Στην αποστολική ευθύνη με την οποία η Εκκλησία επιφορτίζει τους γιατρούς στάθηκε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος στο πλαίσιο της ημερίδαςα για τα εκατό χρόνια του Ιατρικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης στην αίθουσα Τελετών του ΑΠΘ.
Συγκεκριμένα ο κ. Βαρθολομαίος ανέφερε: “Ασκείτε, αγαπητοί ιατροί, μία επιστήμη αιχμής. Διακονείτε τον άνθρωπο, σώζετε ζωές, χαρίζετε ευρωστία. Εις την αγίαν αποστολή σας διαφυλάσσεται η αξιολογική παρακαταθήκη της Ορθοδοξίας, η οποία αποδίδει στο ανθρώπινο πρόσωπο απόλυτον τιμή και ιερότητα. Το θεάρεστο έργο σας, όχι μόνον δεν είναι πεδίο συγκρούσεως πίστης και επιστήμης, αλλά χώρος συνεργασίας και αλληλοπερικολλήσεως αυτών των δύο εξόχων πνευματικών μεγεθών επ’ αγαθώ του ανθρώπου και της κοινωνίας”, επισημαίνοντας την σπουδαιότητα της αποστολής των γιατρών, κάνοντας διάκριση ανάμεσα στις ιδιότητες του επαγγελματία και του λειτουργού, καθώς η δεύτερη χαρακτηρίζει την ιατρική δραστηριότητα.
Ακόμα ανέφερε πως: “Οι θρησκείες και οι κοινωνίες ετίμησαν το ιατρικό επάγγελμα, αναγορεύοντας το εις λειτούργημα. Όμως αγαπητοί, μη λησμονείτε, ότι η προαγωγή του επαγγέλματος εις λειτούργημα και του επαγγελματίου εις λειτουργόν, είναι προσωπικόν, πνευματικής φύσεως άθλημα. Συνειδητή, εσωτερική επιλογή είναι και η εφαρμογή της, εις την καθ’ ημέραν πράξη. Αυτοπροαίρετως, άσκηση αρετής”, ενώ στάθηκεκαι στην σημασία που αποδίδει η Εκκλησία στην ιατρική πράξη και στα πρότυπα που προτάσσει, μέσω της ιαματικής δράσης των Αγίων της, των μαρτυριών και των παραδόσεων της, αλλά και στις αρχές που πρέπει να διέπουν το ιατρικό λειτούργημα: “Ο Κύριος ημών, Ιησούς Χριστός, ως ιατρός ψυχών και σωμάτων, εθεράπευε ασθενείς και ανακούφιζε πάσχοντες. Με το “ασθενούντας θεραπεύετε” , αυτήν την φιλάνθρωπον δραστηριότητα παρήγγειλε και εις τους Αποστόλους, όταν τους απέστειλε προς τα έθνη. Τη θεϊκή, αυτήν, επιταγή επικαιροποιεί η Εκκλησία και δια αυτού του τρόπου, επιφορτίζει τους ιατρούς με αποστολική ευθύνη”.
Παράλληλα ο κ. Βαρθολομαίος πρόσθεσε ότι η Εκκλησία, επιπλέον, χρήζει τους ιατρούς, ταυτόχρονα, και συμπαραστάτες «του Σταυρού, τον οποίο αίρει ο κάθε πάσχων άνθρωπος, επαυξάνουσα την τιμή, την οποία επιφυλάσσει σε αυτούς η κοινωνία και η λαϊκή συνείδηση» και συνέχισε: “Η παράδοση της Εκκλησίας μας προβάλλει το πρότυπον των αναργύρων ιατρών, αλλά δεν το επιβάλλει αυτό το πρότυπο. Το υποδεικνύει ως στόχο και τρόπον εξαγιασμού, ως μέσο ευκταίον της κοινωνικής συνοχής και ειρήνης. Απαιτεί όμως και αναλόγως παιδαγωγείν. Την προσέγγιση των αναγκών του κάθε εμπεριστάτου πάσχοντος και ασθενούς με διάθεση προσφοράς, όχι κατ’ αναλογίαν της ανταποδόσεως και προσδοκώμενης αμοιβής, αλλά της εκτάσεως της ανάγκης του απεκδεχομένου την ιατρική διακονία, χωρίς να διαχωρίζονται οι χρείαν έχοντες ιατρού, επί τη βάση γένους, θρησκείας, ηλικίας, ή ασφαλιστικής ικανότητος και οικονομικής δυνατότητας”.
Στην εκδήλωση παρέστησαν, μεταξύ άλλων, ο υφυπουργός Μακεδονίας-Θράκης, κ. Κώστας Γκιουλέκας, εκπρόσωποι της αυτοδιοίκησης και των κομμάτων, ο μητροπολίτης Νέας Κρήνης και Καλαμαριάς Ιουστίνος ως εκπρόσωπος της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Φιλόθεος, οι μητροπολίτες Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Βαρνάβας, Κασσανδρείας Νικόδημος, Αμορίου Νικηφόρος και Σμύρνης Βαρθολομαίος. Από την πλευρά του ο πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, κ. Νικόλαος Νίτσας ευχαρίστησε τον Οικουμενικό Πατριάρχη και τη συνοδεία του για την τιμή της προσέλευσης του στην ημερίδα με αφορμή τα εκατό χρόνια του συλλόγου και παρέθεσε ενδιαφέροντα ιστορικά στοιχεία για τη διαδρομή και των προσφορά των γιατρών της πόλης:
“Πρωταρχικός στόχος του ιατρικού συλλόγου ήταν η διαμόρφωση του πλαισίου άσκησης του ιατρικού λειτουργήματος και του κώδικα ιατρικής δεοντολογίας, σε μία εποχή που κανένα απ αυτά δεν ήταν αυτονόητα. Η ιστορία του Ιατρικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης ξεκινάει δύο χρόνια μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, δηλαδή το 1914, ως Ιατρικός Σύνδεσμος Θεσσαλονίκης. Όταν δέκα χρόνια μετά, με κυβερνητικό διάταγμα, ιδρύεται ο Ιατρικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης, η πόλη μας ήταν ανάστατη από την άφιξη προσφύγων από τον Πόντο, την Ιωνία και τις γύρω περιοχές. Εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη μεγάλος αριθμός Ελλήνων γιατρών, αλλά και άλλων, οι οποίοι εμπειρικά ασκούσαν το ιατρικό επάγγελμα. Σύγχυση επικρατούσε στην πόλη για το ποιος είναι πραγματικά επιστήμονας γιατρός και το ποιος δεν είναι γιατρός, άρα επικίνδυνος για τη δημόσια υγεία. Το πρόβλημα αυτό έρχεται να λύσει η δημιουργία του Ιατρικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, η υποχρεωτική εγγραφή όλων των γιατρών στον ιατρικό σύλλογο. Ήταν θέμα αρκετά δύσκολο αρχικά και ολοκληρώθηκε τρία χρόνια μετά, δηλαδή το 1927. Οι γιατροί ήταν συνολικά 378, εκ των οποίων 331 Έλληνες, 33 Ισραηλίτες, 14 Αρμένιοι και ένας Ιταλός. Καθώς η Ιατρική Σχολή Θεσσαλονίκης ιδρύθηκε το 1942, οι πρώτοι γιατροί της Θεσσαλονίκης ήταν απόφοιτοι των ιατρικών σχολών Αθηνών και Κωνσταντινουπόλεως, αλλά και απόφοιτοι πανεπιστημίων της Γαλλίας, της Ρωσίας, της Γερμανίας, της Αυστρίας, της Ιταλίας και της Ρουμανίας».
Ακόμα ο κ. Νίτσας ανέφερε ότι ο Ιατρικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης επέδειξε από νωρίς τον κοινωνικό προορισμό του και είχε ενεργό ρόλο σε ζητήματα κοινής ωφέλειας, υγιεινής και δημόσιας υγείας, με εθελοντικές δράσεις, συνεισφορές και παρεμβάσεις, σε πολλές δύσκολες ιστορικές περιόδους, με πιο πρόσφατη την περίοδο της πανδημίας του κορονοιού και πρόσθεσε: “Σήμερα, 100 χρόνια μετά την ίδρυσή του, στον Ιατρικό Σύλλογο Θεσσαλονίκης είναι εγγεγραμμένα μέλη πάνω από 9.500 γιατροί και αποτελεί, δια νόμου, τον επίσημο σύμβουλο της πολιτείας σε θέματα δημόσιας υγείας”.
Αντίστοιχα ο αναπληρωτής καθηγητής της Ιατρικής Σχολής του ΑΠΘ, κ. Νικόλαος Λαζαρίδης αναφέρθηκε στην φιλάνθρωπη δράση των Αγίων Αναργύρων και στη φιλοσοφική επίδραση της στην άσκηση της ιατρικής μέχρι σήμερα: “Ο γιατρός καλείται να μη λυγίσει, να μην εκπέσει, να μην υποχωρήσει, μπροστά στην προϊούσα εκφυλιστική πορεία της ασθένειας του πάσχοντος, στην ανθρώπινη υπαρκτή οδύνη που νιώθουμε όλοι οι ιατροί μπροστά στον πόνο των ασθενών μας, τα ορατά και αόρατα δάκρυά τους, τη συντριβή της καρδιάς τους, όταν συναισθανόμαστε την ιταμότητα μας μπροστά στην απώλεια. Η βεβαιότητα της αιωνιότητος όμως είναι λυτρωτική. Πόσες φορές προβληματιστήκαμε αγαπητοί/ες συνάδελφοι, γιατί η ίδια θεραπεία είναι αποτελεσματική σε έναν ασθενή μας και ανεπαρκής σε κάποιον άλλον; Γιατί η έκβαση ενός χειρουργείου είναι για άλλον καλή και για άλλον όχι; Ο γιατρός δεν απελπίζεται όταν μονολογεί : “Έκανα ό,τι είναι ανθρωπίνως δυνατόν, τώρα τον λόγο τον έχει ο Θεός”. Είναι απόδειξη αισιοδοξίας, εμπιστοσύνης, πίστης, βεβαιότητας στον Παντοκράτορα και Κύριο τη ζωής”.
Τέλος ο τέως κοσμήτορας της Σχολής Επιστημών Υγείας, του ΑΠΘ, καθηγητής, κ. Θεόδωρος Δαρδαβέσης αναφέρθηκε στα αγιάσματα της πόλης, μεταξύ αυτών, του Τιμίου Προδρόμου, του Αγίου Δημητρίου, του οσίου Δαυίδ ή Αγίας Ζώνης, της Αγίας Θεοδώρας, της Παναγίας Λαοδηγήτριας, της Αγίας Φωτεινής, Αγίας Σολομονής, των Αγίων Αναργύρων και του Αγίου Παύλου. Την εκδήλωση πλαισίωσε μουσικό πρόγραμμα από τη χορωδία του Ιατρικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης και από τη γυναικεία χορωδία της Ιεράς Μητρόπολης Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως «Αγία Κασσιανή, η Υμνογράφος».