Σε αντιπολεμική μικροφωνική συγκέντρωση καλεί σήμερα στις 17.30 στην Πλατεία Περιστεριών, στη Θεσσαλονίκη, ο Ελεύθερος Κοινωνικός Χώρος Σχολείο.
Το κάλεσμα αναφέρει τα εξής:
“Τα ξημερώματα της 24ης Φεβρουαρίου ξεκινούν να ηχούν οι πρώτες εκκωφαντικές σειρήνες διακρατικού πολέμου στην Ουκρανία. Τα υπεράριθμα ρωσικά στρατεύματα, μετά από εντολή του προέδρου του ρωσικού κράτους Βλάντιμιρ Πούτιν, πραγματοποιούν τριπλή εισβολή από Βορρά, Ανατολή και Νότο στο Ουκρανικό έδαφος, βομβαρδίζοντας ανειλεώς συγκοινωνιακές και τηλεπικοινωνιακές δομές, συνεχίζοντας το έργο του Ρωσικού κράτους που είχε ξεκινήσει από το 2014 με την προσάρτηση της Κριμαίας. Ενώ ο Ουκρανικός άμαχος πληθυσμός χάνει κάθε ελπίδα για το μέλλον του, αδυνατώντας ακόμα και να ονειρευτεί την επιβίωσή του στο παρόν, ο υπόλοιπος κόσμος, σε μία αμήχανη προσπάθεια να διαχειριστεί την ποδοσφαιρικού τύπου αναμετάδοση των γεγονότων από το πολεμικό μέτωπο που παρέχουν όλα τα καθεστωτικά δυτικά ειδησεογραφικά πρακτορεία, προσπαθεί να διαλέξει τον νικητή που του ταιριάζει αδυνατώντας να κοιτάξει στον καθρέφτη του για να δει τον πραγματικό ηττημένο. Καθώς εντέλει, κανένας εθνοκρατικός, επεκτατικός πόλεμος δεν προσφέρει κάτι στην κοινωνική βάση, παρά μόνο νεκρούς, κατεστραμμένο βιος, προσφυγιά και χρέη.
Έχοντας ως βασικό πρόσχημα την “αποναζιστικοποίηση της περιοχής”, το εισβάλλον ρωσικό κράτος προσπαθεί να συγκινήσει κάθε αντιφασίστα έτσι ώστε να μπορέσει να δικαιολογήσει τη δολοφονική εισβολή, τους βομβαρδισμούς σε λιμάνια, αεροδρόμια και εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Η αναγνώριση της ανεξαρτησίας των Λαϊκών Δημοκρατιών του Λουχάνσκ και του Ντόνεσκ, όντας μία καλά δοκιμασμένη τεχνική από το Ρωσικό κράτος ήδη από την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014, ήταν η πρώτη κίνηση του Ρωσικού κράτους για να θέσει σε θέσεις εισβολής τον Ρωσικό στρατό. Οι εν λόγω περιοχές αποτέλεσαν, από τις πρώτες στιγμές της εισβολής, προτεκτοράτο του Ρωσικού Κράτους και φυσικά μία πανίσχυρη στρατιωτική δίοδο για τα ρωσικά στρατεύματα, που θα μπορούσαν πλέον να ξεκινήσουν την αποτρόπαια επίθεση στην Ουκρανία και από τα Ανατολικά. Έτσι κι έγινε. Από τον βορρά, στις πόλεις Λουτσκ, Τσερνίχιβ, Σούμι και Χάρκοβο, από την ανατολή στις πόλεις Ιζιούμ και Βολνοβάκα και από τον νότο στις πόλεις Χερσώνα, Μελιτόπολη, Μπερντιάνσκ και Μαριούπολη, τα ρωσικά στρατεύματα πραγματώνουν την καλά σχεδιασμένη επιχείρηση της “πολιορκίας και λιμοκτονίας” της Ουκρανικής χώρας, αφήνοντας μονάχα τα δυτικά σύνορα ως δρόμο διαφυγής για άμαχο πληθυσμό, δημιουργώντας μία ασφυκτική προσφυγική ροή. Όσο, λοιπόν, οι ρωσικές μπότες επελαύνουν εντός του Ουκρανικού εδάφους, ο εντολέας αυτού του πολέμου, Βλάντιμιρ Πούτιν, προσπαθεί να “νομιμοποιήσει” την διαταγή του στα αυτιά του κάθε αντιναζιστή και αντιφασίστα, αναφερόμενος στην προσάρτηση του Λουχάνσκ και Ντόνεσκ ως “αντιφασιστική εξέγερση”, μιας και ρωσόφωνες μερίδες αυτονομιστών ανέπτυξαν έντονη στρατιωτική δράση, βοηθώντας την ρωσική εισβολή, ενώ ο ίδιος χρησιμοποιεί την ρώσικη εταιρεία μισθοφόρων Wagner Group, απαρτιζόμενη από νεοναζί, για να φέρει εις πέρας τις ειδεχθείς πολεμικές του επιδιώξεις. Εντούτις, το ρωσικό κράτος συνεχίζει την αυταρχική, στα όρια της φασιστικής, πολιτική του και στο εσωτερικό του, λογοκρίνοντας ό,τι προβάλλει αντίσταση ή αντίρρηση,
καταστέλλοντας και συλλαμβάνοντας χιλιάδες αγωνιστές που ορθώνουν αντιπολεμικό ανάστημα, απάγοντας δημοσιογράφους και φυλακίζοντας πολιτικούς αντιπάλους που διαφωνούν με την κυβερνητική γραμμή. Παράλληλα, με την ανοχή του ρωσικού κράτους, οι ρώσοι φασίστες στο δρόμο, έχουν πετύχει τραγικές επιδόσεις μαύρης τρομοκρατίας, με τελετουργικούς αποκεφαλισμούς μεταναστών, δολοφονίες συνδικαλιστών, κοινωνικών ακτιβιστών, αναρχικών και ακροαριστερών αντιφασιστών, ενώ σκληρά ναζιστικά μικρο-κόμματα, που «φιλοξένησαν» το 2015 στην Πετρούπολη τη διεθνή σύνοδο των ευρωπαίων Ναζί, έχουν σήμερα βρει καταφύγιο μέσα στο κόμμα του Πούτιν. Όσο, λοιπόν, τα ρωσικά στρατεύματα επιδίδονται σε ένα από τα πιο καλά οργανωμένα εγκλήματα πολέμου στην παγκόσμια ιστορία, ο πανίσχυρος Ρώσος πρόεδρος, που συγκεντρώνει όλη την εξουσία επί του ρωσικού κράτους στα βαμμένα με αίμα χέρια του, προσπαθεί, επί ματαίω, να “βαφτίσει” τον πόλεμο ως “αντιφασιστικό” και “αντιναζιστικό”, ενόσω αναδεικνύεται περίτρανα ο ίδιος ως ένας ακόμη αυταρχικός πρόεδρος.
Στον αντίποδα, το Ουκρανικό κράτος έχει αναμειχθεί ουκ ολίγες φορές σε γεωπολιτικές επιδιώξεις, τα συμφέροντα των οποίων πότε βαραίνουν την δύση και πότε την Ρωσία, πάντα με την υλική και οργανική υποστήριξη ακροδεξιών μερίδων πληθυσμού και από τις δύο πλευρές. Ήδη από το 2009, το Ουκρανικό κράτος χρησιμοποίησε τις κλειστές στρόφιγγες φυσικού αερίου προς την Ευρώπη ως μοχλό πίεσης προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, προκειμένου η τελευταία να μεσολαβήσει για να επιτευχθούν ευμενέστερες τιμές αγοράς ρώσικου φυσικού αερίου από την Ουκρανία. Πιο πρόσφατα, από το 2014 κι έπειτα, εδραιώθηκε μία έντονη αντιπαράθεση μεταξύ φιλορωσικών και φιλοευρωπαϊκών μερίδων ουκρανικού πληθυσμού, καθώς και διχοτόμηση σε όλο το Ουκρανικό ακροδεξιό φάσμα, οι οποίες χρησιμοποιούνται πότε για την καλλιέργεια των σχέσεων με Ευρώπη και πότε με τη Ρωσία. Ειδικά σε ό,τι αφορά μάλιστα το φιλοευρωπαϊκό ακροδεξιό ρεύμα, το “τάγμα Αζόφ” και ο “Δεξιός Τομέας”, με έδρα την Μαριούπολη, αποτελούν καθόλα νόμιμες οργανώσεις, με σημαντική επιρροή, που έχουν στόχο την ευθεία σύγκρουση με τους ρωσόφωνους αυτονομιστές στην ανατολική Ουκρανία. Ενώ οι συγκεκριμένες μονάδες έχουν κατηγορηθεί από την Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα για βασανιστήρια, ξυλοδαρμούς αμάχων, ηλεκτροπληξίες, εικονικούς πνιγμούς καθώς και για την αποτρόπαια φρίκη της Οδυσσού το 2014, με το κάψιμο και βασανισμό 200 ανθρώπων, αποτελούν από το 2014 μέχρι και σήμερα επίσημα σώματα της Εθνικής Φρουράς της Ουκρανίας. Μολονότι, λοιπόν, το Ουκρανικό κράτος εμμένει στο αφήγημα του ότι το ποσοστό των 2% των ναζιστικών κομμάτων έχει πραγματικό πληθυσμιακό αντίκρυσμα, είναι ξεκάθαρο ότι η ναζιστική μερίδα του πληθυσμού συντηρείται και εξοπλίζεται από το Ουκρανικό κράτος με την άμεση εμπλοκή ακροδεξιών πολιτικών όπως ο Άρσεν Αβάκοφ στο υπουργείο εσωτερικών, αφενός για την υποδαύλιση των Ευρωπαϊκών του επιδιώξεων και αφετέρου για την ευθεία αντιπαράθεση με στους ρωσόφωνους αυτονομιστές, του οποίους με κυβερνητικές εντολές στοχοποιεί απαγορεύοντας την χρήση της ρωσικής γλώσσας ως μία εκ των επίσημων γλωσσών.
Παρά το γεγονός ότι δεν λαμβάνουν κάνεναν από τους ρόλους του “επιτιθέμενου” και του “αμυνόμενου”, ΝΑΤΟ και ΕΕ έχουν ρίξει και οι δύο το λάδι που τους αναλογεί στις μηχανές αυτού του πολέμου. Ήδη από το, όχι και τόσο μάκρινο, 2014, η ΕΕ ήταν φιλικά προσκύμενη στις εθνικιστικές φιλοναζιστικές μερίδες ουκρανικού πληθυσμού, που αντιδρούσαν με την ακύρωση των διαδικασιών για ένταξη της Ουκρανίας στην ΕΕ. Ενώ υπήρχαν φιλοναζιστικές Ουκρανικές κυβερνήσεις, ο οποίες διαδέχτηκαν η μία την άλλη, την περίοδο 2014-2021, η ΕΕ αντί να καταδείξει το βαθιά σκοταδιστικό τους πολιτικό τους προφίλ, επέλεγε συστηματικά να τις στηρίζει, μιας και οι συγκεκριμένες μερίδες της κοινωνίας βρίσκονταν σε ανοιχτή αντιπαράθεση με τους ρωσόφωνους αυτονομιστές στην Νοτιοανατολική Ουκρανία, τους οποίους προφανώς η ΕΕ απεχθανόταν. Αντίστοιχα, το ΝΑΤΟ, χρησιμοποιώντας ως ενδιάμεσο στάδιο ένταξης την ΕΕ, επεδίωκε να αποκλείσει στρατιωτικά το Ρωσικό κράτος, οικοδομώντας στρατιωτικές βάσεις, που θα υπόκειντο υπό ΝΑΤΟϊκό έλεγχο, πέριξ του Ρωσικού κράτους. Ήδη από το 2014, το ΝΑΤΟ είχε συνάψει συμφωνίες στρατιωτικής ενίσχυσης με την Ουκρανία, συνολικού ύψους 5.6 δισ. δολλαρίων, ενώ μόνο το 2021, προχώρησε σε διπλή συμφωνία στήριξης που περιελάμβανε 300 εκ. δολλάρια για την “δημοκρατική και οικονομική ανάπτυξη” της Ουκρανίας και άλλα 650 εκ. δολλάρια για αγορά στρατιωτικού εξοπλισμού. Τέλος, διαφαίνεται ξεκάθαρα ότι η στροφή του Ευρωπαϊκού ανεφοδιασμού ενέργειας προς την Αμερικανική αγορά θα προκαλέσει ένα πολλαπλάσιο κόστος διαβίωσης του Ευρωπαϊκού πληθυσμού, το οποίο φυσικά θα το επωμιστεί η ευρεία κοινωνική ευρωπαϊκή βάση, ενώ τα κέρδη θα τα καρπωθούν εταιρείες εξόρυξης και εμπορίας υγροποιημένου φυσικού αερίου όπως οι Αμερικανικές ExxonMobil, η Chevron και η Cheniere. Πράγματι, η σκακιέρα για την διεξαγωγή αυτού του πολέμου φαίνεται να ήταν έτοιμη από καιρό και το μόνο που έλειπε ήταν η Ρωσική εισβολή, στην οποία ΝΑΤΟ και ΕΕ θα απαντούσαν με κυρώσεις κατά του Ρωσικού κράτους και με αποστολή στρατιωτικού εξοπλισμού και χρημάτων στον Ουκρανικό στρατό, αυξάνοντας έτσι κατά πολύ το κόστος του πολέμου που θα κληθεί η κατακερματισμένη, φτωχή και δολοφονημένη Ουκρανική κοινωνία να αποπληρώσει μετά την λήξη του.
Η ελληνική κυβέρνηση έρχεται να συμπλεύσει πλήρως με τη ΝΑΤΟϊκή της συμμαχία και είναι κάθε άλλο παρά αμέτοχη στην εν λόγω σύρραξη, διασφαλίζοντας έτσι μία πολιτική συνέχεια στο νατοϊκό παρελθόν της. Η ελληνική αστική τάξη, συμπορευόμενη με το αμερικανικό κεφάλαιο, αναδεικνύεται ως ένας από τους μεγάλους νικητές της συγκυρίας, μιας και ήδη από το 2014 Έλληνες εφοπλιστές κατέχουν ένα μεγάλο κομμάτι της παγκόσμιας μεταφοράς του αμερικανικού φυσικού αερίου. Μία στροφή, λοιπόν, στην αγορά ενέργειας αμερικανικής προέλευσης έχει κέρδος που καρπώνεται και η ελληνική αστική τάξη, και κόστος που επωμίζεται η ελληνική κοινωνική βάση, καθώς οι υπερ-τετραπλάσιες τιμές λίτρου φυσικού αερίου είναι πλέον μηνιαίος πονοκέφαλος για κάθε νοικοκυριό της ελληνικής επικράτειας. Παράλληλα, την τελευταία 10ετία παρακολουθούμε τη δημιουργία και αναβάθμιση στρατιωτικών βάσεων σε διάφορα σημεία της επικράτειας, εντείνοντας την όποια πολεμική κατάσταση μπορεί να υπάρξει. Ενώ η ελληνική κοινωνία, προσπαθεί ακόμα να συλλέξει τα κομμάτια της από την βίαιη αναδιάρθρωση σε οικονομία και κοινωνικό status quo μετά από 3 μνημόνια και μία εξαθλιωτική πανδημία, στρατιωτικές ασκήσεις με αμερικάνικα, ισραηλινά και αιγυπτιακά οχήματα στο πλαίσιο των νατοϊκών συμμαχιών δίνουν και παίρνουν. Εν τέλει, διαφαίνεται καθαρά ότι η εξοπλιστική ενίσχυση στην Ουκρανία, και τα αστρονομικά ποσά στην εξόπλιση του Ελληνικού Στρατού, αντί να προστατεύουν την ελληνική κοινωνία διασφαλίζουν τα κέρδη της ελληνικής αστικής τάξης.
Ένας πόλεμος αποτελεί την πιο κραυγαλέα απόδειξη ότι ένα σύστημα είναι μη βιώσιμο και τελεί υπό κατάρρευση. Οποιοσδήποτε μηχανισμός εξουσίας βρίσκει γόνιμο έδαφος στην συσπείρωση της κοινωνικής βάσης μέσα από την καλλιέργια και διάνθηση της εθνικής συνείδησης, προκειμένου οι πραγματικοί λόγοι της κατάρρευσης του συστήματος να μην γίνουν αντιληπτοί, και ο αποδιοπομπαίος τράγος για την “συμφορά του πολέμου” να θεωρηθεί αποκλειστικά ο εξωτερικός εχθρός. Έτσι, ενώ τα κοινωνικά αγαθά, όπως υγεία, παιδεία και ενεργειακές εγκαταστάσεις λιμοκτονούν, ο εθνικός κορμός βρίσκεται σε πλήρη άνθιση και απολαμβάνει την κρατική του υποστήριξη τόσο σε επικοινωνιακό όσο και σε υλικό πλαίσιο. Στην περίπτωση της Ουκρανίας, παρατηρείται ένα ολοένα και αυξανόμενο εθνικιστικό-φασιστικό μέτωπο, που θρέφεται από το εθνικό ιδεώδες, το οποίο απροκάλυπτα σμιλεύει το ίδιο το Ουκρανικό κράτος. Ενώ είναι σαφές, οτί υπάρχει μία σημαντική μερίδα πληθυσμού η οποία φαίνεται να θέλει να αντισταθεί στην Ρωσική εισβολή για να υπερασπιστεί την πρότερη ειρηνική ζωή και το βιος της, αυτή η αντίσταση επιχειρείται να κεφαλαιοποιηθεί από το κράτος ως ένας εθνικοκρατικός αγώνας υπεράσπισης του Ουκρανικού έθνους. Επομένως, γίνεται εμφανής ο πραγματικός χαμένος του πολέμου, που δεν είναι άλλος από τον πληθυσμό που είδε την ζωή του να καταστρέφεται εν μία νυκτί και είτε παραμένει άμαχος είτε βρέθηκε χωρίς να έχει προλάβει να το αντιληφθεί με όπλο στα χερία για να υπερασπιστεί το σπίτι του. Πρόκειται για τον ίδιο πληθυσμό που ή θα καταλήξει τραυματίας ή νεκρός ή θα κληθεί να αποπληρώσει τα υπέρογκα δάνεια που χρειαστούν για την ανοικοδόμηση του τόπου του. Ενός τόπου που κάποιοι άλλοι διάλεξαν να καταστρέψουν ολοσχερώς, έχοντας φροντίσει πρώτα να εξασφαλίσουν πρώτα τα δικά τους κέρδη και ναι καταστέλλουν οποιαδήποτε φωνή ορθώνει ανάστημα ενάντια σε διακρατικούς ανταγωνισμούς. Υπάρχουν άνθρωποι που συνελήφθησαν και ξυλοκοπήθηκαν στη Ρωσία επειδή διαμαρτυρήθηκαν κατά του πολέμου. Υπάρχουν νεκροί στην Ουκρανία
που σκοτώθηκαν από τον ρωσικό στρατό. Τους ενώνει (και μας ενώνει μαζί τους), όχι μόνο το ΟΧΙ στον πόλεμο, αλλά και η άρνηση να «ευθυγραμμιστούν» με κυβερνήσεις που καταπιέζουν την κοινωνική τους βάση. Εμείς, λοιπόν, ως μέρος μιας κοινωνικής βάσης που παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα την θηριωδία που λαμβάνει χώρα λίγες χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά μας οφείλουμε να υψώσουμε τις φωνές μας και να σταθούμε αλληλέγγυοι με όλους όσους αντιστέκονται για την λήξη του πολέμου και στο πλάι όσων θα βιώσουν, μαζί με εμάς τις καταστροφικές του συνέπειες. Στο πλάι όλων ημών που θα δούμε το κόστος ενός πολέμου να μεταμορφώνεται σε ένα δυσβάσταχτο κόστος στις ζωές μας. Στο πλάι όλων των προσφύγων, που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις ζωές τους για να δώσουν εκ νέου μία αμφίρροπη μάχη για να ξανακερδίσουν μία αξιοπρεπή ζωή, αντιμετωπίζοντας την υποκρισία, τον ρατσιμό και την εξευτελιστική εργασιακή εκμετάλλευση ενός δυτικού νεοφιλελεύθερου κόσμου, που απροκάλυπτα συντηρεί και θρέφει εξουσιαστικές, ρατσιστικές, εθνικιστικές και πατριαρχικές εξουσιαστικές δομές κομπαζόμενος μάλιστα για τα δημοκρατικά του ιδεώδη. Εμείς γνωρίζουμε ότι η ιστορία των διακρατικών ανταγωνισμών δεν έχει σωστές και λάθος πλευρές. Και δεν πρέπει να επιτρέψουμε σε κανένα κράτος και σε κανένα κομμάτι του κεφαλαίου να επωφεληθεί από το αίμα και τις ζωές μας. Ο μόνος πόλεμος που οφείλουμε να δώσουμε στον δρόμο της αλληλεγγύης και της ελευθερίας των ανθρώπων με τους οποίους δεν έχουμε τίποτα να χωρίσουμε, είναι ο κοινωνικοταξικός, ενάντια σε κράτη και εξουσιαστικές επιδιώξεις.
ΣΤΕΚΟΜΑΣΤΕ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΟΙ ΣΕ ΟΣΟΥΣ/ΟΣΕΣ ΑΓΩΝΙΖΟΝΤΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΛΗΞΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
ΑΓΩΝΙΖΟΜΑΣΤΕ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΚΟΣΜΟ ΠΟΥ Η ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΔΕΝ ΘΑ ΕΧΕΙ ΤΙΠΟΤΑ ΝΑ ΧΩΡΙΣΕΙ
ΣΤΕΚΟΜΑΣΤΕ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΕ ΕΝΑ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΠΟΥ ΘΡΕΦΕΙ ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΥΣ, ΔΙΧΑΖΕΙ ΚΟΙΝΩΝΙΕΣ ΚΑΙ ΕΞΑΘΛΙΩΝΕΙ ΤΙΣ ΖΩΕΣ ΜΑΣ”.