθηκαν όπως τα περίμενε, γεγονός που τον έκανε να πειστεί, μια και καλή, για το «υποκριτικό» πρόσωπο των Oσκαρ: «Παρ’ όλες τις ελπίδες µας και τις πέντε υποψηφιότητες, εκείνο το βράδυ δεν πήραµε παρά µόνο δύο: για το Mοντάζ και ως η Καλύτερη Ξένη Ταινία για την Αλγερία.
Η μεγαλύτερη απογοήτευση ήταν για τον Ρούγκοφ, που µου εξηγούσε ότι κάθε Οσκαρ αντιστοιχούσε σε περίπου 1 εκατ. δολάρια παραπάνω στο box office. Της Kαλύτερης Tαινίας, πολλά εκατομμύρια. Αυτά τα πολλά εκατομμύρια θα τα εισέπραττε το “Midnight Cowboy” µε τον Ντάστιν Χόφµαν και τον Τζον Βόιτ», αναφέρει με νόημα ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του με τίτλο «Πήγαινε εκεί που είναι αδύνατο να πας».
Απολαυστική αλλά και ενδεικτική του κλίματος που επικρατούσε στους υψηλούς καλλιτεχνικούς κύκλους της εποχής είναι και η περιγραφή του για τη συνάντησή του με την Ελίζαμπεθ Τέιλορ στο πάρτυ μετά την τελετή απονομής των Οσκαρ: «Το after Oscar dinner εκτυλισσόταν εκείνη τη χρονιά στη μεγάλη αίθουσα του “Χίλτον” του Μπέβερλι Χιλς. Αφού διασχίσαμε τον µνηµειώδη όχλο, στο διπλανό τραπέζι διακρίνω τον Γκρέγκορι Πεκ, που ο Χόρχε κι εγώ είχαμε συναντήσει στο Παρίσι.
Σηκώνεται, έρχεται προς το μέρος µας, µας δίνει συγχαρητήρια και εκφράζει τη λύπη του, έτσι που εκφράζουν σε᾽ αυτούς που δεν νίκησαν το υπέρτατο βραβείο. Επειτα σκύβει προς εμένα και τον Χόρχε: “Δεν έπρεπε να σάς το πω, αλλά περάσατε πάρα πολύ κοντά από το καλύτερο φιλµ”. Τα λόγια του συνοδεύονται από µiα μικρή χειρονομία του δείκτη να ακουμπάει σχεδόν στον αντίχειρα που ένα ελάχιστο διάστημα τα κάνει να µην ακουμπούν µεταξύ τους. Λέξεις και χειρονομίες παρηγοριάς, λέω μέσα µου. Συνεχίζει: “Κώστα, ελάτε, κάποιος θέλει να σάς γνωρίσει”.
Στο τραπέζι του µού χαμογελούν πολλά γνωστά πρόσωπα. Χαμογελώ στην ομήγυρη και ξαφνικά, ακριβώς μπροστά µου, παρατηρώ ένα πρόσωπο µε πασίγνωστα µάτια, µε ένα χρώμα μοναδικό στον κινηματογράφο: η Ελίζαµπεθ Τέιλορ. Είχα το συναίσθημα ότι την ξέρω από πάντοτε. Ο Πεκ µε συστήνει πρώτα σε αυτή, λέγοντάς της κάτι που δεν κατάλαβα. Εκείνη μού λέει κάτι που δεν καταλαβαίνω ως προς το φιλµ, κρατώντας το χέρι µου, κι έπειτα, κοιτώντας µε πιο έντονα, λέει, ή τουλάχιστον αυτό νόμισα, “With you, anything, anytime, anywhere” (Μαζί σου οτιδήποτε, οποτεδήποτε, οπουδήποτε.).
Και σαν υπογραφή, ένα πλατύ χαμόγελό. Νιώθω τα χτυπηµατάκια του Γκρέγκορι Πεκ σαν επιδοκιμασία στην πλάτη µου. Γυρνώντας στο τραπέζι µου σκέφτομαι: να πως οι ηθοποιοί µάς γοητεύουν και καθίστανται αξέχαστοι· ενώ αυτές οι υποσχέσεις δεν είναι παρά αναγκαίες ποιητικές ματαιότητες, απαραίτητες στην επιβίωση του µικρόκοσµού µας, όπου όλες τις σχέσεις, όλες τις ευαισθησίες τις διαχειρίζεται το χρήμα».
Αρκετά χρόνια έπειτα από εκείνη τη βραδιά, το 1983, άλλη μια ταινία του Κώστα Γαβρά, «Ο αγνοούμενος», θα αποσπάσει το Οσκαρ Διασκευασμένου Σεναρίου.
Η φοβία του Vangelis
Οι πασίγνωστες ανά τον κόσμο ηλεκτρονικές μελωδίες που έγραψε ο διεθνής Ελληνας Βαγγέλης Παπαθανασίου για την ταινία του Χιου Χάντσον «Οι Δρόμοι της Φωτιάς» ήταν φαβορί για το Οσκαρ Καλύτερης Μουσικής το 1982. Τα προγνωστικά θα επιβεβαιωθούν τη βραδιά της τελετής απονομής. Δυστυχώς, όμως, η φοβία που έχει για τα αεροπλάνα θα στερήσει από τον συνθέτη την απόλαυση να παραλάβει ένα Οσκαρ και να γευτεί την αποθέωση του διάσημου κοινού της αίθουσας. Θα τον αποζημιώσει, όμως, η μεγαλειώδης πορεία που διέγραψε το μουσικό αυτό έργο του, το οποίο δικαίως συγκαταλέγεται ανάμεσα στα πλέον δημοφιλή της κινηματογραφικής μουσικής ιστορίας όλων των εποχών.
Το πέμπτο ελληνικό Οσκαρ της ιστορίας κατέκτησε, την άνοιξη του 1964, ο σπουδαίος σκηνογράφος Βασίλης Φωτόπουλος για τα σκηνικά του στον θρυλικό «Αλέξη Ζορμπά» του Μιχάλη Κακογιάννη, ο οποίος ωστόσο δεν καταφέρνει να αποσπάσει τα βραβεία Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας και Σεναρίου. Οπως ο ίδιος θα εξομολογηθεί χρόνια αργότερα, δεν παρέστη στην τελετή απονομής γιατί γνώριζε πως η Ακαδημία δεν υπήρχε περίπτωση να στερήσει το βραβείο από τον Αμερικανό σκηνοθέτη Τζορτζ Κιούκορ, στον οποίο και απονεμήθηκε τελικά για την ταινία του «Ωραία μου Κυρία».
Ο Μιχάλης Κακογιάννης, πάντως, ήταν από τους πλέον αδικημένους Ελληνες καλλιτέχνες στην ιστορία των Οσκαρ, καθώς έφθασε δύο ακόμη φορές μέχρι την πηγή, το 1962 με την «Ηλέκτρα» και το 1977 με την «Ιφιγένεια», αλλά νερό δεν ήπιε.