Συνάντηση με τον δήμαρχο Θέρμης Θεόδωρο Παπαδόπουλο είχε ο αναπληρωτής καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας και κοσμήτορας της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών, Μανόλης Μανωλεδάκης, υπό την εποπτεία του οποίου πραγματοποιείται η αρχαιολογική ανασκαφή στην περιοχή του Νέου Ρυσίου και της Καρδίας από το Διεθνές Πανεπιστήμιο της Ελλάδας. Στη συνάντηση συμμετείχαν επίσης η ακαδημαϊκή συνεργάτις της ανασκαφής, Ελένη Μεντεσίδου, ο πρόεδρος της Κοινότητας Νέου Ρυσίου Γιώργος Δημητριάδης και η τοπική Σύμβουλος Μαρία Χρόντσιου. Σκοπός της συνάντησης ήταν η ενημέρωση του δημάρχου Θέρμης για την πορεία της ανασκαφής και τα έως τώρα σπουδαία ευρήματα τα οποία ανέδειξε η αρχαιολογική σκαπάνη.
Όπως εξήγησε ο κ. Μανωλεδάκης η συστηματική εκπαιδευτική ανασκαφή η οποία ξεκίνησε το 2016 και κατά τα πέντε πρώτα χρόνια της χρηματοδοτήθηκε από το Κοινωφελές Ίδρυμα «Αλέξανδρος Ωνάσης» είχε δύο στόχους, έναν εκπαιδευτικό και έναν ερευνητικό. Ο εκπαιδευτικός αφορά την εκπαίδευση των φοιτητών των μεταπτυχιακών προγραμμάτων σπουδών «ΜA in the Classical Archaeology and the Ancient History of Macedonia» που λειτουργεί από το 2016, στο πλαίσιο του οποίου ξεκίνησε η ανασκαφή και του «MA in Black Sea and Eastern Mediterranean Studies», που λειτουργεί από το 2010.
Σε ερευνητικό επίπεδο, η ανασκαφή σκοπεύει να συμβάλει στην αύξηση των γνώσεων για την ανθρώπινη δραστηριότητα στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης, πολύ πριν την ίδρυση της πόλης από τον Κάσσανδρο το 316/5 π.Χ., σε μια εποχή δηλαδή η οποία παραμένει ιδιαίτερα σκοτεινή για την περιοχή, λόγω της έλλειψης τόσο γραπτών όσο και αρχαιολογικών μαρτυριών.
Η αρχαιολογική ανασκαφή έφερε στο φως μια άγνωστη πόλη, με εξαιρετική ρυμοτομία, πλήρη εμπορική δραστηριότητα και καλή οχύρωση, που κατοικούνταν από θρακικά φύλα και «έσβησε» στο τέλος του 6ου π.Χ. Η περιοχή στην οποία βρέθηκε ονομάζεται Τράπεζα Νέου Ρυσίου – Καρδίας», καλύπτει έκταση 14 στρεμμάτων, έχει οβάλ σχήμα και βρίσκεται σε μια αξιοσημείωτη θέση, με εντυπωσιακή θέα προς όλα τα απαραίτητα στρατηγικά σημεία, δηλαδή προς τον Θερμαϊκό κόλπο, την κοιλάδα του Ανθεμούντα και το φρούριο της κορυφής του Χορτιάτη (του αρχαίου Κισσού), η αμυντική σημασία του οποίου για την ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης είναι γνωστή από την αρχαϊκή εποχή μέχρι τον Μεσαίωνα. Η ανασκαφή αποκάλυψε εκτός από πλήθος κινητών ευρημάτων, κατώτερα τμήματα τοιχοδομιών, που σε ορισμένες περιπτώσεις δίνουν μια αρκετά καλή εικόνα δωματίων ή κτισμάτων, συχνά μάλιστα με δρόμους ανάμεσά τους.
Η «Τράπεζα Νέου Ρυσίου Καρδίας» αποτελείται από δύο επίπεδα, τα οποία «πατούν» πάνω σε ένα ευρύτερο επίπεδο και το υψόμετρο στο ψηλότερο σημείο της θέσης φτάνει στα 136,7 μέτρα. Η αρχική υπόθεση ήταν πως το ενδιάμεσο επίπεδο ήταν μία συνδετική δίοδος, σήμερα ωστόσο και με τα νέα ανασκαφικά δεδομένα η άποψη αυτή απορρίπτεται, αλλά το ζήτημα της σχέσης της Άνω Τράπεζας με την Κάτω, είναι δύσκολο, ακόμη και από γεωλογική άποψη να ερμηνευτεί. Πλήθος κεραμικής, που ακολουθούν την χρονολόγηση της τράπεζας, δηλαδή από τον 9ο ως τον 6ο αιώνα π.Χ. έχουν έρθει στο φως, ενώ υπάρχουν και παλαιότερα ευρήματα, καθώς και λιγοστά θραύσματα αγγείων κλασικής και ελληνιστικής περιόδου (από τον 5ο αιώνα π.Χ. και μετά).
Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί η ανεύρεση ενός μικρού περίαπτου σε σχήμα διπλού σφυριού και ενός σφυκωτήρα, κοσμήματος δηλαδή για να πιάνουν τα μαλλιά. Και τα δύο είναι χάλκινα, μάλιστα το περίαπτο είναι ιδιαίτερα σπάνιο και παρόμοιά του είναι γνωστά κυρίως στη Θεσσαλία. Επίσης ήρθαν στο φως σημαντικές ποσότητες κεραμικής, τροχήλατης και χειροποίητης, τόσο διακοσμημένης (κυρίως με γεωμετρικά μοτίβα) όσο και αδιακόσμητης, από τις οποίες ξεχωρίζουν οι μεγάλοι πιθαμφορείς, εμπορικοί αμφορείς και οινοχόες. Στη μεγάλη τους πλειονότητα τα αγγεία είναι εγχώριας παραγωγής και λίγα είναι τα εισηγμένα. Λιγότερα είναι τα λίθινα αντικείμενα, ενώ δεν έλειψαν αρκετά οστά και όστρεα.
Η «Τράπεζα Νέου Ρυσίου-Καρδίας» ήταν γνωστή εδώ και περίπου έναν αιώνα, αλλά ποτέ δεν είχε ερευνηθεί συστηματικά και για πρώτη φορά ανασκάπτεται. Περιορισμένης έκτασης επιφανειακές έρευνες έγιναν κατά καιρούς, οι οποίες απέδωσαν ελάχιστα θραύσματα αγγείων της Ύστερης Εποχής του Χαλκού και των ιστορικών χρόνων, μέχρι την κλασική περίοδο. Με την τωρινή ανασκαφή αποκαλύπτεται ο ρυμοτομικός σχεδιασμός, η οριοθέτηση των οικιών, των δρόμων, των εργαστηρίων και επιβεβαιώνεται η καλή οργάνωση που είχε η -άγνωστη ως προς το όνομα- πόλη. Από την κεραμική ενδιαφέρον έχουν οι πιθαμφορείς, τμήματα από αμφορείς της Ανατολικής Ελλάδας και της Αττικής, τμήματα κορινθιακών αγγείων, λίθινα και μεταλλικά εργαλεία, μεταξύ των οποίων σιδερένιες σφήνες, που ίσως σχετίζονται με εργασίες εξόρυξης λίθου, άγνωστης περιόδου. Μέχρι στιγμής έχει ανασκαφεί περίπου το 10% της Τράπεζας, ποσοστό εξαιρετικά μικρό.
Σύμφωνα με τα μέχρι στιγμής ευρήματα φαίνεται ότι ο οικισμός έπαψε να χρησιμοποιείται μέχρι το τέλος του 6ου αιώνα π.Χ. Εκείνη την εποχή (9ος-6ος αι. π.Χ.) η περιοχή κατοικούνταν από θρακικά φύλα, ενώ η έλευση των Μακεδόνων τοποθετείται στο τέλος του 6ου αιώνα π.Χ., δηλαδή πάνω κάτω την εποχή που φαίνεται να εγκαταλείφθηκε ο οικισμός. Προς το παρόν δεν μπορεί να απαντηθεί το ερώτημα εάν αυτό είναι απλά μια χρονική σύμπτωση ή όχι. Ένα άλλο ερώτημα είναι γιατί μια θέση με τέτοια εξαιρετική εποπτεία και στρατηγική σημασία εγκαταλείφθηκε τόσο νωρίς και αν ο πληθυσμός της μεταφέρθηκε κάπου αλλού στη γύρω περιοχή.