Η πηγή της ζάχαρης είναι πιο σημαντική από την ποσότητα όταν πρόκειται για την ανάπτυξη παχυσαρκίας στα παιδιά σύμφωνα με νέα μελέτη.
Προηγούμενες έρευνες έχουν συνδέσει τη ζάχαρη με μια σειρά προβλημάτων υγείας, όπως τερηδόνα, διαβήτης τύπου 2 και παχυσαρκία. Ωστόσο, οι ερευνητές της νέας μελέτης ανακάλυψαν ότι η πηγή της ζάχαρης είναι πιο σημαντική από την ποσότητα όταν πρόκειται για την παιδική παχυσαρκία.
Τα ευρήματα της μελέτης υποδηλώνουν ότι η συνολική ποσότητα ζάχαρης που καταναλώνεται κατά την πρώιμη παιδική ηλικία δεν συσχετίζεται με την αύξηση βάρους στην ηλικία των 10 ή 11 ετών. Διαπιστώθηκε ωστόσο πως τα παιδιά που κατανάλωναν κυρίως γλυκά σνακ, όπως κέικ, καραμέλες, ζαχαρούχο ή σοκολατούχο γάλα, είχαν μεγαλύτερες πιθανότητες να γίνουν παχύσαρκα.
Αντίθετα, η ζάχαρη που περιέχουν τα φρούτα συσχετίστηκε με μικρότερη αύξηση βάρους. Επιπλέον, όσα παιδιά λάμβαναν ζάχαρη κυρίως από υγρά γαλακτοκομικά προϊόντα χωρίς ζάχαρη, όπως το γάλα και το βουτυρόγαλα, είχαν λιγότερες πιθανότητες να γίνουν υπέρβαρα ή παχύσαρκα.
«Τα φρούτα και τα γαλακτοκομικά προϊόντα χωρίς ζάχαρη θεωρούνται υγιεινά καθώς περιέχουν υψηλές ποσότητες εγγενών σακχάρων – ζάχαρη που υπάρχει φυσικά στο φαγητό, αντί να προστίθεται. Θέλαμε να μάθουμε εάν η πηγή της ζάχαρης που προστίθεται σε σχέση με την εγγενή, καθώς και η ποσότητα, επηρεάζει την πιθανότητα εμφάνισης υπέρβαρου ή παχυσαρκίας», εξήγησε ο Junyang Zou, καθηγητής στο Τμήμα Επιδημιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Groningen στην Ολλανδία σε δελτίο Τύπου.
«Ενώ αυτό έχει μελετηθεί στο παρελθόν, τα αποτελέσματα είναι ασυνεπή και υπάρχει έλλειψη έρευνας υψηλής ποιότητας για το θέμα» πρόσθεσε.
Η μελέτη
Η ομάδα συνέλεξε δεδομένα υγείας από τη διαχρονική μελέτη GEKCO Drenthe, στο πλαίσιο της οποίας, παρακολουθείται η υγεία και η πρόσληψη ζάχαρης σε παιδιά που γεννήθηκαν στη Βόρεια Ολλανδία μεταξύ Απριλίου 2006 και Απριλίου 2007. Οι απαντήσεις σε ένα ερωτηματολόγιο πρόσληψης τροφής που συμπλήρωσαν οι γονείς 891 παιδιών όταν τα παιδιά ήταν 3 ετών χρησιμοποιήθηκαν για τον υπολογισμό της ημερήσιας συνολικής πρόσληψης ζάχαρης από 13 ομάδες τροφίμων, όπως λαχανικά, φρούτα, δημητριακά, κρέας, αυγά, βούτυρο, γάλα, καφές, τσάι, ζαχαρούχα ποτά, έτοιμα γεύματα και ζαχαρούχα σνακ.
Νοσηλευτές μέτρησαν το ύψος και το βάρος των παιδιών 3 έως 11 ετών, προκειμένου να υπολογίσουν τις βαθμολογίες του Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ). Κατά μέσο όρο, τα παιδιά κατανάλωναν 112 γραμμάρια ζάχαρης ημερησίως– το 32% της συνολικής ημερήσιας ενεργειακής πρόσληψης των 1.388 θερμίδων. Οι κύριες πηγές ζάχαρης ήταν τα φρούτα, τα γαλακτοκομικά προϊόντα, τα ζαχαρούχα ποτά και τα γλυκά σνακ. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι 102 παιδιά ηλικίας 10-11 ετών τα οποία είχαν φυσιολογικό βάρος όταν ήταν τριών ετών, ήταν πλέον υπέρβαρα ή παχύσαρκα. Ωστόσο, η συνολική ποσότητα ζάχαρης που κατανάλωναν σε ηλικία τριών ετών δεν σχετιζόταν με την αύξηση βάρους αργότερα κατά την εφηβεία.
Το αντίθετο ίσχυε για τα φρούτα. Τα παιδιά που λάμβαναν τη ζάχαρης κυρίως από φρούτα είχαν χαμηλότερο δείκτη ΔΜΣ. Τα παιδιά που λάμβαναν τη ζάχαρη από γαλακτοκομικά προϊόντα χωρίς πρόσθετη ζάχαρη, όπως το γάλα και το βουτυρόγαλα, είχαν 67% λιγότερες πιθανότητες να αναπτύξουν παχυσαρκία στην ηλικία των 10 ή 11 ετών.
Οι συγγραφείς της μελέτης παρουσίασαν τα ευρήματά τους στο Ευρωπαϊκό Συνέδριο για την Παχυσαρκία, στη Βενετία της Ιταλίας.
ertnews