Μεγάλο ποσοστό του γενικού πληθυσμού έχει μέτρια ή σοβαρή ανεπάρκεια βιταμίνης D, παρά το γεγονός ότι το ηλιακό φως (η κύρια “πηγή” της βιταμίνης) είναι διαθέσιμο σε όλους.
Τώρα, μια νέα μελέτη από το πανεπιστήμιο της Νότιας Αυστραλίας (UniSA) παρέχει αδιάσειστα στοιχεία ότι η ανεπάρκεια σε βιταμίνη D συνδέεται με την πρώιμη θνησιμότητα.
Η έρευνα, η οποία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Annals of Internal Medicine, έδειξε ότι ο κίνδυνος θανάτου αυξανόταν με τη σοβαρότητα της ανεπάρκειας βιταμίνης D.
Η βιταμίνη D είναι ένα απαραίτητο θρεπτικό συστατικό που μας βοηθά να διατηρήσουμε την καλή υγεία διατηρώντας τα οστά και τους μύες μας δυνατά και υγιή.
Ο Josh Sutherland, επικεφαλής συγγραφέας και μεταδιδακτορικός φοιτητής στο UniSA, σημειώνει ότι αν και η βιταμίνη D έχει συνδεθεί με τη θνησιμότητα, οι αιτιώδεις επιπτώσεις της ήταν δύσκολο να αποδειχθούν.
Αν και η σοβαρή ανεπάρκεια βιταμίνης D είναι πιο σπάνια στην Ελλάδα απ’ ό,τι αλλού στον κόσμο, μπορεί να επηρεάσει όσους έχουν ευπάθειες στην υγεία τους, τους ηλικιωμένους και όσους δεν λαμβάνουν αρκετή βιταμίνη D από την υγιή έκθεση στον ήλιο και τις διατροφικές πηγές.
Τι είπε ο επικεφαλής της έρευνας
“Η μελέτη μας παρέχει ισχυρές ενδείξεις για τη σύνδεση μεταξύ χαμηλών επιπέδων βιταμίνης D και θνησιμότητας και αυτή είναι η πρώτη μελέτη του είδους της που περιλαμβάνει επίσης ως αποτέλεσμα τη θνησιμότητα που σχετίζεται με αναπνευστικές ασθένειες. Χρησιμοποιήσαμε μια νέα γενετική μέθοδο για να εξερευνήσουμε και να επιβεβαιώσουμε τις μη γραμμικές συσχετίσεις που έχουμε δει σε περιβάλλοντα παρατήρησης, και μέσω αυτής, μπορέσαμε να βρούμε ισχυρές αποδείξεις για τη σύνδεση μεταξύ της χαμηλής βιταμίνης D και του πρόωρου θανάτου”, λέει ο Sutherland.
Και συνεχίζει: “Η ανεπάρκεια βιταμίνης D έχει συνδεθεί με τη θνησιμότητα, αλλά καθώς οι κλινικές δοκιμές έχουν συχνά αποτύχει να στρατολογήσουν άτομα με χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D (ή τους έχει απαγορευτεί να συμπεριλάβουν συμμετέχοντες με έλλειψη βιταμίνης) είναι δύσκολο να δημιουργηθούν αιτιώδεις συσχετισμοί”.
Πώς έγινε η έρευνα
Η μελέτη τυχαιοποίησης αξιολόγησε 307.601 εγγραφές από τη Biobank του Ηνωμένου Βασιλείου. Χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D θεωρήθηκαν ως <25 nmol/L με την μέση συγκέντρωση να είναι 45,2 nmol/L. Σε μια περίοδο παρακολούθησης 14 ετών, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι ο κίνδυνος θανάτου μειώθηκε σημαντικά με τις αυξημένες συγκεντρώσεις βιταμίνης D. Τα ισχυρότερα αποτελέσματα παρατηρήθηκαν μεταξύ εκείνων με σοβαρή ανεπάρκεια.
Η ανώτερη ερευνήτρια και διευθύντρια του αυστραλιανού Κέντρου Ακριβείας Υγείας του UniSA, καθηγήτρια Elina Hyppönen, λέει ότι τώρα απαιτείται περισσότερη έρευνα για να δημιουργηθούν αποτελεσματικές στρατηγικές δημόσιας υγείας που μπορούν να βοηθήσουν στην επίτευξη εθνικών κατευθυντήριων γραμμών. Σκοπός είναι η μείωση του κινδύνου πρόωρου θανάτου που σχετίζεται με χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D.
“Το μήνυμα που κρατάμε στο τέλος είναι απλό: το κλειδί βρίσκεται στην πρόληψη. Δεν είναι αρκετό να σκεφτόμαστε την ανεπάρκεια βιταμίνης D, όταν αντιμετωπίζουμε ήδη δύσκολες καταστάσεις. Η έγκαιρη δράση μπορεί να κάνει τη διαφορά”, είπε η Hyppönen.
“Είναι πολύ σημαντικό να συνεχιστούν οι προσπάθειες δημόσιας υγείας για να διασφαλιστεί ότι οι ευάλωτοι και οι ηλικιωμένοι διατηρούν επαρκή επίπεδα βιταμίνης D καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους”, πρόσθεσε.
Πηγή: iatropedia.gr