Ο «Παρθενώνας της Μακεδονίας», όπως με νόημα το είχε χαρακτηρίσει ο μελετητής της αρχαίας αρχιτεκτονικής Βόλφραμ Χέφνερ, που εγκαινιάστηκε από τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, «αναγεννήθηκε» χάρη στο δαιδαλώδες τεχνικό έργο αναστήλωσης, συντήρησης, στερέωσης, αποκατάστασης, ανασκαφής και τεκμηρίωσης που εκτελούσε ακούραστα, από το 2007, η Εφορεία Αρχαιοτήτων Ημαθίας, με επικεφαλής την αρχαιολόγο δρα Αγγελική Κοτταρίδη.
Το επιβλητικό και πρωτοποριακό για την εποχή του κτίριο, έκτασης άνω των 12.500 τ.μ., που συνδυάζει αριστοτεχνικά παραδοσιακά και σύγχρονα αρχιτεκτονικά στοιχεία και ακολουθεί τους νόμους της αρμονίας, χτισμένο μεταξύ του 359 και του 336 π.Χ. δίπλα στους βασιλικούς τάφους, σε σημείο όπου δεσπόζει μια αιωνόβια βελανιδιά, σε μια υπερυψωμένη πλαγιά των Αιγών, προκειμένου να είναι ορατό από ολόκληρη τη λεκάνη της Μακεδονίας, αποτέλεσε την κορωνίδα των βασιλείων. Ηταν το επίκεντρο της πολιτικής εξουσίας και της πνευματικής δημιουργίας αλλά και το σύμβολο της εικόνας της ιδανικής πολιτείας, του νέου κόσμου που οραματίστηκε ο βασιλιάς Φίλιππος, ενός κόσμου λαμπρού, επιβλητικού, πολυτελούς και ταυτόχρονα λιτού, καθαρού, πεφωτισμένου και άμεσα προσβάσιμου σε όλους.
«Ο Φίλιππος Β’ είναι ο ευφυής μεταρρυθμιστής που εκσυγχρόνισε το μακεδονικό βασίλειο εισάγοντας θεσμούς και δομές δημοκρατικών πόλεων. Μυημένος στα πυθαγόρεια δόγματα και εμπνευσμένος από τις πλατωνικές ιδέες, δημιουργεί ένα κτίριο που ενσωματώνει τον χρυσό κανόνα της θείας αρμονίας σύμφωνα με την αναλογία του αριθμού “φ”. Το παλάτι των Αιγών προορίζεται να γίνει η ψυχή της ιδανικής πολιτείας όπου ο Ιερός Νόμος συναντά τον Ορθολογικό Λόγο, η πολιτική της εξουσίας συνυπάρχει με τη δύναμη του πολιτισμού, η αγορά, ο τόπος συνάθροισης των πολιτών της δημοκρατικής πόλης, γίνεται αυλή και η λέξη “αυλή” αποκτά πια καινούριο νόημα, συνώνυμο με αυτή καθαυτή την έννοια της βασιλείας», εξηγεί σε σχετικό επιστημονικό άρθρο της η Αγγελική Κοτταρίδη και προσθέτει με νόημα:
«Δίπλα στο θέατρο, τον τόπο της πνευματικής κάθαρσης των πολιτών, σημείο αναφοράς του άστεως, τοπόσημο και επίκεντρο του δημόσιου χώρου, με τις στοές του ολάνοιχτες για το κοινό, το ανάκτορο των Αιγών που σίγουρα δεν σχεδιάστηκε για να στεγάσει την ιδιωτική ζωή του βασιλιά, μας εκπλήσσει με τη “δημοκρατικότητα” της δομής του, από την οποία συστηματικά απουσιάζει οποιαδήποτε εξαίρεση και υπερύψωση ή έστω απομόνωση και περιφρούρηση, στοιχεία που γενικά χαρακτηρίζουν την ανακτορική αρχιτεκτονική εκτός Μακεδονίας. Στους άνδρωνες, στις στοές, στο περιστύλιο ο Μακεδόνας βασιλιάς βρίσκεται πάντα στο ίδιο επίπεδο με τους εταίρους του, δίπλα και ανάμεσά τους, πρώτος πολίτης, πεφωτισμένος ηγέτης και καθόλου τύραννος».
Χρονολόγηση και δομή
Πριν την αναστήλωση και την αποκατάσταση του επιβλητικού κτιρίου, ωστόσο, ήταν επιβεβλημένες οι νέες ανασκαφές αλλά και η συστηματική τεκμηρίωση όλων όσων είχαν φέρει στο φως παλαιότερες αρχαιολογικές εργασίες, αρχής γενομένης από την ανασκαφή των Heuzey – Daumet τον 19ο αιώνα και στη συνέχεια αυτή των Κωνσταντίνου Ρωμαίου, Μανόλη Ανδρόνικου, Χαράλαμπου Μακαρόνα και Γιώργου Μπακαλάκη στις αρχές του ’70. Δεδομένου ότι η παρουσίαση των ευρημάτων που ήρθαν στο φως κατά τον 20ό αιώνα δεν ήταν λεπτομερής, παρέμεναν επί δεκαετίες αναπάντητα σημαντικά ερωτήματα που σχετίζονταν, κατά κύριο λόγο, με τη χρονολόγηση, τις οικοδομικές φάσεις και την ακριβή μορφή και λειτουργία του βασιλικού ανακτόρου.
Πλέον όμως οι ειδικοί, μέσα από τη μακροχρόνια έρευνά τους και την ανασύνθεση της κάτοψης του κτιρίου, της πρόσοψής του αλλά και του περιστυλίου, είναι σε θέση να δώσουν ασφαλείς απαντήσεις σχετικά με το πότε χτίστηκε το κάθε κομμάτι του, πώς ήταν διαμορφωμένοι οι χώροι του αλλά και πώς χρησιμοποιούνταν. Από την ενδελεχή έρευνά τους προέκυψε πως το κυρίως κτίριο και το δυτικό περιστύλιο σχεδιάστηκαν και κτίσθηκαν στην ίδια οικοδομική φάση, λίγο μετά τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ., και είχαν ολοκληρωθεί το 336 π.Χ., όταν ο βασιλιάς Φίλιππος Β’, με πρόφαση τους γάμους της κόρης του με τον Αλέξανδρο της Ηπείρου, γιόρτασε εκεί την παντοδυναμία του.
Σύμφωνα με τα νέα στοιχεία, η πρόσβαση στο εσωτερικό του ανακτόρου γινόταν από την ανατολική πλευρά όπου βρισκόταν η τετράγωνη πρόσοψή του, η πρώτη στην ελληνική αρχιτεκτονική με δύο πλήρως ανεπτυγμένες διώροφες στοές. Τους τοίχους των στοών περιέτρεχαν θρανία που εξασφάλιζαν χώρο για τουλάχιστον 120 καθήμενους, ενώ τα ίχνη από ένα σύστημα προσήλωσης ξύλινων πινάκων που βρέθηκαν στη νότια στοά, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι εκεί δημοσιεύονταν οι νόμοι και τα διατάγματα του βασιλιά. Η βόρεια στοά πιθανολογείται πως φιλοξενούσε φιλοσοφικές παρουσιάσεις, συζητήσεις.
Ενα αυτόνομο μνημειακό πρόπυλο, με αετωματική επίστεψη, οδηγούσε στη μεγάλη, τετράγωνη αυλή, με το τεράστιο περιστύλιο, σε κάθε πλευρά του οποίου υπήρχαν 16 λίθινοι δωρικοί κίονες, που αποτελούσε τον κεντρικό άξονα γύρω από τον οποίο ήταν δομημένοι όλοι οι χώροι του κτιρίου. Ηταν χωρητικότητας 3.500 ατόμων και αποτελούσε, εκτός από τον βασικό πυρήνα του οικοδομήματος, σημείο συνάντησης των επίλεκτων Μακεδόνων λειτουργώντας ως επίκεντρο της πολιτικής και της κοινωνικής ζωής του κράτους. Το δε δυτικό περιστύλιο ήταν μονώροφο και χαμηλότερο και στέγαζε βοηθητικές χρήσεις, όπως τα μαγειρεία, τα λουτρά κ.ά.
Δίπλα στο πρόπυλο, στην ανατολική πλευρά του ανακτόρου, βρισκόταν μια μεγάλη κυκλική αίθουσα, η ιερή θόλος. Η εύρεση στο σημείο αυτό αναθηματικών επιγραφών που αναφέρουν τον «πατρώο Ηρακλή», τον θεό που οι Μακεδόνες βασιλιάδες τιμούσαν ως πρόγονό τους, μαζί με τη βάση μιας κατασκευής που παραπέμπει σε βωμό ή βάθρο, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο συγκεκριμένος χώρος εξυπηρετούσε τις λατρευτικές ανάγκες του βασιλιά που ήταν ταυτόχρονα και αρχιερέας.
Στη δυτική πλευρά συναντάμε ένα τεράστιο αλλά πιο λιτό τριμερές διαμέρισμα όπου βρίσκονταν οι μεγαλύτεροι στεγασμένοι χώροι χωρίς εσωτερικά στηρίγματα της κλασικής αρχιτεκτονικής. Σε έναν από αυτούς τους ιδιαίτερα φωτεινούς χώρους, εικάζεται ότι στεγαζόταν η αίθουσα του θρόνου.
Στο μεταξύ, στη νότια πλευρά του κτιρίου υπήρχε ένα ακόμη τριμερές συγκρότημα, που χαρακτηριζόταν από ιδιαίτερη πολυτέλεια και διέθεταν ψηφιδωτά δάπεδα. Εκεί βρισκόταν το σωζόμενο μέχρι σήμερα υπέροχο ψηφιδωτό με τα λουλούδια και τις ανθοκόρες, φτιαγμένο από μικροσκοπικά λευκά, μαύρα, γκρίζα, αλλά και κίτρινα και κόκκινα βότσαλα, με σχέδια που συναντάμε και στη χρυσελεφάντινη ασπίδα του Φιλίππου Β’.
Στο πλατύ σκαλοπάτι που περιβάλλει το ψηφιδωτό τοποθετούνταν οι κλίνες των συνδαιτυμόνων για τα συμπόσια. Υπολογίζεται πως ολόκληρο το ανάκτορο μπορούσε να φιλοξενήσει συνολικά 278 κλίνες, αριθμός πρωτοφανής για τα δεδομένα της εποχής. Υπήρχαν ακόμη, τέσσερις μεγάλοι αυτόνομοι ανδρώνες που επικοινωνούσαν άμεσα με το περιστύλιο, ένα απομονωμένο κλειστό τριμερές συγκρότημα που θα μπορούσε κάλλιστα να λειτουργεί ως σκευοφυλάκιο-θησαυροφυλάκιο, αλλά κι ένας διάδρομος που οδηγούσε στον βόρειο εξώστη με θέα ολόκληρη τη μακεδονική λεκάνη.
Για την κατασκευή του γιγαντιαίου και πρωτοποριακού αυτού κτιρίου που, εκτός όλων των άλλων, διέθετε ένα άψογο σύστημα αποχέτευσης και ύδρευσης, μεταφέρθηκαν με άμαξες από τα λατομεία του Βερμίου περί τα 13.000 κυβικά μέτρα πωρόλιθου. Επιπλέον, άριστης ποιότητας μαρμαροκονίες και ανάγλυφα ακροκέραμα, αμέτρητα κεραμίδια, πανάκριβες χρωστικές και πολλά ακόμη πολυτελή υλικά χρησιμοποιήθηκαν για την ανοικοδόμηση του μεγαλοπρεπούς, αλλά και απολύτως λειτουργικού ταυτόχρονα τοπόσημου δύναμης και ομορφιάς.
«Συγχωνεύοντας με τρόπο εξαιρετικά εφευρετικό στοιχεία δημόσιας και ιδιωτικής αρχιτεκτονικής, ο μεγαλοφυής αρχιτέκτονας του ανακτόρου των Αιγών καταφέρνει να δημιουργήσει ένα κτίριο μοναδικό, λιτό και λειτουργικό και συγχρόνως απόλυτα μνημειακό και επιβλητικό, δίνοντας πραγματική μορφή και υπόσταση στην ιδέα του δεσπόζοντος κέντρου απ’ όπου εκπορεύεται κάθε εξουσία.
Ετσι η κατοικία του βασιλιά των Μακεδόνων, του ηγεμόνα και αρχιστράτηγου των Πανελλήνων, το μόνο ανάκτορο της κλασικής Ελλάδας που γνωρίζουμε, όντας η έδρα της πολιτικής εξουσίας και συγχρόνως το κέντρο της πνευματικής δημιουργίας, γίνεται ένα αληθινό μνημείο μεγαλοπρέπειας, λειτουργικότητας και μαθηματικής καθαρότητας, το οποίο μέσα από την απόλυτη συνέπεια της γεωμετρίας του συνοψίζει την πεμπτουσία τού ευ ζην, υλοποιώντας το πρότυπο της ιδανικής κατοικίας και αποτελώντας το αρχέτυπο του οικοδομήματος με περιστύλιο που θα σφραγίσει την αρχιτεκτονική της ελληνιστικής οικουμένης και θα επαναληφθεί χιλιάδες φορές σε ολόκληρο τον ελληνιστικό κόσμο, χωρίς ωστόσο καμιά από τις επαναλήψεις να φτάσει τη σαφήνεια, την πληρότητα και την απόλυτη καθαρότητα του πρωτοτύπου», διαπιστώνει γλαφυρά η Αγγελική Κοτταρίδη.
Καταστροφή και αναγέννηση
Το περίλαμπρο ανάκτορο του Φιλίππου Β’ καταστράφηκε ολοσχερώς, μαζί με ολόκληρη την πόλη των Αιγών, το 168 π.Χ, όταν οι Ρωμαίοι κατέλαβαν το Μακεδονικό Βασίλειο. Μπορεί να μην ξαναχτίστηκε ποτέ, αλλά διατήρησε διαχρονικά την ιερότητά του. Απόδειξη γι’ αυτό αποτελεί το γεγονός ότι δεν καταπατήθηκε αλλά και τα λείψανα των θυσιών από τα υστερορωμαϊκά χρόνια που εντοπίστηκαν στο δωμάτιο με το ψηφιδωτό υποδεικνύοντας πως λειτουργούσε ως χώρος λατρείας.
Στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε ως λατομείο με τις πέτρες του οποίου χτίστηκαν πολλά χωριά της περιοχής, μεταξύ των οποίων και η Βεργίνα, στη δεκαετία του ’20.
Παρ’ όλα αυτά η ιερότητα του τόπου διατηρείται μέσα στους αιώνες και στη σκιά της αιωνόβιας βελανιδιάς θα χτιστεί, επί Τουρκοκρατίας, το μικρό εκκλησάκι της Αγίας Τριάδας το οποίο κατεδαφίστηκε προκειμένου να γίνουν οι ανασκαφικές εργασίες.
Οταν το 2007 ξεκίνησαν, με δειλά βήματα, οι εργασίες της αναστήλωσης κανείς δεν φανταζόταν ότι μια 15ετία αργότερα, ο επίπεδος αρχαιολογικός χώρος με τα διάσπαρτα μέλη του, πολλά από τα οποία ήταν καλυμμένα από χωματικές επιστρώσεις αλλά και τη φυσική βλάστηση σε μια έκταση 25 τετραγωνικών χιλιομέτρων, θα έπαιρνε ξανά την αρχική του μορφή, δίνοντας τη μοναδική ευκαιρία στους ανά την υφήλιο επισκέπτες να γνωρίσουν τη μεγαλοπρέπεια του κορυφαίου αυτού αρχιτεκτονήματος και μοναδικού γνωστού ανακτόρου της κλασικής Ελλάδας.