Τι μπορεί να περιμένει κάποιος πίσω από μια στροφή; Σίγουρα όχι έναν «παράδεισο».
Αν κάποιος αφήσει τον κεντρικό δρόμο που οδηγεί από την Αγιά προς τα παράλια της ΠΕ Λάρισας, στο ύψος της μεγάλης στροφής, τότε θα συναντήσει δίχως υπερβολή έναν τέτοιο.
Ο λόγος για την περιοχή της Μονής των Αγίων Αναργύρων που περιλαμβάνει το άλσος αλλά και τα ασκηταριά.
Η Ιερά Μονή των Αγίων Αναργύρων, αναφέρεται ότι έχει ανοικοδομηθεί περί το 1588 μ.Χ. Κύριο χαρακτηριστικό της είναι ο διώροφος οχυρωματικός πύργος με χαμηλό θόλο, ο οποίος και περισώζεται. Διατηρείται μονόχωρη ξυλόστεγη Βασιλική με σπαράγματα τοιχογραφιών του 17ου αιώνα, την περίοδο που έγινε και η ανακαίνισή της. Η τελευταία ανακαίνιση ήταν το 1995.
Η Μονή βρίσκεται μέσα σε καταπράσινο τοπίο με ποταμάκι από δίπλα και μέσα σε μεγάλα πλατάνια.
Απέναντι από το ποταμάκι μέσα στα κοιλώματα ψηλού βράχου, σώζονται τα δύο ασκηταριά της Μονής από το 12ο αι. με αγιογραφίες πάνω στον βράχο. Ο επισκέπτης μπορεί φτάσει και να δει από κοντά τα ασκηταριά, ανεβαίνοντας την πέτρινη και λαξευμένη στο βράχο σκαλωσιά.
Πρόκειται για δύο ναΰδρια, το κυρίως ασκηταριό και ένα μικρό θολωτό ναΐσκο, καθώς και για τα ησυχαστήρια που βρίσκονται στα φυσικά κοιλώματα των γύρω βράχων.
Το κυρίως ασκηταριό είναι κτισμένο στο βορειοδυτικό τμήμα της αίθουσας του σπηλαίου και αποτελείται από τρία συνεχόμενα ναΰδρια, ενώ το υπόλοιπο χρησίμευε ως οστεοφυλάκιο. Ο θολωτός ναΐσκος βρίσκεται κάπως ψηλότερα και νοτιότερα από το κυρίως ασκηταριό και είναι κτισμένος μέσα σε φυσική κοιλότητα. Τέλος, τα ησυχαστήρια των αναχωρητών μοιράστηκαν στις μικρές φυσικές κοιλότητες στους γύρω βράχους.
Σύμφωνα με το Πνευματικό Κέντρο της Αγιάς το ασκηταριό ανήκει στην τρίτη κατηγορία σπηλαίων, δηλαδή τα ίδια τα τοιχώματα του βράχου και κατακόρυφοι πετρόκτιστοι τοίχοι διαμορφώνουν μέσα στο σπήλαιο το ναό. Ο τοίχος που φράσσει το άνοιγμα του σπηλαίου, φέρει τρεις νταμπλαδοτές πόρτες και αποτελεί τον κοινό δυτικό τοίχο του κεντρικού ναού και των εκατέρωθεν ναϋδρίων τα οποία προσδίδουν ευρυχωρία για την Κυριακάτικη σύναξη των ασκητών της Σκήτης.
Στα πλάγια της κεντρικής εισόδου, ο τοίχος φέρει δύο τυφλά αψιδώματα, που ζωογονούν τη μόνη ορατή – τη δυτική – όψη του κτίσματος. Στα τυφλά αυτά αψιδώματα και στις υπόλοιπες εξωτερικές επιφάνειες διατηρούνται τμήματα τοιχογραφιών, που δείχνουν ότι τα ναΰδρια, όπως διαπιστώθηκε αρχικά από τον κ. Νικονάνο, είχαν εξωτερική τοιχογράφηση.
Η τοιχοδομία του κοινού δυτικού τοίχου είναι πλινθοπερίκλειστη σε πολύ ελεύθερη απόδοση. Χρησιμοποιούνται πωρόλιθοι και αδρά δουλεμένοι λίθοι. Οι διαχωριστικές πλίνθοι έχουν πάχος (0,035 ως 0,04 μ.). Αντίθετα, οι υπόλοιποι τοίχοι, οι οποίοι βρίσκονται μέσα στο σπήλαιο, έχουν πιο αμελή κατασκευή και κατά το μεγαλύτερό τους τμήμα είναι κτισμένοι με αργολιθοδομή. Οι τεχνίτες δηλαδή, ενώ πρόσεξαν τη δυτική όψη που φαίνεται από έξω – τοιχοδομία, πλαστική διάρθρωση με αψιδώματα και εναλλαγή πλήρους και κενού με τοξωτά ανοίγματα -, στους εσωτερικούς τοίχους δεν έδειξαν ιδιαίτερο ζήλο, διότι προφανώς, είχαν προγραμματίσει την άμεση τοιχογράφηση.
Πράγματι, εκτός από τις μεταγενέστερες εξωτερικές τοιχογραφίες, στο εσωτερικό τους και οι τρεις ναΐσκοι διατηρούν πολύ ενδιαφέρουσες τοιχογραφίες που χρονολογούνται από τα τέλη του 12ου και τον 13ο αι. έως τον 16ο αι., και δηλώνουν ότι, από τον 12ο αι. τα ναΰδρια ήταν σε χρήση. Ένα μικρό θολωτό ασκηταριό βρίσκεται λίγο υψηλότερα και νοτιότερα από το κυρίως ασκηταριό.
Είναι κτισμένο ως ανεξάρτητος ναΐσκος μέσα σε μία φυσική κοιλότητα και μόνο ο βόρειος και ο ανατολικός κάθετος τοίχος εφάπτονται στο βράχο (β΄ κατηγορία). Το ασκηταριό αποτελείται από δύο τμήματα. Ο πρώτος χώρος, στην κάτοψη, έχει σχήμα ακανόνιστου ορθογωνίου, με πλάτος 1,80 και μήκος 2,58 μ. στη βόρεια πλευρά και 2,70 μ. στη νότια. Στην ανωδομή σχηματίζονται τέσσερα ρηχά τόξα που ανακρατούν το χαμηλό θόλο και δίνουν στο κτίσμα τη μορφή συνεπτυγμένου σταυρικού ναού. Δυτικά φέρει μία τοξωτή είσοδο και ανατολικά απολήγει σε μία μικρή κόγχη που διαμορφώνεται μέσα στο πάχος του τοίχου.
Το δεύτερο τμήμα είναι ένας στενόμακρος καμαροσκέπαστος χώρος που προσκολλάται στη βόρεια πλευρά, και χρησίμευε για ταφές. Το μήκος του είναι 1,85 μ., το πλάτος του κυμαίνεται από (0,56 ως 0,70 μ.) και στο δάπεδό του φέρει σκάμμα με βάθος 0,40 μ. περίπου. Η τοιχοδομία, σε ολόκληρο το κτίσμα, είναι από αργολιθοδομή, εκτός από τα τόξα και το θόλο, όπου χρησιμοποιούνται πλακοειδείς λίθοι και πωρόλιθοι. Εξωτερικά η δυτική όψη είναι επιμελώς οικοδομημένη, ενώ η νότια πλευρά και η στέγη είναι αδιαμόρφωτες. Στο εσωτερικό υπήρχαν τοιχογραφίες, αλλά σήμερα σώζονται μόνο ελάχιστα ίχνη.
Πολύ κοντά στα δύο ασκηταριά, αφού προσπεράσουμε το ρυάκι που διαχωρίζει τα όρια της Ιεράς Μονής από τα βράχια των ασκηταριών, υπάρχουν μικρές φυσικές κοιλότητες που αποτελούσαν τα ησυχαστήρια των αναχωρητών.
Σε δύο, μάλιστα, περιπτώσεις οι κοιλότητες αυτές έχουν στην είσοδό τους τοιχία από αργολιθοδομή, που τεκμηριώνουν τη χρήση τους και μας οδηγούν να πιστέψουμε ότι από το 10ο αι. έως και τον 13ο αι. πολλοί ασκητές του Όρους των Κελλίων εγκαταβιούσαν στη γύρω περιοχή εφαρμόζοντας το γνωστό μοναστικό πρόγραμμα των Σκήτεων. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι το πιο κοντινό χωριό που συνορεύει με την εν λόγω περιοχή των ασκηταριών ονομάζεται Σκήτη.
Το Άλσος
Το άλσος της Μονής είναι οργανωμένο ώστε οι επισκέπτες να μπορούν να το χρησιμοποιήσουν για φαγητό στην εξοχή και ως χώρο αναψυχής. Είναι γνωστό για την γιορτή της Πρωτομαγιάς, όπου συγκεντρώνεται πλήθος κόσμου και το γλέντι είναι μοναδικό.
Πηγή: ΕΝΤΥΠΗ LARISSANET