Κοντά στα τείχη της Ακρόπολης, σε ένα σημείο της Άνω Πόλης που προσφέρει υπέροχη θέα στον προσκυνητή και στον επισκέπτη, βρίσκεται η πατριαρχική και σταυροπηγιακή μονή Βλατάδων, το μοναδικό εν λειτουργία βυζαντινό μοναστήρι εντός Θεσσαλονίκης, με ακμάζουσα μοναστική κοινότητα.
Η μονή, αφιερωμένη στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος (αρχικά είχε αφιερωθεί στον Χριστό Παντοκράτορα), ιδρύθηκε από τους αδελφούς Βλατάδες, τον Δωρόθεο και τον Μάρκο Βλατ(τ)ή.
Ο Δωρόθεος Βλατ(τ)ής υπήρξε μαθητής και φίλος του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, ηγέτη του Ησυχαστικού κινήματος του 14ου αιώνα, και διετέλεσε αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης κατά τα έτη 1371-1379.
Από τη βυζαντινή μονή σώζεται μόνο το καθολικό, ενώ τα υπόλοιπα κτίρια είναι σύγχρονα και ανήκουν στο Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών.
Το υφιστάμενο κτίσμα του καθολικού ανάγεται στο 14ο αιώνα, ενώ είναι βέβαιη η ύπαρξη και παλαιότερης φάσης, η οποία αποτέλεσε τη βάση πάνω στην οποία οικοδομήθηκε ο παλαιολόγειος ναός (υπολείμματα αρχιτεκτονικών μελών φανερώνουν ότι ο χώρος της μονής ήταν τόπος λατρείας προ της ιδρύσεώς της από τους αδελφούς Βλατάδες).
Επί Τουρκοκρατίας η μονή Βλατάδων άκμασε, απέλαυε δε προνομίων που επικυρώθηκαν με φιρμάνι του σουλτάνου Μωάμεθ Β’ το 1446.
Υπήρξε, μάλιστα, το μοναδικό ανδρώο μοναστήρι στη Θεσσαλονίκη που δεν έγινε τζαμί.
Την περίοδο εκείνη η μονή Βλατάδων ήταν γνωστή ως Τσαούς Μαναστίρ, ονομασία που πιθανώς σχετίζεται με τον επικεφαλής τσαούση της τουρκικής φρουράς (η μονή προστατευόταν από φρουρά, επειδή οι μοναχοί είχαν βοηθήσει το σουλτάνο Μουράτ Β’ να καταλάβει την πόλη).
Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, η τουρκική ονομασία της μονής οφείλεται στον Τσαούς μπέη, αξιωματούχο του σουλτάνου Μουράτ Β’, ο οποίος, ως διοικητής της Θεσσαλονίκης, επισκεύασε το 1431 τον κοντινό πύργο της εισόδου του Επταπυργίου.
Από αρχιτεκτονικής απόψεως, το καθολικό της μονής Βλατάδων ανήκει σε μια σπάνια παραλλαγή του σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού (σύνθετος εγγεγραμμένος ναός με περίστωο, χαρακτηριστικός της λεγόμενης Σχολής της Θεσσαλονίκης), καθώς ο τρούλος δε στηρίζεται σε κίονες, αλλά σε δύο πεσσούς δυτικά και στους τοίχους του ιερού ανατολικά.
Κατά το 19ο και τον 20ό αιώνα πραγματοποιήθηκαν στο ναό μετασκευές και προσθήκες, που αλλοίωσαν την αρχική μορφή του.
Οι τοιχογραφίες του καθολικού της μονής Βλατάδων, θαυμάσια δείγματα παλαιολόγειας ζωγραφικής, χρονολογούνται μεταξύ των ετών 1360-1380.
Στην εν λόγω χρονολόγηση οδηγεί και η απεικόνιση του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, ο οποίος εκοιμήθη το 1359.
Πρόκειται για την παλαιότερη απεικόνιση του αγίου, η οποία έλαβε χώρα αμέσως μετά το θάνατό του.
Στον τρούλο εικονίζεται ο Παντοκράτορας, ενώ σε άλλα σημεία του ναού σώζονται τοιχογραφίες με σκηνές του Δωδεκαόρτου, μορφές ασκητών, μοναχών και στρατιωτικών αγίων, η Βάπτιση και αποσπασματικά τα θαύματα του Ιησού.
Το ξυλόγλυπτο τέμπλο χρονολογείται πιθανώς στο 17ο αιώνα.
Μοναδικά κειμήλια φυλάσσονται στο σκευοφυλάκιο της μονής Βλατάδων (μεταξύ αυτών, γλυπτά, ιερά σκεύη, χειρόγραφα και φορητές εικόνες που χρονολογούνται από το 12ο έως το 19ο αιώνα).
Η μονή Βλατάδων, που συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο των Μνημείων Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO, φιλοξενεί από το 1968 το Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, το οποίο αποτελεί θεολογικό – επιστημονικό Ίδρυμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Πηγή: Πειρατολόγιο