Δεν είναι η πείνα ή οι λιγούρες που θα μας οδηγήσουν στην τελική επιλογή γεύματος αλλά… ο διπλανός μας. Σε αυτό κατέληξαν ερευνητές από το Γενικό Νοσοκομείο της Μασαχουσέτης, σύμφωνα με τους οποίους αρκεί η κοινωνική επαφή για να μας επηρεάσει, χωρίς απαραιτήτως να «ταιριάζουμε» διατροφικά με τον συνδαιτημόνα μας
Τα τρόφιμα που θα καταναλώσουμε σε έναν χώρο εστίασης δεν τα επιλέγουμε με γνώμονα την πείνα ή τις ορέξεις μας αλλά, συχνότατα, βάσει του τι τρώει ο διπλανός μας, διατείνονται ερευνητές από Γενικό Νοσοκομείο της Μασαχουσέτης. Η πρόσφατη έρευνά τους που δημοσιεύεται στο Nature Human Behaviour, επισημαίνει τη σημαντική επιρροή των κοινωνικών σχέσεων στη διατροφή μας.
«Διαπιστώσαμε ότι οι άνθρωποι συνηθίζουν να αντανακλούν τις διατροφικές επιλογές όσων συγχρωτίζονται στο πλαίσιο των κοινωνικών τους σχέσεων», ανέφερε ο επικεφαλής ερευνητής Douglas Levy από το Κέντρο Ερευνών του Ινστιτούτου Υγείας Mongan του Νοσοκομείου της Μασαχουσέτης, προσθέτοντας ότι πλήθος πολυετών μελετών παρατήρησης έχουν αναδείξει τη σημαντική επιρροή που ασκούν όχι μόνο άτομα των στενών κοινωνικών μας κύκλων αλλά και τυχαίοι γνωστοί στο τι θα αποφασίσουμε να φάμε. Πρόκειται για μια επιρροή συχνά επικίνδυνη, καθώς εμφανίζει συνάφεια με αύξηση σωματικού βάρους, υπερκατανάλωση αλκοόλ και κακές διατροφικές συμπεριφορές. Γιατί συμβαίνει αυτό;
Μια εξήγηση είναι η «πίεση» που συχνά δεχόμαστε από συναδέλφους ή άλλους ανθρώπους του κοινωνικού μας κύκλου, οι νουθεσίες προς επιλογή «καλών» ή «κακών» τροφών, στις οποίες δεν αντιστεκόμαστε για να μην διαταραχθούν οι φιλικές μας σχέσεις ή ακόμα και για να γίνουν πιο ισχυρές.
Όπως διαπιστώθηκε μέσα από τρία εκατομμύρια περιπτώσεις, τα τρόφιμα που επέλεγαν στα εστιατόρια τα καθορισμένα από το ερευνητικό μοντέλο ζεύγη υπαλλήλων είχαν περισσότερες ομοιότητες παρά διαφορές, με τη σχέση ισχυρότερη στις περιπτώσεις υγιεινών επιλογών.
Για να διακριβωθεί επιπλέον αν «όμοιος ομοίω αεί πελάζει» -αυτό που στο πεδίο της ψυχολογίας ονομάζεται ομοιοφιλία– ή αν το κοινωνικό περιβάλλον ασκεί την επιρροή κάθε φορά, οι ερευνητές μελέτησαν δεδομένα σχετικά με τον τρόπο ζωής και τις διατροφικές συνήθειες των εργαζομένων και κατέληξαν ότι για το αποτέλεσμα ευθύνεται η δεύτερη περίπτωση.
Μελέτη σε 6.000 εργαζόμενους
Για τις ανάγκες της έρευνας, η επιστημονική ομάδα μελέτησε τα τρόφιμα που επέλεγαν να καταναλώσουν στα επτά καφέ-εστιατόρια του Νοσοκομείου για δύο χρόνια οι 6.000 σχεδόν εργαζόμενοι σε αυτό, με σημαντικό συγκριτικό πλεονέκτημα της μελέτης την πολυμορφία του πληθυσμιακού δείγματος, το οποίο προερχόταν από διάφορες ηλικιακές ομάδες και διαφορετικό κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρο.
Η αξιολόγηση της ποιότητας των τροφίμων και ποτών έγινε με το σύστημα σήμανσής τους με τα χρώματα του φωτεινού σηματοδότη (traffic light labeling system), με πράσινο χρώμα για τα υγιεινά, κίτρινο για τα λιγότερο υγιεινά και κόκκινο για τα ανθυγιεινά.
Για τις σχέσεις ανάμεσα στους εργαζόμενους οι ερευνητές βασίστηκαν στη χρήση ταυτοτήτων που χρησιμοποιούσαν οι υπάλληλοι κατά τις συναλλαγές, ελέγχοντας το μεσοδιάστημα ανάμεσα σε δύο συναλλαγές, πόσο συχνά συνέτρωγαν οι δύο υπάλληλοι και αν επισκέπτονταν διαφορετικά εστιατόρια την ίδια χρονική στιγμή. «Δύο διαφορετικές συναλλαγές σε διάστημα μόλις δύο λεπτών μαρτυρούν μια σχέση ανάμεσα στους δύο εργαζόμενους», εξήγησαν οι ερευνητές που επιβεβαίωσαν την υπόθεσή τους ρωτώντας περισσότερους από 1.000 υπαλλήλους αν πράγματι γευμάτιζαν με τους συναδέλφους που είχε υποδείξει το ερευνητικό μοντέλο.
Η έρευνα χρηματοδοτήθηκε από το Εθνικό Ινστιτούτο Διαβήτη και Νόσων των Νεφρών και του Πεπτικού Συστήματος και το Εθνικό Ινστιτούτο Καρδιάς, Πνευμόνων και Αίματος.
Πηγή: ygeiamou.gr