Στις αρχές της δεκαετίας του ‘90 η 17 Νοέμβρη βρισκόταν στο απόγειο της επιχειρησιακής της δυνατότητας. Η βίαιη δράση της είχε κλιμακωθεί, χτυπούσε όποιον και όποτε ήθελε, με τη «δικαιοδοσία» ενός αυτόκλητου τιμωρού, υπεράνω νόμου Θεού και ανθρώπων.
Μόνο τη διετία 1989-90 εξαπέλυσε εννέα επιθέσεις και οργάνωσε τη μεγαλύτερη επιχείρηση κλοπής οπλισμού, το Δεκέμβρη του ’89 στο στρατόπεδο Συκουρίου της Λάρισας. Αυτό το ριφιφί ρουκετών και πολεμοφοδίων είχε εξασφαλίσει στη 17 Νοέμβρη πλούσιο εξοπλισμό, ενώ και σε επίπεδο δομής, οργανωτικότητας και έμψυχου δυναμικού βίωνε την περίοδο απόλυτης ακμής της. «Κυριολεκτικά μπορούσαν να κάνουν τα πάντα», ήταν η απολύτως ενδεικτική για την εποχή εκείνη εκτίμηση των αξιωματικών της ΕΛ.ΑΣ.
Το 1991 ήταν η χρονιά που η τρομοκρατική οργάνωση έφτασε στην κορύφωση της επιχειρησιακής δράσης της, με 16 επιθέσεις (!) και τρία νέα θύματα, που ανέβασαν το συνολικό αριθμό των δολοφονηθέντων στους 16. Τίποτα απ’ όλα αυτά όμως δεν θα μπορούσε πιθανότατα να συγκριθεί με το σοκ που θα προκαλούσε ένα πολλαπλό χτύπημα, που κατά τα φαινόμενα σχεδίαζε η 17 Νοέμβρη στη Θεσσαλονίκη.
Από τα στοιχεία που ήρθαν στα χέρια των Αρχών μετά την εξάρθρωση της οργάνωσης το 2002, προέκυψε ότι για μια ολόκληρη διετία, συγκεκριμένα από το 1990 έως το 1992, τα μέλη της παρακολουθούσαν με κατασκοπική προσήλωση μια σειρά από στόχους στη Θεσσαλονίκη, σκοπεύοντας σε επέκταση της δράσης στη συμπρωτεύουσα. Ήταν μια εποχή μεγάλων και δραματικών εξελίξεων στα Βαλκάνια. Ο κουρνιαχτός του εμφυλίου πολέμου είχε απλωθεί πάνω από τη Γιουγκοσλαβία – όπως και συνέβη τελικά, προκαλώντας την πρώτη μεγάλη κρίση του Μακεδονικού ζητήματος – ενώ η Αλβανία τελούσε υπό καθεστώς χάους. Μείζονα εθνικά θέματα ήταν στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας και τα μάτια είχαν στραφεί προς το βορρά, με επίκεντρο τη Θεσσαλονίκη. Σταδιακά, τα εθνικά θέματα είχαν αναδειχθεί και μέσα από τις προκηρύξεις της οργάνωσης. Η οποία για λόγους που δεν έχουν ακόμα αποσαφηνιστεί – και πιθανόν να μην αποσαφηνιστούν ποτέ – αποφασίζει από το 1990 να διαμορφώσει την επιχειρησιακή ατζέντα της και να μεταφέρει τη στόχευσή της στη Θεσσαλονίκη.
Αυτό είναι ξεκάθαρο από τα στοιχεία που συνέλεξαν οι Αρχές από τη γιάφκα της οδού Δαμάρεως στο Παγκράτι, όπως αποτυπώθηκε σε ρεπορτάζ της Καθημερινής τον Αύγουστο του 2002. Το πρώτο βήμα ήταν να ανατεθεί στους αδελφούς Ξηρού και στον δάσκαλο Κωνσταντίνο Τέλιο η παρακολούθηση συγκεκριμένων στόχων. Στην αποστολή βοηθούσε ανά τακτά χρονικά διαστήματα και ο Πάτροκλος Τσελέντης.
Οι στόχοι που τέθηκαν υπό παρακολούθηση ήταν φαινομενικά ασύνδετοι μεταξύ τους, αλλά ήταν τέτοια η διάρκεια τους και η καταγραφή τους με τόσο εξονυχιστικές λεπτομέρειες που «μαρτυρούσαν» ότι η χώρα ζούσε εν αγνοία της στη σκιά ενός εφιάλτη επί μία ολόκληρη διετία. Κατά τις ενδείξεις, το τρομοκρατικό χτύπημα θα ήταν τόσο δυναμικό, που θα είχε τρομερές συνέπειες, διαταράσσοντας τις διεθνείς σχέσεις της Ελλάδας, ενδεχομένως θέτοντας την και υπό κηδεμονία. Επρόκειτο βάσει ευρημάτων για μια σειρά συντονισμένων χτυπημάτων σε «ισλαμικά» πρότυπα, που θα προκαλούσαν πάταγο σε διεθνές επίπεδο και ανυπολόγιστες επιπτώσεις για τη χώρα. Τα οποία κανείς δεν θα μπορούσε να αποτρέψει γιατί οι διωκτικές αρχές δεν είχαν την παραμικρή ιδέα για όλα αυτά.
Από τα στοιχεία που ήρθαν στα χέρια τους κατόπιν εορτής, προέκυπτε ότι η οργάνωση θα ξεδίπλωνε όλο το ρεπερτόριο των δυνατοτήτων της στη Θεσσαλονίκη, σε μια ασύλληπτη επίδειξη ισχύος. Χτυπώντας με βόμβες και ρουκέτες έμψυχους και μη στόχους. Σε αυτή τη διετία τα μέλη της εξτρεμιστικής οργάνωσης είχαν μεταξύ άλλων παρακολουθήσει τέσσερα αστυνομικά τμήματα της Θεσσαλονίκης, με σκοπό, βάσει των εκτιμήσεων, να επιλεχθεί το κατάλληλο για εισβολή και κλοπή οπλισμού, όπως είχε συμβεί στο Α.Τ. του Βύρωνα τον Αύγουστο του 1988.
Σε άλλα ντοκουμέντα, παρουσιαζόταν ο εντοπισμός πολυτελών αυτοκινήτων από τα μέλη της οργάνωσης και εξ αυτών θεωρήθηκε βέβαιο ότι τα αυτοκίνητα αυτά επρόκειτο να αποτελέσουν στόχους βομβιστικών επιθέσεων.
Πέραν αυτών, η 17 Νοέμβρη παρακολουθούσε με απόλυτη μεθοδικότητα το Αμερικανικό Προξενείο της Θεσσαλονίκης. Οι περιγραφές όσων εισέρχονταν και εξέρχονταν από το κτίριο ήταν λεπτομερέστατες, ενώ υπήρχαν καταγραφές όλων των αυτοκινήτων, της μάρκας, του μοντέλου, του χρώματος και του αριθμού πινακίδων. Επιπλέον τέθηκαν στο μικροσκόπιο της οργάνωσης όλοι οι χώροι που σχετίζονταν με τις χώρες οι δυνάμεις των οποίων μετείχαν στην K-FOR, τη διεθνή ειρηνευτική δύναμη του ΝΑΤΟ για το Κοσσυφοπέδιο. Γαλλικοί, γερμανικοί, τουρκικοί, ισραηλινοί και αμερικανικοί στόχοι πάσης φύσεως ήταν διαρκώς υπό παρακολούθηση.
Το σχέδιο «κατασκοπείας» περιελάμβανε επίσης τις εγκαταστάσεις του Κεντρικού Λιμεναρχείου της Θεσσαλονίκης και του Λιμενικού Σταθμού Μηχανιώνας. «Εδώ μπαίνουμε όποτε θέλουμε», ήταν μία από τις αναφορές για το Σταθμό Μηχανιώνας, που υποδήλωνε ξεκάθαρα εισβολή. Επιπλέον, τα μέλη της οργάνωσης παρακολουθούν στενά και για σημαντικό χρονικό διάστημα εταιρείες ενοικιάσεως σκαφών, εταιρείες που εμπορεύονται εξοπλισμό σκαφών και καταστήματα με είδη καταδύσεων. Κατά την εκτίμηση ανώτατου αξιωματικού της ΕΛ.ΑΣ., ο μοναδικός λόγος για τον οποίο μπορεί κάποιος να παρακολουθεί τέτοιους χώρους είναι γιατί σχεδιάζει να νοικιάσει σκάφος και καταδυτικό εξοπλισμό, προκειμένου να φέρει σε πέρας μια αποστολή.
Ποια θα μπορούσε να είναι αυτή η αποστολή; Μία από τις εικασίες είναι και μόνο στην ιδέα τρομακτική. Εκείνη την εποχή έφθασαν στη Θεσσαλονίκη με πλοία άρματα και στρατιωτικές δυνάμεις της K-FOR. Θα μπορούσε η 17 Νοέμβρη να οργανώσει ένα χτύπημα σαν αυτό της Αλ Κάιντα στο Άντεν της Υεμένης, όπου ένα ταχύπλοο σκάφος με εκρηκτικά έπεσε πάνω σε αμερικανικό πολεμικό πλοίο, σκοτώνοντας 17 πεζοναύτες; Ναι, αυτό συνέβη το 2000, ωστόσο δεν αποκλείεται η 17 Νοέμβρη να είχε εμπνευστεί κάτι ανάλογο μία δεκαετία πριν.
Έως το 1992 είχε συγκεντρωθεί από την οργάνωση όλο το απαραίτητο υλικό για μια σειρά από χτυπήματα. Ξαφνικά όμως, όλα σταματούν. Το σχέδιο εγκαταλείφθηκε για λόγους που ποτέ δεν έγιναν γνωστοί. Όσο μυστηριώδης ήταν η απόφαση να επιλεχθεί η Θεσσαλονίκη ως το «θέατρο» μιας εκτεταμένης τρομοκρατικής ενέργειας, άλλο τόσο ήταν και η αντίστοιχη για την ανάκληση του σχεδίου.
Από εκεί και πέρα, ξεκινάει με εφαλτήριο το θανάσιμο τραυματισμό του Θάνου Αξαρλιάν το καλοκαίρι του ’92, η περίοδος παρακμής της οργάνωσης, που θα ολοκληρωθεί 10 χρόνια αργότερα με την «αυτοχειρία» της. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει πώς θα είχαν εξελιχθεί τα πράγματα αν είχε δρομολογηθεί η επιχείρηση στη Θεσσαλονίκη και αν σήμερα βρισκόταν πίσω από τα σίδερα της φυλακής μόνο οι γνωστοί δεκατρείς…
πηγή ethnos.gr