Τον καθοριστικό ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει η ψυχική υγεία στην ικανότητα του ανοσοποιητικού συστήματος να ανταποκριθεί αποτελεσματικά στην καταπολέμηση των λοιμώξεων αναδεικνύει νέα έρευνα
Έναν νέο παράγοντα στην αντιμετώπιση της νόσου COVID-19, αλλά και της γρίπης φέρνουν στο φως νέες έρευνες, υποστηρίζοντας ότι η ύπαρξη του είναι ζωτικής σημασίας για την εξέλιξη και την αντιμετώπιση των ασθενειών αυτών.
Πιο συγκεκριμένα, μια πρόσφατη μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο Nature και όπως μεταδίδει το ygeiamou.gr, αναδεικνύει το οξύ στρες ως καθοριστικό παράγοντα για την ικανότητα καταπολέμησης της νόσου, αλλά και τον κίνδυνο θανάτου. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα ερευνητικά ευρήματα, υπάρχουν ορισμένες περιοχές του εγκεφάλου που ελέγχουν την κυτταρική ανοσολογική απόκριση του σώματος, όταν αυτό έχει μολυνθεί από COVID-19 ή γρίπη και ταυτόχρονα βιώνει οξύ στρες.
Το οξύ στρες ωθεί τους νευρώνες του παρακοιλιακού υποθαλάμου να πυροδοτήσουν αμέσως μια μεγάλης κλίμακας μεταφορά λευκών αιμοσφαιρίων (ανοσοκύτταρα ή λευκοκύτταρα) από τους λεμφαδένες στο αίμα και τον μυελό των οστών. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μειώνεται η ανοσολογική απόκριση σε ιούς όπως ο κορωνοϊός και η γρίπη, καθιστώντας το σώμα λιγότερο ανθεκτικό στην καταπολέμηση τους και θέτοντας τον οργανισμό σε μεγαλύτερο κίνδυνο επιπλοκών και θανάτου.
Οι ερευνητές εξέτασαν μια ομάδα ποντικιών σε χαλαρή ή στρεσογόνο κατάσταση και ανέλυσαν το ανοσοποιητικό τους σύστημα. Από τη δοκιμή προέκυψε ότι, εντός λίγων μόλις λεπτών, τα ποντίκια που βίωναν οξύ στρες εμφάνισαν μεγάλες αλλαγές στο ανοσοποιητικό τους σύστημα, συγκριτικά με όσα ήταν σε χαλαρή κατάσταση. Συγκεκριμένα, το στρες προκάλεσε μια σημαντική μετανάστευση κυττάρων του ανοσοποιητικού συστήματος από μια θέση σε μια άλλη.
Θέλοντας να εξηγήσουν το φαινόμενο, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν εξελιγμένα εργαλεία, όπως η οπτογενετική και η χημειογενετική και ανακάλυψαν ότι οι νευρώνες του παρακοιλιακού υποθαλάμου ωθούσαν τα κύτταρα του ανοσοποιητικού να μεταναστεύσουν από τους λεμφαδένες στο αίμα και τον μυελό των οστών.
Σε δεύτερο στάδιο, η ερευνητική ομάδα εξέτασε πώς ανταποκρίθηκαν τα ποντίκια σε χαλαρή και στρεσογόνο κατάσταση όταν μολύνθηκαν από κορωνοϊό ή γρίπη. Παρατήρησαν ότι τα ποντίκια της χαλαρής ομάδας ανταποκρίθηκαν καλύτερα στις δύο νόσους, συγκριτικά με αυτά που ήταν σε στρες. Πιο συγκεκριμένα, διαπιστώθηκε ότι καταπολεμούν αποτελεσματικότερα τη μόλυνση και μπορούν να απαλλαχθούν πιο εύκολα από τον ιό. Αντιθέτως, τα ποντίκια με στρες εμφάνισαν πιο σοβαρά συμπτώματα, μικρότερη ανοσολογική απόκριση και υψηλότερα ποσοστά θνησιμότητας από τον ιό.
Στην ίδια μελέτη εξετάστηκε, επίσης, πώς άλλες περιοχές του εγκεφάλου, που σχετίζονται με την κινητική λειτουργία ελέγχουν διαφορετικούς τύπους ανοσοκυττάρων που ταξιδεύουν από τον μυελό των οστών στο αίμα. Συγκεκριμένες περιοχές του εγκεφάλου διαμορφώνουν την κατανομή των λευκοκυττάρων σε όλο το σώμα κατά τη διάρκεια του οξέος στρες στα ποντίκια. Ωστόσο, εάν τα λευκά αιμοσφαίρια εισέρχονται συνεχώς στην κυκλοφορία του αίματος, αυτό θα μπορούσε να έχει επιπτώσεις και στην καρδιαγγειακή υγεία.
Η έρευνα αυτή εξηγεί ικανοποιητικά τον τρόπο με τον οποίο ο εγκέφαλος ελέγχει τη φλεγμονή, αλλά και τη σχέση της φλεγμονής με τη μείωση της ανοσολογικής απόκρισης κατά τη διάρκεια του οξέος στρες.
Τα σημαντικά αυτά ευρήματα θα συμβάλλουν στην περαιτέρω επιστημονική έρευνα της ψυχικής κατάστασης των ασθενών, συμπεριλαμβανομένων των προτύπων ύπνου και των επιπέδων στρες. Η μελλοντική διερεύνηση μπορεί όχι απλώς να εξασφαλίσει έναν καλύτερο τρόπο ζωής, με λιγότερο άγχος, αλλά και μία αποτελεσματικότερη καταπολέμηση των λοιμώξεων από το σώμα σας.
«Η εν λόγω έρευνα αναδεικνύει ότι το άγχος έχει σημαντικό αντίκτυπο στο ανοσοποιητικό σύστημα και στην ικανότητά του να καταπολεμά τις λοιμώξεις. Η διαπίστωση αυτή εγείρει πολλά ερωτήματα σχετικά με το πώς οι κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες, ο τρόπος ζωής και το περιβάλλον ελέγχουν τον τρόπο με τον οποίο το σώμα μας μπορεί να αμυνθεί έναντι των λοιμώξεων», εξηγεί ο Δρ. Swirski. «Θα χρειαστεί να κατανοήσουμε καλύτερα τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις του στρες και να διερευνήσουμε πώς μπορούμε να γίνουμε ανθεκτικοί στο στρες και εάν η ανθεκτικότητα αυτή μπορεί να μειώσει τις αρνητικές επιπτώσεις του στρες στο ανοσοποιητικό μας σύστημα».