Ολοκληρώθηκε με την απολογία του 12ου και τελευταίου κατηγορούμενου ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Θεσσαλονίκης, η αποδεικτική διαδικασία στη δίκη για το πολύκροτο οπαδικό επεισόδιο που οδήγησε στη δολοφονία του Άλκη Καμπανού και τον τραυματισμό δύο φίλων του τα ξημερώματα της 1ης Φεβρουαρίου 2022, στην περιοχή της Χαριλάου.
Η δίκη διεκόπη και θα συνεχιστεί στις 2 Ιουνίου με την εισαγγελική πρόταση.
Τι υποστήριξε ο 12ος κατηγορούμενος
Η «αυλαία» των απολογιών έπεσε με τον 23χρονο οδηγό του τρίτου αυτοκινήτου που είχε συλληφθεί χρονικά τελευταίος, 14 μέρες μετά το φονικό περιστατικό, όταν παραδόθηκε αυτοβούλως στην Αστυνομία. Ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε πως δεν κατέβηκε καθόλου από το αυτοκίνητό του, παραμένοντας καθ’ όλη τη διάρκεια του επίδικου περιστατικού στη θέση του οδηγού.
Ξεκινώντας την απολογία του ο 12ος κατηγορούμενος ζήτησε συγγνώμη από την οικογένεια του Άλκη Καμπανού. Όπως είπε, «μέσα από τη φυλακή προσπάθησα να μπω στη θέση της αδερφής του Άλκη» και συνέχισε λέγοντας πως «κανείς δεν μπορεί να φέρει το παιδί τους πίσω».
«Δεν ήθελα να φανώ δειλός»
Όπως ισχυρίστηκε στην απολογία του ο ίδιος είχε ενδοιασμούς για το «εάν θα έπρεπε να πάω να τσακωθώ με κάποιους που δεν μου έκαναν τίποτα». Ωστόσο, δέχθηκε να μεταφέρει τρεις εκ των συγκατηγορουμένων του, όταν τον ρώτησε σχετικά ο φίλος του, 9ος κατηγορούμενος, με τον οποίο συνδέεται φιλικά από την εποχή των σπουδών του στην Αθήνα.
«Με ρώτησε εάν βάζω το αυτοκίνητο. Δυστυχώς δέχθηκα. Δεν ήθελα να φανώ δειλός. Δέχθηκα και φταίω. Πήγα κάτω στο αυτοκίνητο και τους περίμενα» είπε ο 23χρονος, πολιτικός μηχανικός. Σύμφωνα με όσα ανέφερε, εκείνη την ώρα δεν είδε κάποιον να κρατάει όπλα, αφού νόμιζε ότι θα πήγαιναν να «μαλώσουν» με τα «χέρια». «Τα αντικείμενα τα είδα όταν αποβιβάστηκαν από το αυτοκίνητο» σημείωσε και πρόσθεσε ότι στη θέα των όπλων αγχώθηκε και τρόμαξε.
Ο ίδιος απολογήθηκε ότι είχε άγνοια για το τι συνέβαινε στον τόπο του εγκλήματος επειδή κινήθηκε με το όχημα λίγο πιο κάτω. «Δεν ήξερα τι γίνεται, δεν μπορούσα να αφήσω πίσω τον φίλο μου. Σκεφτόμουν εάν πρέπει να φύγω ή όχι» συνέχισε, ενώ σε άλλο σημείο και απαντώντας σε σχετική ερώτηση του δικαστηρίου για τη συμμετοχή των υπολοίπων στο επεισόδιο είπε «μακάρι να έβλεπα, για να ήξερα και να σας πω».
«Τούς φώναζα και τους έβριζα»
Σύμφωνα με όσα ανέφερε, όταν επέστρεψαν οι τρεις στο αυτοκίνητο (σ.σ. 9ος, 10ος και 11ος) ήταν αναστατωμένοι και τους ρώτησε τι συνέβη. «Μου είπαν ότι είχαν μαχαίρι και ότι χτύπησαν. Δεν ήξερα τι να πάω και τι να κάνω. Τους φώναζα, τους έβριζα. Μου έλεγαν πού να πάω. Ήθελα να τους αφήσω. Τους άφησα και πήγα σπίτι μου» είπε.
Εκεί μετά από λίγο τον επισκέφθηκε ο 9ος, του είπε τι είχε γίνει και του ζήτησε συγγνώμη, με τον 12ο να του ζητάει να εξαφανιστεί. «Ήταν το χειρότερο συναίσθημα που είχα νιώσει. Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν να μην καταλάβει η οικογένεια μου ότι ήμουν εκεί. Δεν έτρωγα, δεν κοιμόμουν», είπε και πρόσθεσε:
«Μετά από 5-6 μέρες βρήκα το θάρρος και είπε στους γονείς. Μίλησαν με δικηγόρο ήθελα να παραδοθώ και μου είπε κι αυτός είμαι καλό να παραδοθείς και παραδόθηκα».
Ερωτηθείς από την εισαγγελέα γιατί έσβησε κάποιες κλήσεις που είχε στο κινητό του είπε πως το έκανε λόγω του φόβου που τον κυρίευσε, ενώ για το γεγονός ότι το όχημά του ήταν πλυμένο όταν εξετάστηκε από την αστυνομία, απάντησε ότι πρόκειται για εταιρικό αυτοκίνητο (του πατέρα του) και «κάθε δέκα μέρες το πηγαίνουν για πλύσιμο». Όσον αφορά το μαχαίρι που βρέθηκε στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου του, σημείωσε ότι το χρησιμοποιεί όταν πηγαίνει για ψάρεμα.