Ο ανακριτής που χειρίζεται την υπόθεση της δολοφονίας της 20χρονης Καρολάιν στα Γλυκά Νερά, έχει ήδη λάβει σημαντικές καταθέσεις μέσα στο καλοκαίρι τόσο από τη σύμβουλο ψυχικής υγείας που την παρακολουθούσε όσο και από τη γειτόνισσά της.
Η γειτόνισσα του ζευγαριού έχει ήδη καταθέσει τρεις φορές ενώπιον των Αρχών τον περασμένο Μάιο και Ιούνιο, αλλά και στις 20 Ιουλίου. Στην τελευταία της κατάθεση επικεντρώθηκε τόσο στην περιγραφή της 20χρονης την ημέρα του εγκλήματος όσο και σε τσακωμούς που είχε ακούσει το προηγούμενο διάστημα.
«Κάποιες φορές που καθόμουν στο σαλόνι του σπιτιού μου, το οποίο είναι μεσοτοιχία με το σαλόνι της οικίας του ζευγαριού, είχε τύχει να ακούσω τσακωμούς μεταξύ του ζευγαριού, όχι ιδιαίτερα έντονους, ενώ κατά τη διάρκεια κάποιων εκ των τσακωμών είχα ακούσει την Καρολάιν να φωνάζει στον κατηγορούμενο: ‘Δεν με νοιάζει, δεν με νοιάζει’. Τέλη Νοεμβρίου με αρχές Δεκεμβρίου του 2020, ενώ έβλεπα κάποια ταινία στο σαλόνι του σπιτιού μου το βράδυ άκουσα πολύ έντονες φωνές από την οικία του ζευγαριού. Χαμήλωσα τον ήχο της τηλεόρασης και ανέβηκα στη σοφίτα του σπιτιού μου, γιατί εκεί ακούγονταν εντονότερες φωνές. Πράγματι, από την οικία του ζευγαριού άκουσα ότι το ζευγάρι είχε έναν πολύ έντονο καβγά. Το μόνο που μπόρεσα να ξεχωρίσω από τις φωνές ήταν η φράση που είπε κάποια στιγμή Καρολάιν: ‘Οχι σπίτι σου, σπίτι μου’. Αυτό το περιστατικό το θυμάμαι διότι ήταν ένας καβγάς πιο έντονος από αυτούς που είχε συνήθως το ζευγάρι», αναφέρει στην κατάθεσή της η μάρτυρας, συμπληρώνοντας πως το επόμενο πρωί συμπεριφερόταν κανονικά ο ένας στον άλλο» είπε η γειτόνισσα, σύμφωνα με τον «Ελεύθερο Τύπο».
Στη συνέχεια, έκανε λόγο για «ένα επαναλαμβανόμενο ντουπ» που άκουσε κάποιο από τα επόμενα βράδια να έρχεται από τη μεζονέτα του ζευγαριού.
Ο εν λόγω ήχος ανησύχησε τη μάρτυρα, η οποία το επόμενο πρωί έσπευσε να ρωτήσει τη νεαρή Καρολάιν σχετικά με τον θόρυβο.
«Εκείνη μου απάντησε ότι ήταν το καρεκλάκι του μωρού που έπεσε από τη σκάλα. Εμένα αυτό μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση, διότι αφενός το καρεκλάκι το ζευγάρι το είχε συνήθως στο ισόγειο και αφετέρου το καρεκλάκι είναι ψηλό με πόδια και, αν όντως είχε πέσει από τη σκάλα, λογικά θα είχε σταματήσει κατά τη διάρκεια της πτώσης του και δεν θα είχε κατέβει όλη τη σκάλα προς τα κάτω. Αυτή είναι δική μου σκέψη, την οποία δεν μοιράστηκα με την Καρολάιν, καθώς δεν αμφισβήτησα την απάντηση που μου έδωσε».
Η επικοινωνία με την Καρολάιν
Λίγες ώρες πριν από το αποτρόπαιο έγκλημα η γειτόνισσα του ζευγαριού είχε επικοινωνία με την 20χρονη, η οποία ξεκίνησε περίπου στις 12 το πρωί και ολοκληρώθηκε στις 3 το μεσημέρι, όταν η Καρολάιν την ενημέρωσε ότι θα πήγαινε με το μωρό και μια φίλη της για φαλάφελ. Στην επισήμανση της γειτόνισσας ότι είχε πολλή ζέστη εκείνη την ώρα για να βγει έξω, η 20χρονη απάντησε: «Δεν μπορώ, έχω μπουχτίσει».
«Επικοινώνησε ξανά μαζί μου στις 20.26 μέσω Viber και η συνομιλία μας κράτησε μέχρι τις 21.41. Τόσο η πρωινή όσο και η βραδινή μας συζήτηση αφορούσαν τα ζώα και θέματα για τη φροντίδα τους. Η διάρκεια της συνομιλίας και η όρεξη που είχε η Καρολάιν για συνομιλία μού έκαναν εντύπωση, γιατί συνήθως, ως επιφορτισμένη με τη φροντίδα του παιδιού, δεν ήταν σε θέση να έχει συνομιλίες τέτοιας διάρκειας μαζί μου. Μάλιστα, τη συζήτηση τη σταμάτησα εγώ γιατί ήθελα να ετοιμάσω κάτι να φάω, αλλά είμαι σίγουρη πως, αν συνέχιζα τη συζήτηση, αυτή θα διαρκούσε κι άλλο» εξήγησε η μάρτυρας σύμφωνα πάντα με τον «Ελεύθερο Τύπο».
Περιγράφοντας τον χαρακτήρα της Καρολάιν έκανε λόγο για ένα ώριμο άτομο, ενώ τη χαρακτήρισε «χαρά της ζωής». «Ποτέ δεν βαρυγκώμησε ούτε μπούχτισε με τη φροντίδα του παιδιού, την οποία είχε αναλάβει με πολλή υπευθυνότητα. Η Καρολάιν δεν είχε κοινωνική ζωή και οι βόλτες της ήταν πάντα μαζί με τη μικρή ή με τον κατηγορούμενο και τη μικρή» περιέγραψε η γειτόνισσα του ζευγαριού, υπογραμμίζοντας στη συνέχεια πως ούτε τα μεσάνυχτα, αλλά ούτε και μέχρι τη 01.30 άκουσε κλάμα μωρού ή κάποιον τσακωμό.