Ο βιομηχανικός χώρος που στεγαζόταν μέχρι και την δεκαετία του ‘80 το συγκρότημα που γνωρίζουμε ως Μύλοι Αλλατίνη, βρίσκεται στην ανατολική πλευρά της Θεσσαλονίκης στη συμβολή των οδών Γεωργίου Παπανδρέου (πρώην Ανθέων), Κάλλας και Λασκαράτου. Αν και η σημερινή εικόνα εγκατάλειψης που το χαρακτηρίζει δεν θυμίζει σε τίποτα την παλιά αίγλη του, οι μύλοι και η κεραμοποιία της οικογένειας Αλλατίνι είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι με την αρχή της βιομηχανίας στη Θεσσαλονίκη και δεν σταμάτησαν να λειτουργούν ούτε την περίοδο της Κατοχής.
Ο μύλος που προϋπήρχε αυτού που βλέπουμε μέχρι και σήμερα, χτίστηκε πριν το 1882, ήταν γαλλικής ιδιοκτησίας –Darbley de Corbeil– ήταν ο πρώτος ατμόμυλος της πόλης και χρονολογείται περίπου το 1854.
Ο νέος Κυλινδρόμυλος λοιπόν, βρήκε τη θέση του σε ένα τεράστιο οικόπεδο, με πρόσβαση στο θαλάσσιο μέτωπο, ανάμεσα σε πύργους, προξενεία και εξοχικές κατοικίες, ήταν ηλεκτροδοτούμενος, που σημαίνει ότι λειτουργούσε και τη νύχτα και το προσωπικό αριθμούσε πάνω από 250 άτομα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της επιχείρησης το 1898 που ξεκίνησε η πρώτη πυρκαγιά, η οποία κατέστρεψε ολοσχερώς το χώρο μέσα σε μόλις τρεις ώρες, η ημερήσια παραγωγή σε αλεύρι έφτανε τις 80.000 οκάδες. Μετά από την πυρκαγιά χτίστηκε και το κτίριο στην τελική του μορφή όπως το γνωρίζουμε και σήμερα ,σε σχέδια του Βιταλιάνο Ποζέλι.
Ο χώρος στέγαζε το κεντρικό κτίριο του κυλινδρόμυλου, το λεβητοστάσιο, το μηχανουργείο, αποθήκες, ψυγεία, τα κτίρια διοίκησης, την κατοικία του διευθυντή, φούρνους και φυσικά, την εμβληματική καμινάδα ύψους 35,50 Βέλγικης κατασκευής, που στέκει ακόμη και σήμερα στον αύλειο χώρο. Η οικογένεια Αλλατίνη κατά τη διάρκεια εκποίησης της περιουσίας τους, πούλησε τους μύλους στον Κοσμά Πανούτσο – εισαγωγέα σιτηρών, ο οποίος την δεκαετία του ‘30 έφτασε την παραγωγή στους 374 τόνους αλεύρι ημερησίως.
Το 1951 μια δεύτερη καταστροφική πυρκαγιά κατέστρεψε το χώρο, αλλά παρά το γεγονός ότι δεν ήταν ασφαλισμένος, κατάφερε να ξαναλειτουργήσει έως τη δεκαετία του ‘80 οπότε και εγκαταλήφθηκε οριστικά λόγω μετεγκατάστασης.
Το επιβλητικό πενταόροφο επίμηκες, ορθογώνιο κτίριο, οργανωμένο σε 3 οριζόντιες ζώνες πλέον είναι ένα άδειο κέλυφος, σε ορισμένα σημεία επικίνδυνο λόγω των φθορών, λες και κάποιο φάντασμα στοιχειώνει τον χώρο, αλλά παραμένει εντυπωσιακό σε όγκο και μορφή. Τα σημάδια εγκατάλειψης είναι παραπάνω από εμφανή.
Παρά την ανακήρυξη του ως διατηρητέος χώρος λόγω της αρχιτεκτονικής, αλλά και της σημασίας του στην οικονομική εξέλιξη της πόλης, ο εκσυγχρονισμός και η επανένταξή του δεν έχει πραγματοποιηθεί ακόμη, έως και σήμερα.