Η αϋπνία είναι μια διαταραχή ύπνου όπου οι άνθρωποι δυσκολεύονται να αποκοιμηθούν ή να παραμείνουν κοιμισμένοι. Μερικά άτομα έχουν και τα δύο προβλήματα, ενώ άλλα μπορεί να έχουν επίσης πρωινό ξύπνημα, όπου δεν μπορούν να επιστρέψουν στον ύπνο τους αφού ξυπνήσουν νωρίτερα από το επιθυμητό.
Αυτές οι δυσκολίες ύπνου κατά τη διάρκεια της νύχτας συνδυάζονται με σημαντικά προβλήματα κατά τη διάρκεια της ημέρας, τα οποία επηρεάζουν την ικανότητα του ατόμου να λειτουργεί όσο το δυνατόν καλύτερα. Κόπωση, χαμηλή διάθεση ή ευερεθιστότητα και προβλήματα με την προσοχή ή τη συγκέντρωση είναι συνήθεις ημερήσιες συνέπειες της αϋπνίας.
Για να γίνει η διάγνωση «διαταραχή αϋπνίας», αυτές οι δυσκολίες πρέπει να είναι παρούσες αρκετές φορές μέσα στην εβδομάδα σε διάστημα τουλάχιστον 3 μηνών (χρόνια αϋπνία).
Ποιοι κινδυνεύουν περισσότερο να εμφανίσουν τη διαταραχή
Η αϋπνία είναι μια πολύ συχνή διαταραχή (10-20% του ενήλικου πληθυσμού στην Ευρώπη), με ποσοστά που την κατατάσσουν στις πιο συχνές διαταραχές, ενώ είναι η πιο συχνή διαταραχή ύπνου. Οι γυναίκες έχουν υψηλότερο κίνδυνο να αναπτύξουν αϋπνία, ενώ τα ποσοστά αυξάνονται με την πάροδο της ηλικίας. H αϋπνία μπορεί να αγγίξει εργαζόμενους σε όλα τα επαγγέλματα και βαθμίδες. Άτομα που χαρακτηρίζονται από τελειομανία, αγχώδη προσωπικότητα και που υπόκεινται σε υψηλό και χρόνιο στρες, έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να αναπτύξουν χρόνια αϋπνία.
Η συννοσηρότητα (παράλληλη παρουσία αϋπνίας και άλλων ασθενειών) φαίνεται να είναι περισσότερο ο κανόνας παρά η εξαίρεση.
Πολλοί ασθενείς με αϋπνία υποφέρουν από κάποια άλλη ψυχική διαταραχή, όπως κατάθλιψη και αγχώδη διαταραχή, αλλά και από σωματικές διαταραχές, όπως διαβήτης, καρδιαγγειακές παθήσεις, χρόνιοι πόνοι. Μεγάλο ποσοστό συννοσηρότητας επίσης παρατηρείται μεταξύ αϋπνίας και άλλων διαταραχών ύπνου, όπως η διαταραχή απνοιών στον ύπνο και το σύνδρομο των ανήσυχων ποδιών. Ανεξαρτήτως της παρουσίας ή μη άλλων ασθενειών, η «διαταραχή αϋπνίας» θεωρείται πια ως μια ανεξάρτητη διάγνωση στην σύγχρονη ιατρική, και όχι απλά ως ένα δευτερογενές σύμπτωμα μιας άλλης νόσου.
Οι σωρευτικές μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της αϋπνίας έχουν συσχετιστεί με ένα ευρύ φάσμα επιβλαβών συνεπειών για την υγεία, συμπεριλαμβανομένου του αυξημένου κινδύνου υπέρτασης, διαβήτη, παχυσαρκίας, κατάθλιψης, καρδιακής προσβολής και εγκεφαλικού.
Οι νέες κατευθυντήριες γραμμές για τη θεραπεία
Σύμφωνα με τις τελευταίες ευρωπαϊκές κατευθυντήριες γραμμές (guidelines) (Riemann et al. 2023), στις οποίες συμμετείχα ως συγγραφέας, η γνωσιακή-συμπεριφορική θεραπεία (CBT-I) συνιστάται ως θεραπεία πρώτης γραμμής για τη χρόνια αϋπνία σε ενήλικεςοποιασδήποτε ηλικίας (συμπεριλαμβανομένων ασθενών με συννοσηρότητες).
Το CBT-I παρέχεται συνήθως ως θεραπεία πολλαπλών συστατικών που περιλαμβάνει ψυχοεκπαίδευση (συμπεριλαμβανομένης της υγιεινής του ύπνου), θεραπεία χαλάρωσης, θεραπεία περιορισμού ύπνου (SRT), θεραπεία ελέγχου ερεθίσματος (SCT) και διάφορες γνωσιακές θεραπευτικές στρατηγικές. Αυτές οι θεραπείες χορηγούνται κατά τη διάρκεια τεσσάρων με οκτώ συνεδριών θεραπείας από πιστοποιημένους επαγγελματίες υγείας (κυρίως κλινικοί ψυχολόγοι/ψυχίατροι/ψυχοθεραπευτές).
Όταν η γνωσιακή-συμπεριφορική θεραπεία για την αϋπνία δεν είναι επαρκώς αποτελεσματική, μπορεί να προσφερθεί μια φαρμακολογική παρέμβαση (π.χ. με βενζοδιαζεπίνες, αγωνιστές του υποδοχέα των βενζοδιαζεπινών ή και χαμηλής δόσης ηρεμιστικά αντικαταθλιπτικά) για τη βραχυπρόθεσμη θεραπεία της αϋπνίας (≤ 4 εβδομάδες). Σε ορισμένες μόνο περιπτώσεις μπορεί να υπάρξει μακροχρόνια θεραπεία με αυτές τις ουσίες, λαμβάνοντας υπόψη τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα μιας τέτοιας θεραπείας.
Η μελατονίνη παρατεταμένης αποδέσμευσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί για έως και 3 μήνες σε ασθενείς ≥ 55 ετών. Αντιθέτως τα αντιισταμινικά και αντιψυχωσικά φάρμακα, η μελατονίνη ταχείας αποδέσμευσης και η φυτοθεραπεία δεν συνίστανται για τη θεραπεία της χρόνιας αϋπνίας. Τέλος η φωτοθεραπεία και η άσκηση μπορεί να είναι χρήσιμα ως συμπληρωματικές θεραπείες στη γνωσιακή- συμπεριφορική θεραπεία για την αϋπνία.
Πρέπει να τονιστεί ότι όλα τα υπνωτικά φάρμακα είναι συμπτωματική θεραπεία και τα συμπτώματα αϋπνίας τυπικά επανέρχονται μετά τη διακοπή αυτών των ουσιών. Ως εκ τούτου, όσον αφορά τη μακροχρόνια θεραπεία, μέχρι αυτό το σημείο, τα επιστημονικά στοιχεία παραμένουν ανεπαρκή για να δώσουν γενική θετική σύσταση για οποιοδήποτε φάρμακο πέραν των 4 ή 12 εβδομάδων (ανάλογα με τον τύπο του φαρμάκου που χρησιμοποιείται). Εξάλλου, ο κίνδυνος εξάρτησης (ψυχολογικής ή σωματικής) σε αυτά τα φάρμακα σε χρόνια χρήση (≥ 4 εβδομάδες) είναι υψηλός.
Από την άλλη μεριά, η σύγκριση της γνωσιακής-συμπεριφορικής θεραπείας (CBT-I) με οποιοδήποτε φαρμακολογική θεραπεία για την αϋπνία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η CBT-I είναι ανώτερη από τη φαρμακολογική θεραπεία. Ένα σημαντικό πλεονέκτημα της CBT-I έναντι της φαρμακολογικής θεραπείας είναι η βιωσιμότητα της θεραπείας — σε αντίθεση με τη φαρμακοθεραπεία όπου τα συμπτώματα συχνά επανέρχονται μετά τη διακοπή της θεραπείας, δεν έχει αναφερθεί τέτοιο φαινόμενο για την CBT-I. Επιπλέον, όπως υποδεικνύεται από τα στοιχεία, τα θετικά αποτελέσματα της CBT-I φαίνεται να είναι σταθερά με την πάροδο του χρόνου (παρακολούθηση έως και 10 χρόνια) και μόνο σταδιακά εξασθενούν.
Η επίπτωση της πανδημίας
Οι επιστημονικές μελέτες υποδηλώνουν ότι η πανδημία COVID-19 συνδέεται με σημαντική αύξηση των συμπτωμάτων αϋπνίας. Αυτό θεωρείται κάπως αναμενόμενο, αφού ο ύπνος είναι μια λειτουργία πολύ ευαίσθητη στην παρουσία στρεσογόνων παραγόντων. Μελέτες επιπολασμού σε διάφορες χώρες δείχνουν ότι τα ποσοστά αϋπνίας αυξάνονται στον γενικό πληθυσμό με την πάροδο του χρόνου. Εκτός από το μεγάλο προσωπικό βάρος που μια τέτοια ασθένεια προκαλεί, παρατηρείται αυξημένο κόστος για τις υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης και για την κοινωνία γενικότερα (π.χ. μειωμένη παραγωγικότητα στην εργασία).
Παρότι υπάρχουν αποτελεσματικές θεραπείες (π.χ., CBT-I), λιγότερο από 30% όσων πάσχουν από αϋπνία έχουν ζητήσει ποτέ ιατρική βοήθεια. Μια γενική ευαισθητοποίηση γύρω από την αϋπνία και την αντιμετώπισή της από τους επαγγελματίες υγείας, αλλά και από τον γενικό πληθυσμό, είναι πιο αναγκαία από ποτέ. Η εκπαίδευση περισσοτέρων θεραπευτών στην γνωσιακή-συμπεριφορική θεραπεία είναι απαραίτητη για να καλυφθούν οι ανάγκες ενός πληθυσμού που πάσχει από μια νόσο τόσο συχνή.
πηγή: ygeiamou.gr