Η αρχαία και η νεότερη ιστορία της Χαλκιδικής, θαμμένη στη γη και στις γαλάζιες θάλασσές της, έρχεται στο φως για να μας υπενθυμίσει τον διαχρονικό της πολιτισμό στη χερσόνησο της Κασσάνδρας και της Σιθωνίας. Η τουριστική ανάπτυξη μπορεί να επισκιάζει τον αρχαιολογικό της πλούτο, χάρη σ’ αυτήν όμως αποκαλύφθηκε ένα από τα μεγαλύτερα νεκροταφεία του βορειοελλαδικού χώρου. Περισσότερες από χίλιες ταφές διαφορετικής τυπολογίας με πλήθος ευρημάτων ενός εκτενούς νεκροταφείου της αρχαιότητας, έκρυβε η Ακτή Αγίου Ιωάννη της Σιθωνίας.
Οι δύο ανασκαφικές έρευνες (2018-19 και 2020) των αρχαιολόγων της Εφορείας Αρχαιοτήτων Χαλκιδικής και Αγίου Όρους (Ελένη Λαμπροθανάση, Δέσποινα Βόβουρα, Χαρίκλεια Κορομηλά) αποκάλυψαν 912 τάφους όταν εργολάβοι άρχισαν να σκάβουν στην περιοχή, μετά την αγορά του ακινήτου από την «Αναπτυξιακή Τουριστική Α.Ε. «Ακτή Αγίου Ιωάννη», μέσω του ΤΑΙΠΕΔ, για την κατασκευή σύγχρονης τουριστικής μονάδας.
Η ανασκαφή σε αγροτεμάχιο όπου θα αναπτύσσονταν εγκαταστάσεις ήπιας αναψυχής κατά μήκος της παραλίας, έφερε στο φως πλήθος τάφων, ασύλητων στην πλειονότητά τους, σε πυκνή διάταξη μέσα σε αμμώδες και ελώδες στρώμα, που χρονολογούνται από τον 10ο έως τον 5ο αιώνα π.Χ. Ταφές σε πίθους έως και δύο μέτρων και αμφορείς μέσα σε λίθινους περιβόλους, ταφικές θήκες, κτιστοί κιβωτιόσχημοι, λακκοειδείς τάφοι και μια σαρκοφάγος μαρτυρούν τις ταφικές πρακτικές της ευρύτερης περιοχής της Χαλκιδικής από την Εποχή του Σιδήρου έως τους πρώιμους Κλασικούς Χρόνους.
Πλούσια ήταν και τα ταφικά «δώρα» που διασώθηκαν. Πήλινα αγγεία στο σχήμα του κάνθαρου και του κρατήρα, χύτρες, σκύφοι, αμφορείς και θήλαστρα, ειδώλια, χάλκινα και σιδερένια κοσμήματα συνόδευαν τους νεκρούς. Τις πρώτες ενδείξεις (132 ταφές) για την ύπαρξη σημαντικής νεκρόπολης είχαν φέρει στο φως παλαιότερες έρευνες (Κ. Ρωμιοπούλου, 1977, Ε. Τρακοσοπούλου, 1984-1988) οι οποίες, με τα νέα ανασκαφικά δεδομένα, ανεβάζουν τον αριθμό σε 1.044 τάφους.
Παρά τις τρεις ανασκαφές, εξηγεί η κ. Λαμπροθανάση, παραμένει άγνωστο σε ποιον αρχαίο οικισμό ανήκε το νεκροταφείο. Οι πρώτες εκτιμήσεις παραπέμπουν πιθανότατα στον οικισμό της νήσου Καστρί όπου το 1977 οι έρευνες έφεραν στην επιφάνεια προϊστορικά και αρχαϊκά οικοδομικά λείψανα. Η συνέχεια της ανασκαφής θα δώσει ενδεχομένως τις απαντήσεις για την ταύτισή του που αναζητούν εδώ και χρόνια οι αρχαιολόγοι.
Ένα μικρό θαύμα έσωσε από λαθρανασκαφείς το ιστιοφόρο πολεμικό πλοίο που βυθίστηκε πιθανόν στα χρόνια της επαναστατικής περιόδου στη θαλάσσια περιοχή της Κασσάνδρας. Το μισοβυθισμένο ξύλινο σκαρί διατηρούσε σε άριστη κατάσταση πολεμικό εξοπλισμό, μεταξύ αυτών δύο κανόνια και ένα καριοφίλι καθώς και δεκάδες χρηστικά αντικείμενα που φωτίζουν τα χρόνια της Επανάστασης του 1821 στη Μακεδονία.
Το ναυάγιο εντοπίστηκε πριν από τρία χρόνια στη Σκάλα της Φούρκας, όταν οι κυματισμοί της θάλασσας μετακίνησαν την άμμο που το σκέπαζαν και παρέμενε θαμμένο επί περίπου 200 χρόνια. Η αποκάλυψη μέρους του πλοίου σήμανε συναγερμό στην Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων για το ναυάγιο των νεωτέρων χρόνων που παρέμενε άθικτο σε μια τόσο κοντινή απόσταση από την ακτή (80-100 μ.) και σε ένα μικρό βάθος (4 μ.).
Τελικά η ομάδα με επικεφαλής την καταδυόμενη αρχαιολόγο και υπεύθυνη της ανασκαφής Σταυρούλα Βραχιονίδου από το Γραφείο Βορείου Ελλάδος της Εφορείας Εναλίων προχώρησε σε υποβρύχια κατεπείγουσα σωστική ανασκαφή τον περασμένο Νοέμβριο. «Από τις πρώτες βουτιές είδαμε ένα εντυπωσιακό ναυάγιο. Το μισοθαμμένο σε αμμώδη βυθό πλοίο διατηρούσε τα κινητά του ευρήματα σε άριστη σχεδόν κατάσταση», μας λέει η κ. Βραχιονίδου. «Δύο πυροβόλα όπλα (κανόνια), ένα ντουφέκι που χρησιμοποιήθηκε ευρέως στα χρόνια της ελληνικής επανάσταση του 1821 και πολλά αντικείμενα για τις καθημερινές ανάγκες του πληρώματος ήταν τα πρώτα αντικείμενα που περισυλλέξαμε μόνο από το ορατό μέρος του πλοίου».
Μπακιρένια, πήλινα και πορσελάνινα αγγεία, μπρούτζινες φιάλες, μια ξύλινη κουβαρίστρα, ένα μελανοδοχείο ξεχωρίζουν ανάμεσα στα 34 συνολικά αντικείμενα που ανέσυραν οι αρχαιολόγοι. Τα περισσότερα ήταν συγκεντρωμένα στο βόρειο άκρο του σκάφους. Σε όλη την επιφάνεια του ναυαγίου σώζονται ίχνη από πανιά και σχοινιά (γραντί) και άλλα οργανικά στοιχεία μεταξύ των οποίων ένα σακί με κόκκους καφέ και ένα ψάθινο καλάθι. Η εκτίμηση των αρχαιολόγων είναι ότι το βυθισμένο μέρος του σκάφους διασώζει πλήθος άλλων αντικειμένων που φυλάσσονταν ενδεχομένως στα αμπάρια του.
Το ξύλινο σκαρί, πιθανότατα είδος δικάταρτου καραβιού μήκους περίπου 25 μέτρων και πλάτους 8 μέτρων, διατηρεί από την ορατή πλάγια πλευρά του ξύλινα στοιχεία, μέρος της πλώρης και πιθανότατα πολλά άλλα στοιχεία του, όπως την καρίνα, που βρίσκονται θαμμένα σε μεγαλύτερο βάθος.
Ποιο ήταν άραγε το μπρίκι του 18ου – 19ου αιώνα που έπλεε στη θαλάσσια περιοχή της Χαλκιδικής; Ποιος ήταν ο προορισμός του και ο στόλος του; Προς το παρόν, η αρχαιολογική ομάδα, με βάση τα δεδομένα, μόνο υποθέσεις μπορεί να κάνει. «Η πρώτη σκέψη παραπέμπει στην επανάσταση της Χαλκιδικής το 1821 με αρχηγό τον Εμμανουήλ Παπά», αναφέρει η κ. Βραχιονίδου. Σε αυτό το ενδεχόμενο, το ερώτημα είναι εάν το ναυάγιο ήταν σκάφος των αγωνιστών του Εμμανουήλ Παπά ή ένα από τα πολεμικά πλοία που έπλευσαν από τα ναυτικά νησιά για να συνδράμουν στην εξέγερση της Χαλκιδικής;
Το νεκροταφείο του Αγίου Ιωάννη και το ναυάγιο (Σ. Βραχιονίδου, Α. Τούρτας) παρουσιάζονται σήμερα στο 35ο συνέδριο του ΑΠΘ για το αρχαιολογικό έργο της Μακεδονίας και της Θράκης, το οποίο περιλαμβάνει 68 ανακοινώσεις για τα νέα ανασκαφικά δεδομένα πλην των ευρημάτων από τη μεγαλύτερη ανασκαφή της Θεσσαλονίκης στα έργα του μετρό.
Πηγή: kathimerini.gr