«Εν διαρκή κινδύνω» πλήρους απαξίωσης ή και κατάρρευσης τελεί άγνωστος αριθμός αξιόλογων αλλά ανενεργών βιομηχανικών κτηρίων της Θεσσαλονίκης και της Ελλάδας, εξαιτίας της έλλειψης συστηματικής καταγραφής τους, της αδυναμίας των ιδιοκτητών να τα συντηρήσουν, της συναρμοδιότητας πολλών διαφορετικών φορέων, αλλά και των αγκυλώσεων της γραφειοκρατίας και του θεσμικού πλαισίου. Τα παραπάνω επισημάνθηκαν – μεταξύ άλλων – από τους συμμετέχοντες σε αποψινή συνέντευξη Τύπου του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας/Τμήματος Κεντρικής Μακεδονίας (ΤΕΕ/ΤΚΜ), με αφορμή το πανελλήνιο συνέδριο με τίτλο «Τα Κάστρα της Βιομηχανίας», το οποίο θα διεξαχθεί την ‘Ανοιξη του 2022 στη Θεσσαλονίκη.
«Κανένας δεν μπορεί να απαντήσει με ακρίβεια πόσα είναι αυτά τα κτήρια στη Θεσσαλονίκη ή την υπόλοιπη Ελλάδα, γιατί δεν υπάρχει εκτεταμένη καταγραφή» επισήμανε η αρχαιολόγος Μαρία Μαυροειδή, πρόεδρος του Ελληνικού Τμήματος της Διεθνούς Επιτροπής για τη Διατήρηση της Βιομηχανικής Κληρονομιάς (TICCHI) και πρόσθεσε: «Η καταγραφή αυτή θα πρέπει να γίνει σε συνεργασία με τους ΟΤΑ και να χρηματοδοτηθεί αναλόγως. Μόνο έτσι θα είχαμε γνώση των κινητών και ακίνητων καταλοίπων, ώστε με βάση τα μητρώα να προχωρήσουμε στην αξιολόγηση και στην επιλογή των βημάτων που πρέπει να γίνουν. Πολύ περισσότερο, δεν γνωρίζουμε τα επικινδύνως ετοιμόρροπα μεταξύ των εγκαταλελειμμένων βιομηχανικών κτηρίων. Για να μπορούμε να πούμε πόσα είναι, θα έπρεπε να γίνει πολύ προσεκτική και ισορροπημένη αξιολόγηση. Το πιο εύκολο πράγμα, για να βγάλουμε την ευθύνη από πάνω μας, μην πέσει κάποιο αγκωνάρι, είναι να τα χαρακτηρίζουμε ως ετοιμόρροπα… Γι’ αυτό φοβόμαστε ότι με την τροπολογία για τις fast track κατεδαφίσεις θα έχουμε καταστροφές χωρίς αξιολόγηση».
Κίνδυνος να χαθεί για πάντα ένα κομμάτι της ιστορίας των πόλεων
Ο πρόεδρος του ΤΕΕ/ΤΚΜ, Γιώργος Τσακούμης, επισήμανε ότι το θέμα των ανενεργών βιομηχανικών ακινήτων αποτελεί ένα σύνθετο ζήτημα, στο οποίο εμπλέκονται κρατικοί φορείς, τοπικές αυτοδιοικήσεις, ιδιοκτήτες, κοινωνικές ομάδες και επενδυτές, ενώ διάφορα προβλήματα όπως ο διαμοιρασμός αρμοδιοτήτων σε διαφορετικούς φορείς, δυσχεραίνουν την επιτυχή έκβαση της διάσωσης και αξιοποίησής τους. «Ως αποτέλεσμα, πολλά βιομηχανικά συγκροτήματα παραμένουν ανενεργά, έχοντας υποστεί σημαντικές φθορές, βλάβες ή καταστροφικές επεμβάσεις, με κίνδυνο αυτό το σημαντικό κομμάτι της ιστορίας των πόλεων να απαξιωθεί πλήρως και να χαθεί για πάντα. Βασικό ζητούμενο είναι ο τρόπος με τον οποίο τα εγκαταλελειμμένα βιομηχανικά κτίρια και συγκροτήματα θα διασωθούν, θα διατηρήσουν τον αρχιτεκτονικό χαρακτήρα τους αφενός και θα επανενταχτούν στη ζωή της πόλη αφετέρου, με βιώσιμο τρόπο» σημείωσε και συμπλήρωσε ότι το Υπουργείο Πολιτισμού πρέπει να αντιληφθεί την ευθύνη του για αυτά τα κτήρια, μεταξύ άλλων προωθώντας τη δημιουργία ενός μητρώου αντίστοιχου με το αρχαιολογικό κτηματολόγιο.
Διατηρητέο ΦΙΞ όπως …Ακρόπολη των Αθηνών (σε ό,τι αφορά τη διατήρηση);
Την εκτίμηση ότι σημαντικά βιομηχανικά κτήρια όπως το Γκάζι στην Αθήνα ή το ΦΙΞ και το Αλλατίνη στη Θεσσαλονίκη θα πρέπει να ενταχθούν σε ένα διαφορετικό θεσμικό πλαίσιο, που -πέραν των άλλων- θα εξασφαλίζει τη βιωσιμότητά τους μετά την αποκατάσταση, διατύπωσε η αρχαιολόγος Ασπασία Λούβη. «Έχουν γίνει πάρα πολλά βήματα (αξιοποίησης), αλλά το πόσα από αυτά τα κτήρια θα είναι βιώσιμα στο μέλλον είναι ένα θέμα που συνεχίζει να με απασχολεί. Γιατί τα κτήρια όσο δεν λειτουργούν, περιέρχονται σε νέα μορφή μαρασμού και απλά έχουν πεταχτεί κάποια χρήματα για να πάρουν μορφή. Κτήρια όπως αυτά πρέπει να μπουν σε έναν θεσμικό πλαίσιο, που θα λέει ότι αυτές οι τεράστιες περιοχές θα μπορούσαν να κρατήσουν ένα τμήμα τους διατηρητέο και το υπόλοιπο να δίνεται η δυνατότητα στον ιδιοκτήτη/επενδυτή να το αξιοποιήσει» είπε, επισημαίνοντας ότι, έτσι, ακόμα και όταν ο ίδιος ο ιδιοκτήτης δεν έχει χρήματα, αν το θεσμικό πλαίσιο είναι ξεκάθαρο, μπορεί να προστρέξει σε τράπεζες ή σε επενδυτές, ώστε να εξασφαλίσει την αξιοποίηση του κτηρίου, που αλλιώς θα αφεθεί στην εγκατάλειψη.
Η κα Λούβη υποστήριξε ακόμα ότι ο αρχαιολογικός νόμος του 2002 λειτουργεί ως η αιτία της καταστροφής αυτών των κτηρίων: «Δεν υπάρχει στον αρχαιολογικό νόμο κάποια διαφοροποίηση ανάμεσα στη διατήρηση της Ακρόπολης των Αθηνών και του διατηρητέου του ΦΙΞ στη Θεσσαλονίκη» είπε χαρακτηριστικά και πρόσθεσε ότι όλοι οι φορείς πρέπει να συνεργαστούν, ώστε το Υπουργείο Πολιτισμού να πιεστεί να θεσπίσει ειδικούς όρους για τη συντήρηση των βιομηχανικών κτηρίων, κάτι για το οποίο θα μπορούσε να λειτουργήσει ως μοχλός συνεργασίας και πίεσης και το συνέδριο του 2022 .
Στο ΕΣΠΑ το πρόγραμμα «Διατηρώ»;
Στο πρόγραμμα ΔΙΑΤΗΡΩ περί ανακαίνισης και διάσωσης ιδιωτικών ετοιμόρροπων και διατηρητέων κτηρίων, αναφέρθηκε η ομότιμη καθηγήτρια του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, Ελένη Μαΐστρου, επισημαίνοντας ότι «η πρόθεση ένταξης του προγράμματος στο Ταμείο Ανάκαμψης δυστυχώς εγκαταλείφθηκε και δεν υποστηρίχθηκε». Όπως είπε, το πρόγραμμα γίνεται τώρα προσπάθεια να ενταχθεί στο ΕΣΠΑ, αλλά με μια σημαντική διαφορά: «ενώ αν ήταν στο Ταμείο Ανάκαμψης θα υπήρχε η δυνατότητα τα χρήματα που δίνονται να χρησιμοποιηθούν για το συνολικό κέλυφος του κτηρίου, αν τελικά ενταχθεί στο ΕΣΠΑ – κάτι που ακόμα δεν είναι σίγουρο – με τα χρήματα που θα δίνονται θα μπορεί να αποκατασταθεί μόνο το εξωτερικό κέλυφος του κτηρίου και η στέγαση, αλλά όχι το εσωτερικό του». Η κα Μαΐστρου επισήμανε ακόμα πως «τα περισσότερα χρήματα σήμερα τα έχουν οι Περιφέρειες» και πρόσθεσε ότι θα πρέπει αν διερευνηθεί η οδός της ένταξης της ανάπλασης αυτών των κτηρίων της Θεσσαλονίκης σε προγράμματα της Περιφέρειας».
Τα παραδείγματα της Tate Modern και της Nestle και η «φτώχεια» της Θεσσαλονίκης
Αξιόλογα παραδείγματα διάσωσης και επανάχρησης βιομηχανικών κτηρίων στο εξωτερικό, απαρίθμησε ο πρόεδρος της οργανωτικής επιτροπής του συνεδρίου, αρχιτέκτονας Πρόδρομος Νικηφορίδης, αναφέροντας μεταξύ άλλων την «Tate Modern» στο Λονδίνο, την εγκατάσταση των κεντρικών γραφείων της Nestle Γαλλίας σε παλιό εργοστάσιο, τη δημιουργία κατοικιών σε κτήριο εργοστασίου αερίου στη Βιέννη, αλλά και αντίστοιχες εφαρμογές στο Τορίνο της Ιταλίας και την Κίνα.
«Στη Θεσσαλονίκη δυστυχώς δεν είναι και πολλά (τα παραδείγματα). Ο “Μύλος” αποτέλεσε τη δεκαετία του ‘90 ένα πρωτοπόρο δημιούργημα της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και υπήρξαν και άλλα μικρότερα. Φανταστείτε όμως τη Σχολή Καλών Τεχνών (να εγκαθίσταται) στην ΥΦΑΝΕΤ ή το Μουσείο Ολοκαυτώματος στο ΑΛΛΑΤΙΝΗ, σε κτήρια με συσσωρευμένη μνήμη όπου το ίδιο το κέλυφος διαμορφώνει ήδη την ατμόσφαιρα που απαιτεί ένας τέτοιος χώρος» σημείωσε και πρόσθεσε, πώς πέρα από τα μνημεία, είναι δραματικό πως σε μια ιστορική πόλη όπως η Θεσσαλονίκη, τα κτήρια που χτίστηκαν πριν τη Μεγάλη Πυρκαγιά του 1917 (και εξακολουθούν να υφίστανται) δεν ξεπερνούν τα 10.
Πηγή: ΑΠΕ