Στις 31 Ιανουαρίου 1999 ένας 19χρονος Αλβανός έπεσε νεκρός από μία θανατηφόρα μαχαιριά στο θώρακα σε αγροτική περιοχή της Σίνδου. Δράστης του εγκλήματος ήταν ένας 24χρονος -τότε- επίσης Αλβανός, ο οποίος για να αποφύγει τη σύλληψη, διέφυγε στην πατρίδα του όπου βρήκε καταφύγιο και συνέχισε να ζει κανονικά με την οικογένειά του.
Πέρασαν περισσότερα από δέκα χρόνια μέχρι συγγενικό πρόσωπο του θύματος να υποβάλει μήνυση και να εκδοθεί διεθνές ένταλμα σύλληψης, με αποτέλεσμα ο δράστης να συλληφθεί από τις αλβανικές αρχές και να καταδικαστεί στη χώρα του το 2013, σε ποινή κάθειρξης 15 ετών. Ο άνδρας δεν παρέστη στη δίκη και εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Με την ετυμηγορία του δικαστηρίου, έμεινε στις αλβανικές φυλακές για οκτώ χρόνια και έχοντας κάνει αρκετά μεροκάματα αποφυλακίστηκε το 2021.
Τον Απρίλιο του 2023, συνελήφθη βάσει του ίδιου εντάλματος στα σύνορα Αλβανίας-Μαυροβουνίου και αποφασίστηκε από τις αρχές της γειτονικής χώρας η εκ νέου έκδοσή του στην Ελλάδα. Μετά την απολογία του στον ανακριτή, κρίθηκε προσωρινά κρατούμενος, βλέποντας ξανά την πόρτα των φυλακών, αυτήν τη φορά στη χώρα όπου διαπράχθηκε το έγκλημα του 1999.
Τρεις μήνες και δώδεκα ημέρες πριν την εκπνοή της εικοσιπενταετίας, κατά την οποία όπως είναι γνωστό παραγράφεται ένα έγκλημα, ο 48χρονος άνδρας κάθισε στο εδώλιο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Θεσσαλονίκης, ευρισκόμενος για πρώτη φορά απέναντι σε δικαστές.
Χωρίς την αναγνώριση ελαφρυντικού κρίθηκε ομόφωνα ένοχος για ανθρωποκτονία με πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και του επιβλήθηκε ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης 15 ετών. Με την απόφαση αυτή, και έχοντας εκτίσει το μεγαλύτερο μέρος της ποινής, ο 48χρονος Αλβανός αναμένεται να βρεθεί προσεχώς εκτός φυλακής.