Αποτελεσματική στρατηγική για την πρόληψη της άνοιας φαίνεται πως είναι η αποφυγή των αδύναμων και ευάλωτων ηλικιωμένων ενηλίκων, μέσω της καταπολέμησης της φυσικής εξασθένησης του σώματος, σύμφωνα με νέα μελέτη.
Η έρευνα που δημοσιεύθηκε στο Journal of Neurology, Neurosurgery and Psychiatry, έδειξε πως η ευαλωτότητα αποτελεί ισχυρό παράγοντα κινδύνου για άνοια, ακόμα και ανάμεσα σε όσους διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης άνοιας, που μπορεί όμως να τροποποιηθεί μέσα από τον υγιεινό τρόπο ζωής. Η διεθνής ερευνητική ομάδα από το Πανεπιστήμιο του Dalhousie, το Nova Scotia Health στον Καναδά και το Πανεπιστήμιο του Exeter στην Αγγλία δούλεψε πάνω σε δεδομένα που έχουν συλλεχθεί μέσα από την Βρετανική Βιοτράπεζα από 196.000 ενήλικες άνω των 60 ετών. Υπολόγισαν το γενετικό κίνδυνο των συμμετεχόντων και χρησιμοποίησαν μία προηγούμενη βαθμολογία για την ευαλωτότητα που αντανακλά τη συσσώρευση των σχετικών με την ηλικία συμπτωμάτων, σημαδιών, αναπηριών και ασθενειών. Ταυτόχρονα εξέτασαν το βαθμό του υγιούς τρόπου ζωής αλλά και το ποιοι θα ανέπτυσσαν άνοια.
«Βλέπουμε ολοένα και περισσότερες ενδείξεις ότι η λήψη σημαντικών αποφάσεων στη ζωή μπορεί να μειώσει δραστικά τον κίνδυνο εκδήλωσης άνοιας» τόνισε ο επικεφαλής συγγραφέας Δρ. David Ward από τμήμα Ιατρικής του Dalhousie Πανεπιστημίου. «Η έρευνα μας» συμπλήρωσε «είναι ένα πολύ σημαντικό βήμα προς την κατανόηση ότι μειώνοντας την ευαλωτότητα αυξάνονται οι πιθανότητες αποφυγής της άνοιας, ανεξάρτητα από τη γενετική προδιάθεση και αυτό είναι καλό γιατί πιστεύουμε πως μερικές από τις αιτίες της αδυναμίας μπορούν να προληφθούν. Στην έρευνα μας αυτό επιτυγχάνεται μέσα από τον υγιεινό τρόπο ζωής» αντέτεινε.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετούς έρευνας, ανιχνεύθηκαν τα περιστατικά άνοιας μέσα από τις εισαγωγές στα νοσοκομεία σε 1762 από τους συμμετέχοντες- και αυτοί είναι εκείνοι που είναι πιο πιθανό να παρουσίασαν μεγαλύτερο βαθμό ευαλωτότητας πριν τη διάγνωση τους συγκριτικά με όσους δεν διαγνώστηκαν με άνοια.
Η αξία της μείωσης ή πρόληψης της ευαλωτότητας αναδείχθηκε όταν οι ερευνητές εξέτασαν την επίδραση του γενετικού κινδύνου στους ανθρώπους με διαφορετικό βαθμό αδυναμίας. Οι γενετικοί παράγοντες κινδύνου επέδρασαν σημαντικά στον κίνδυνο άνοιας σε όσους από τους συμμετέχοντες ήταν υγιείς, αλλά τα γονίδια ήταν λιγότερο σημαντικά στους συμμετέχοντες που ήταν πιο αδύναμοι. Σε αυτούς τους πιο εύθραυστους συμμετέχοντες ο κίνδυνος της άνοιας ήταν υψηλότερος ανεξάρτητα από τα γονίδια τους.
Οι ερευνητές μάλιστα βρήκαν πως ο κίνδυνος ήταν μικρότερος στους ανθρώπους που γυμνάζονταν και μεγαλύτερος σε όσους είχαν κακή υγεία, κάτι που μετρήθηκε ως υψηλός βαθμός ευαλωτότητας. Ο συνδυασμός μάλιστα του υψηλού γενετικού κινδύνου με την υψηλή ευαλωτότητα ήταν επιβλαβής, αφού οι συμμετέχοντες είχαν 6 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο από τους υπόλοιπους συμμετέχοντες.
Η μελέτη εντόπισε επιπλέον στρατηγικές που θα μειώσουν τον κίνδυνο εμφάνισης της άνοιας. Όσοι από τους συμμετέχοντες είχαν πιο υγιεινό τρόπο ζωής, είχαν δυόμισι φορές μικρότερο κίνδυνο να αναπτύξουν άνοια εν μέρει λόγω της χαμηλής ευαλωτότητας.
«Ο κίνδυνος της άνοιας αντανακλά γενετικούς, νευροπαθολογικούς και γενικά παράγοντες υγείας που με τη σειρά τους αναπτύσσουν μία σειρά από ανωμαλίες στον εγκέφαλο» λέει ο Δρ. Kenneth Rockwood καθηγητής Γηριατρικής και Νευρολογίας στο πανεπιστήμιο Dalhousie
Η συγγραφέας και Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Ιατρικής του Exeter η Janice Ranson τόνισε από την πλευρά της πως «τα ευρήματα αυτά έχουν θετικό πρόσημο καθώς δείχνουν πως η άνοια δεν είναι αναπόφευκτη. Μπορούμε να πράξουμε πολλά για τη μείωση του κινδύνου. Καταπολεμώντας την φυσική εξασθένηση του οργανισμού και βοηθώντας τους ανθρώπους να παραμένουν σε κίνηση και ανεξάρτητοι για όλη τους τη ζωή».
Πηγή: ygeiamou.gr