Η πρώτη μελέτη στην Ελλάδα, που εξέτασε τον δισταγμό έναντι των εμβολιασμών που προβλέπει το Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών Ενηλίκων, καθώς και απέναντι στην COVID-19, ανέδειξε τις αντιλήψεις σχετικά με τον εμβολιασμό με φόντο την πανδημία και πραγματοποιήθηκε από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ).
Σύμφωνα με τα συμπεράσματά της, η διστακτικότητα που παρατηρείται είναι σημαντική, καθώς ένας στους δύο συμμετέχοντες δεν ήταν θετικός στο να εμβολιαστεί.
Αντίστοιχα, η ενημέρωση των γιατρών θεωρήθηκε καθοριστική, εφόσον για την απόφαση εμβολιασμού για γρίπη, πνευμονιοκοκκική νόσο, έρπητα ζωστήρα και τέτανο η συμβολή τους ήταν καθοριστική, όχι όμως και για την COVID-19. Σε αυτό σημαντικό ρόλο έπαιξε και η πανδημία, καθώς ενίσχυσε τη δυσπιστία προς τις αρχές αλλά και την αντίσταση εμβολιασμού σε άλλα εμβόλια. Ωστόσο, όσοι ήταν απολύτως κάθετοι στον εμβολιασμό απαριθμούσαν μόλις το 1,3%.
Παρόλα αυτά, όσον αφορά την ανοσοποίηση απέναντι στη γρίπη και στον κορωνοϊό, η μελέτη υπέδειξε ικανοποιητικά ποσοστά εμβολιασμού στις ομάδες υψηλού κινδύνου, μέτρια ποσοστά στην πνευμονιοκοκκική νόσο και χαμηλά ποσοστά σε έρπητα ζωστήρα και τέτανο.
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε από το Εργαστήριο Υγιεινής, Κοινωνικής-Προληπτικής Ιατρικής και Ιατρικής Στατιστικής του Τμήματος Ιατρικής του ΑΠΘ. Οι 395 συμμετέχοντες προέρχονταν από την περιοχή της Φλώρινας και είχαν μέση ηλικία τα 51,2 έτη (εύρος 19-96), το οποίο θεωρείται ως αντιπροσωπευτικό της ηλικιακής κατανομής του γενικού πληθυσμού στην Ελλάδα.
Οι συμμετέχοντες ρωτήθηκαν αν έχουν εμβολιαστεί για πέντε βασικά εμβόλια ενηλίκων και για την COVID-19. Οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι:
Για τη γρίπη είχε εμβολιαστεί το 78,1% όσων ήταν 60 ετών και άνω (100/128).
Για την πνευμονιοκοκκική νόσο είχε εμβολιαστεί το 64,3% των 65 ετών και άνω (54/84).
Για τον τέτανο ήταν εμβολιασμένο μόνο το 33,1% των συμμετεχόντων.
Για τον έρπητα ζωστήρα είχε εμβολιαστεί το 25,8% όσων είχαν ηλικία ίση ή μεγαλύτερη των 60 ετών.
Για την COVID-19, το 11,4% των ερωτηθέντων είχε λάβει δύο και το 74,8% (295/394) τρεις ή τέσσερις δόσεις εμβολίου.
Αυτά τα ποσοστά θεωρούνται ικανοποιητικά για τη γρίπη σε ό,τι αφορά τις ηλικίες υψηλού κινδύνου, μέτρια για την πνευμονιοκοκκική νόσο και πολύ χαμηλά για τέτανο και έρπητα ζωστήρα.
Ποια είναι η στάση απέναντι στον εμβολιασμό;
Όσον αφορά το βαθμό διστακτικότητας, το 50,1% (196/391) εξέφρασε κάποιο βαθμό αντίστασης προς τον εμβολιασμό, ενώ το 48,6% (190/391) ήταν θετικό για όλα τα εμβόλια των ενηλίκων. Ειδικότερα:
Το 38,6% δήλωσε «υπέρ των εμβολίων ενηλίκων, αλλά όχι σίγουρα για όλους».
Το 9,7% «υπέρ ορισμένων εμβολίων ενηλίκων, αλλά όχι σίγουρα για όλους».
Το 1,8% «τάχθηκε κατά των εμβολίων ενηλίκων, αλλά όχι σίγουρα για όλους».
Το 1,3% των συμμετεχόντων (5/391) δήλωσαν αρνητές εμβολίων.
Όπως σημειώνουν οι ερευνητές, επτά ήταν τα βασικά επιχειρήματα όσων δίσταζαν να εμβολιαστούν:
η μη σύσταση των επαγγελματιών υγείας
η αμφισβήτηση της αποτελεσματικότητας
η αντίληψη χαμηλής ευαισθησίας
η αμέλεια
η ανεπαρκής ενημέρωση
ο φόβος των παρενεργειών και η δυσπιστία στα μέτρα υποχρεωτικού εμβολιασμού (και τα δύο αποκλειστικά για τον εμβολιασμό κατά της COVID-19).
Οι ερευνητές σημειώνουν ότι ο σχεδιασμός δημόσιων παρεμβάσεων με στόχο την αύξηση της εμπιστοσύνης στον εμβολιασμό των ενηλίκων έχει πλέον τη μέγιστη σημασία, δίνοντας εξίσου έμφαση στον καίριο ρόλο των επαγγελματιών Υγείας στη σύσταση εμβολιασμού.