Σε νέες κοπές δέντρων προχωράει αυτές τις μέρες η Διοίκηση του Δήμου Θεσσαλονίκης, αυτή την φορά στις ταλαιπωρημένες φτελιές των οδών Τσιμισκή και Αλ. Σβώλου.
Οι φτελιές αυτές αντιμετωπίζουν για πάνω από μια δεκαετία ένα σοβαρό ζήτημα προσβολής από το έντομο Galerucella luteola. Η προσβολή αυτή επιφέρει σημαντικά προβλήματα στην υγεία των δέντρων, καθώς προσβάλλει το φύλλωμα τους και αποδυναμώνει τον κορμό. Πέρα από αυτό, το ίδιο το έντομο, κατά τις καλοκαιρινές περιόδους της έξαρσης του πληθυσμού του, κατακλύζει την περιοχή δημιουργώντας προβλήματα στους κατοίκους, αλλά και στα καταστήματα της περιοχής. Το σχέδιο της διοίκησης για την αντιμετώπιση αυτού του σοβαρού προβλήματος, είναι η κοπή των δέντρων και η αντικατάσταση τους με 163 νέα δέντρα του είδους κελτίδα, ηλικίας 10-12 ετών. Είναι όμως η κοπή και η αντικατάσταση ο μοναδικός τρόπος αντιμετώπισης;
Σύμφωνα με ειδικούς και την βιβλιογραφία υπάρχουν πολλαπλοί προτεινόμενοι τρόποι που δεν απαιτούν την κοπή, όπως: α) η χρήση μηχανικών μέσων, δηλαδή ειδικής κόλλας, β) η χρήση κατάλληλων εντομοκτόνων παρασκευασμάτων με χορήγηση μέσω εμβολίου ή ριζοποτίσματος, καθώς δεν επιτρέπεται ο ψεκασμός σε αστικό περιβάλλον των συγκεκριμένων σκευασμάτων, γ) βιολογικοί τρόποι καταπολέμησης όπως η χρήση εντομοφάγων μυκήτων. Ο Δήμος Θεσσαλονίκης εφάρμοσε την πρακτική της βιολογικής καταπολέμησης, αλλά με αποσπασματικό τρόπο και χωρίς συνέπεια, ενώ σε πολλές περιπτώσεις χρειάστηκε να ληφθούν πρωτοβουλίες από τους ίδιους τους κατοίκους, ώστε να αναχαιτιστεί το πρόβλημα. Οι προτεινόμενες πρακτικές δεν έχουν εφαρμοστεί ποτέ συνδυαστικά και με την απαιτούμενη συνέπεια, ώστε να δικαιούται η διοίκηση να ισχυριστεί πως δεν υπάρχει εναλλακτική λύση.
Αυτό που απαιτείται είναι ένας σχεδιασμός καταρτισμένος και διαφανής, αλλά και η πολιτική βούληση για την εφαρμογή σύγχρονων πρακτικών. Το κόψιμο θα πρέπει να αποτελεί την τελική λύση σε δέντρα τα οποία είναι πλέον επικίνδυνα ή πλησιάζουν τη νέκρωση. Στην περίπτωση των συγκεκριμένων δέντρων, εξαιτίας της αναποτελεσματικής φροντίδας τους, όντως κάποια έχουν φτάσει σε αυτό το στάδιο. Οι ευθύνες βαρύνουν την απραξία των διοικήσεων, αλλά και τον ίδιο τον κ.Ζέρβα, ο οποίος, θυμίζουμε, ήταν αντιδήμαρχος Πρασίνου το 2012 όταν και εντοπίστηκε το συγκεκριμένο πρόβλημα. Η αντικατάστασή τους αποτελεί την εύκολη, αλλά όχι και την αποτελεσματικότερη λύση, αφού οι δρόμοι αυτοί θα μείνουν για χρόνια χωρίς τις ωφέλειες των μεγάλων δέντρων. Εξάλλου, αυτή τη στιγμή οι νέες φυτεύσεις ενέχουν μεγάλο ρίσκο, αφού θα γίνουν εκτός εποχής όπως προδιαγράφεται.
Ακόμα και τώρα όμως, η Διοίκηση θα μπορούσε, και θα όφειλε, να βρει άλλες λύσεις για την πλειονότητα των δέντρων αυτών. Υπάρχουν σύγχρονα παραδείγματα αντιμετώπισης αντίστοιχων προσβολών σε άλλα είδη δέντρων τα οποία μπορούν να αποτελέσουν οδηγό για την εύρεση των κατάλληλων τεχνικών. Συγκεκριμένα, θα πρέπει άμεσα να αιτηθεί ο Δήμος την κατ’ εξαίρεση άδεια για την εφαρμογή του κατάλληλου σκευάσματος στον αστικό ιστό και να σχεδιαστεί ο τρόπος εφαρμογής του με εναλλακτικές μεθόδους αντί του ψεκασμού (pp 23…), συγκροτώντας παράλληλα ένα σχέδιο με συνδυαστικές πρακτικές αντιμετώπισης.
Η βασική μας αγωνία όμως δεν αφορά την εξεύρεση της καταλληλότερης τεχνικής λύσης, αλλά τη λογική με την οποία αντιμετωπίζει η δημοτική αρχή το αστικό πράσινο. Στην εποχή της κλιματικής κρίσης και του φαινομένου της θερμικής αστικής νησίδας που δημιουργεί ανυπόφορες θερμοκρασίες στην τσιμεντένια μας πόλη, κάθε σπιθαμή πράσινου δίνει μια ανάσα. Στη Θεσσαλονίκη, πρωταθλήτρια στην ατμοσφαιρική ρύπανση, η διαχείριση του πρασίνου είναι κομβική για την υγεία των κατοίκων. Επομένως, προκύπτει σοβαρή αναγκαιότητα για την αναβάθμιση της υπηρεσίας Πρασίνου και τη στελέχωσή της, αλλά και τη σύνδεση με τα πανεπιστημιακά ιδρύματα και την καινοτόμα έρευνα με στόχο την εφαρμογή του Στρατηγικού και Επιχειρησιακού Σχεδίου για το Πράσινο στη Θεσσαλονίκη, ξεκινώντας με τη φροντίδα του λιγοστού που έχουμε και σχεδιάζοντας τους τρόπους για τη δραματική αύξησή του στην κατεύθυνση μιας βιώσιμης πόλης.
Η Πόλη Ανάποδα