Ήδη από την πανδημία οι συστάσεις αφορούσαν και τον περιορισμό της επαφής των μικρότερων παιδιών με τις πιο ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού, όπως οι ηλικιωμένοι, καθώς αυξανόταν ο κίνδυνος να μεταδώσουν τον κορωνοϊό. Δεν είναι, όμως, μόνο ο κορωνοϊός που θα μπορούσε να απειλήσει τη ζωή τους λόγω της μετάδοσης.
Μια νεότερη μελέτη συμπέρανε πως τα παιδιά, ιδίως αυτά κάτω των 10 ετών, θα μπορούσαν να είναι υπεύθυνα για την εξάπλωση ενός πιο σοβαρού τύπου βακτηρίου, του πνευμονιόκοκκου (Streptococcus pneumoniae), στους παππούδες και τις γιαγιάδες αλλά και σε άλλους ενήλικες. Ενώ αυτό το μικρόβιο είναι κοινή αιτία σχετικά ήπιων ασθενειών όπως οι ωτίτιδες σε παιδιά, θα μπορούσε να οδηγήσει σε πιο σοβαρές ασθένειες όπως η πνευμονία και η μηνιγγίτιδα
, ιδιαίτερα τους μεγαλύτερους σε ηλικία. Ως αποτέλεσμα, οι πνευμονιοκοκκικές λοιμώξεις στοιχίζουν σχεδόν δύο εκατομμύρια ζωές παγκοσμίως κάθε χρόνο, με τους ηλικιωμένους και τα παιδιά κάτω των δύο ετών να διατρέχουν τον υψηλότερο κίνδυνο.
Η μελέτη, η οποία θα παρουσιαστεί στο Ευρωπαϊκό Συνέδριο Κλινικής Μικροβιολογίας και Λοιμωδών Νοσημάτων (ECCMID 2024) στη Βαρκελώνη της Ισπανίας, δίνει νεότερες πληροφορίες για το πώς αυτό το επικίνδυνο βακτήριο μπορεί να μολύνει τελικά τους ηλικιωμένους. «Ο εμβολιασμός των ηλικιωμένων ενηλίκων θα μπορούσε να έχει το πρόσθετο όφελος της μείωσης της μετάδοσης και της δυνητικά εκδήλωσης σοβαρής νόσου» εξηγεί η επικεφαλής συγγραφέας Δρ. Anne Wyllie από τη Σχολή Δημόσιας Υγείας του Yale.
Για να κατανοηθεί περαιτέρω η μετάδοση του βακτηρίου, η Δρ Wyllie και η ερευνητική της ομάδα εστίασαν σε 183 ενήλικες ηλικίας 60 ετών και άνω -με μέση ηλικία τα 70 έτη- οι οποίοι ζούσαν σε νοικοκυριά χωρίς νεότερα άτομα στο New Haven κατά τη διάρκεια δύο φθινοπωρινών/χειμερινών περιόδων. Κάθε δύο εβδομάδες και για μια περίοδο 10 εβδομάδων, οι ερευνητές συγκέντρωναν δείγματα σάλιου από τους συμμετέχοντες, μαζί με πληροφορίες από τα ερωτηματολόγια που είχαν συμπληρώσει σχετικά με τις κοινωνικές συμπεριφορές και την υγεία τους. Στη συνέχεια, τα δείγματα σάλιου εξετάστηκαν για την παρουσία πνευμονιοκοκκικού DNA με τη μέθοδο της ποσοτικής PCR (qPCR). Αυτό επέτρεψε στους ερευνητές όχι μόνο να ανιχνεύσουν την παρουσία των βακτηρίων, αλλά και να ταυτοποιήσουν διαφορετικά στελέχη.
Όπως διαπίστωσαν, περίπου το 5% των δειγμάτων σάλιου βρέθηκαν θετικά για πνευμονιόκοκκο και το 15% των συμμετεχόντων βρέθηκε να φέρει το βακτήριο τουλάχιστον μία φορά κατά τη διάρκεια της περιόδου μελέτης. Είναι ενδιαφέρον ότι αρκετά άτομα βρέθηκαν θετικά σε διαφορετικά χρονικά σημεία, ενώ δύο συμμετέχοντες έφεραν τα βακτήρια καθ’ όλη τη διάρκεια των 10 εβδομάδων, ενώ στο 5% περίπου των νοικοκυριών και τα δύο μέλη ήταν φορείς, αν και όχι πάντα την ίδια στιγμή.
Ως προς τη διασπορά, η ερευνητική ομάδα διαπίστωσε ότι ο επιπολασμός του πνευμονιόκοκκου ήταν έξι φορές υψηλότερος μεταξύ των ηλικιωμένων που είχαν καθημερινή ή σχεδόν καθημερινή επαφή με παιδιά -σε ποσοστό περίπου 15-16%- σε σύγκριση με εκείνους που είχαν επαφή μόνο μία ή δύο φορές το μήνα (4,5%) ή καθόλου (1,8%). Όταν εξέτασαν πιο προσεκτικά την ηλικία των παιδιών, διαπίστωσαν ότι η επαφή με παιδιά κάτω των 10 ετών σχετιζόταν με τον υψηλότερο επιπολασμό, συγκεκριμένα κατά σχεδόν 15% με παιδιά κάτω των 5 ετών και περίπου 14% με παιδιά 5-9 ετών. Αντίθετα, η επαφή με παιδιά ηλικίας 10 ετών και άνω συνδέθηκε με χαμηλότερο επιπολασμό της τάξης του 8%.
«Διαπιστώσαμε συνολικά ότι η μετάδοση ήταν υψηλότερη μεταξύ των ηλικιωμένων ενηλίκων που είχαν συχνή επαφή με μικρά παιδιά παρά από ενήλικα σε ενήλικα. Επομένως, ο εμβολιασμός θα μπορούσε να τους προστατεύσει αποτελεσματικά» σημειώνει η Δρ Wyllie.