Στο συμπέρασμα αυτό, ότι δηλαδή ο κατηγορούμενος ενήργησε με ανθρωποκτόνο δόλο σε βάρος του στενού φίλου του αστυνομικού τον οποίον κάρφωσε πρώτο με το μαχαίρι, και όχι με δόλο να του προκαλέσει μόνο σωματική βλάβη κάθε είδους, οδηγούν ο τρόπος της επίθεσης που εξαπέλυσε εναντίον του και τα καίρια σημεία του σώματός του που επλήγησαν, ήτοι ο αιφνιδιασμός του, οπότε και ο παθών δεν είχε χρόνο για να αντιδράσει αποτελεσματικά και να τον αποφύγει, η χρήση μαχαιριού και μάλιστα κατ’ επανάληψη και η πρόκληση σ’ αυτόν τραυμάτων στην περιοχή της πρόσθιας θωρακικής χώρας και κοντά στη μηριαία αρτηρία, ήτοι σε σημεία, ο τραυματισμός των οποίων οδηγεί αναπόφευκτα στον θάνατο.
«Περαιτέρω, δεν καταλείπεται περιθώριο αμφισβήτησης ότι ο προμνημονευόμενος αποφάσισε να σκοτώσει τους παθόντες σε κατάσταση πλήρους ψυχικής ηρεμίας και εκτέλεσε την εν λόγω απόφασή του και πάλι σε κατάσταση απόλυτης ψυχικής ηρεμίας, διότι ελλείψει προγενέστερης γνωριμίας τους δεν είχε προηγηθεί μεταξύ τους τίποτε περισσότερο από μία διαφωνία για ένα ασήμαντο θέμα με τον παθόντα (σ.σ. φίλο αστυνομικού), ώστε να του προκληθεί για κάποια αιτία πρόσκαιρη ψυχική υπερδιέγερση, ενώ ουδόλως προέκυψε ότι τελούσε σε κατάσταση μέθης ή συνέτρεχε κάποιος λόγος άρσης ή μείωσης του καταλογισμού του κατά τα αναλυτικά ως άνω εκτιθέμενα και πάντως έπληξε δύο ανθρώπους πολύ στοχευμένα με τη χρήση μαχαιριού που αφαίρεσε από τη ζώνη του παντελονιού του, όπου το απέκρυπτε επιμελώς για να μην είναι ορατό και να μην μπορέσουν οι τρίτοι να τον αφοπλίσουν, κατ’ επανάληψη σε ευπαθή σημεία του σώματός τους, δρώντας εντελώς συνειδητά και με νηφαλιότητα», αναφέρεται στην εισαγγελική πρόταση.
Το έγκλημα τελέστηκε τα ξημερώματα της 28ης Δεκεμβρίου μέσα στην μπυραρία που βρίσκεται επί της οδού Κατσιμίδη, δίπλα στην έδρα των ΜΑΤ, όταν ο 44χρονος δράστης αρχικά τραυμάτισε με το μαχαίρι τύπου «push dagger» στα κάτω άκρα τον αδελφικό φίλο του αστυνομικού, με τον οποίο λογομάχησε για ασήμαντη αιτία. Ο 32χρονος αστυνομικός Χάρης, ακούγοντας τον φίλο του να φωνάζει πως ο Νορβηγός τον μαχαίρωσε, μπήκε στη μέση για να τον προστατεύσει και τότε ο κατηγορούμενος τον κάρφωσε με το ίδιο μαχαίρι στον λαιμό, με αποτέλεσμα να του προκαλέσει τραύμα στην αριστερή τραχηλική χώρα και ο θάνατός του να επέλθει, σχεδόν, ακαριαία.
Ψύχραιμος ο δράστης, δεν πτοήθηκε ούτε όταν σκότωσε
Στις επόμενες γραμμές τονίζεται ότι ο δράστης «ουδόλως πτοήθηκε ούτε κατά τη διάρκεια της επίθεσης που εξαπέλυσε μάλιστα σε βάρος δύο παθόντων, εκ των οποίων ο ένας απεβίωσε εξ’ αυτού του λόγου, αλλά ούτε και στη συνέχεια, όταν αντίκριζε πλέον τα θύματά του μέσα στα αίματα από το τί είχε συμβεί αλλά ενεργώντας και πάλι ψύχραιμα, εξέφρασε την επιθυμία και προσπάθησε να αποχωρήσει από το σημείο, προκειμένου να μην καταστεί δυνατός ο εντοπισμός του και η σύλληψή του από τις αστυνομικές αρχές, πράγμα που καταδεικνύει σκέψη και κρυστάλλινη αλλά και λογική. Άρα, από τη συνεκτίμηση των προπαρατεθέντων στοιχείων αποκλείεται η τέλεση της κρινόμενης απόπειρας ανθρωποκτονίας και της υπό έλεγχο ανθρωποκτονίας σε κατάσταση βρασμού ψυχικής ορμής. Τέλος, είναι εμφανές ότι ο κατηγορούμενος πριν από την έναρξη της επίθεσής του έφερε παρανόμως επάνω του επιμελώς κρυμμένο στη ζώνη του παντελονιού του όπλο και, ειδικότερα, μαχαίρι, το οποίο στη συνέχεια χρησιμοποίησε για να πλήξει θανάσιμα τα θύματά του, όπως ομολογεί και ο ίδιος».
Τα λεπτά πριν το φονικό
Από την έρευνα των διωκτικών Αρχών για το τι πραγματικά συνέβη τη μοιραία βραδιά αποδεικνύεται ότι ο 32χρονος αστυνομικός, μαζί με τον αδελφικό του φίλο (δεύτερο θύμα) και ένα φιλικό του ζευγάρι μετέβησαν στο μπαρ της Κατσιμίδης, δίπλα από την έδρα των ΜΑΤ για να συνεχίσουν τη νυχτερινή τους διασκέδαση με ένα τελευταίο ποτό και κάθισαν στο μπαρ. Εκεί βρισκόταν ως θαμώνας μόνο ο νορβηγικής υπηκοότητας κατηγορούμενος Odd Johansen o οποίος καθόταν δίπλα στον DJ και έπινε το ποτό του. Κάποια στιγμή ο κατηγορούμενος προσέγγισε το μπαρ για να παραγγείλει ποτό και άρχισε να συνομιλεί με τον αστυνομικό και τον φίλο του, ενώ τσούγγρισε το ποτήρι της μπύρας του με τα ποτήρια τους με τέτοια δύναμη που έσπασε το ποτήρι με το ποτό του 32χρονου και ο υπεύθυνος του μπαρ το αντικατέστησε. Ακολούθως, ξανα τσούγγρισαν όλοι τα ποτήρια με τα ποτά τους και ο κατηγορούμενος επέστρεψε στη θέση του δίπλα στον Dj. Τότε ο φίλος του αστυνομικού πήγε στο σημείο όπου βρισκόταν ο DJ και ο κατηγορούμενος πήγε στο μπαρ και άρχισε να συνομιλεί με τον 32χρονο, λέγοντας σχετικά ότι η Νορβηγία είναι πιο ασφαλής χώρα σε σχέση με την Ελλάδα και του ανέφερε ότι στο παρελθόν ο ίδιος είχε βγάλει και μαχαίρι σε κάποιον κατά τη διάρκεια παραμονής του στην Ελλάδα.
Η γυναίκα της παρέας του αστυνομικού σάστισε στο άκουσμα όσων έλεγε ο Νορβηγός αλλά ο αστυνομικός δεν φάνηκε να δίνει σημασία, ωστόσο φαινόταν να δυσφορεί με τη συζήτηση. Έπειτα, ο κατηγορούμενος επέστρεψε στην αρχική του θέση και άρχισε να συνομιλεί με τον φίλο του και να διαφωνεί έντονα μαζί του για κάποιο άσχετο και ασήμαντο θέμα, επιδεικνύοντας ιδιαίτερα εριστική και επιθετική διάθεση, όταν δε ο τελευταίος περί ώρα 4:15 π.μ του ζήτησε να σταματήσει απευθύνοντάς του αυτολεξεί τη φράση «αρκετά, τι θέλεις να οδηγηθούμε σε καυγά;», γιατί η κατάσταση είχε φθάσει σε οριακό σημείο, ο κατηγορούμενος τράβηξε ένα μαχαίρι επιβίωσης τύπου «PUSH DAGGER» με μαύρη λαβή, συνολικού μήκους 14 εκατοστών και με λάμα μήκους 7 εκατοστών που έφερε στη ζώνη του παντελονιού του και τον έπληξε με αυτό στην πρόσθια άνω επιφάνεια του αριστερού μηρού και στην πρόσθια θωρακική χώρα.
Ο αστυνομικός έφυγε για να ζητήσει βοήθεια από τα ΜΑΤ και τον σκότωσε μόλις επέστρεψε
Τότε το θύμα, κρατώντας το τραυματισμένο πόδι του, άρχισε να φωνάζει στην παρέα του σε κατάσταση πανικού «Χάρη με χτύπησε, ρε μ@@@κα με μαχαίρωσε, με μαχαίρωσε», οπότε ο αστυνομικός επιτέθηκε στον κατηγορούμενο δύο φορές με γροθιά στην περιοχή του προσώπου και κατευθύνθηκε προς την έξοδο για να καλέσει Αστυνομικούς σε βοήθεια, καθόσον ήταν και ο ίδιος Αστυνομικός και ακριβώς δίπλα στο κατάστημα βρίσκονταν οι εγκαταστάσεις της Υποδιεύθυνσης Αποκατάστασης Τάξης της Διεύθυνσης Αστυνομικών Επιχειρήσεων Θεσσαλονίκης.
Εν τω μεταξύ, έσπευσε στο σημείο και ο ιδιοκτήτης του καταστήματος και άρχισε να φωνάζει στον κατηγορούμενο «τι κάνεις;» στην αγγλική γλώσσα κι εκείνος του απάντησε ομοίως στην αγγλική γλώσσα «εγώ φεύγω». Πλην όμως, εκείνη τη στιγμή επέστρεψε στο κατάστημα ο 32χρονος αστυνομικός και ο κατηγορούμενος, που προσπαθούσε να διαφύγει, σήκωσε το χέρι του, κρατώντας το μαχαίρι, και του επιτέθηκε, πλήττοντας τον στην αριστερή τραχηλική χώρα, με αποτέλεσμα να πέσει στο έδαφος αιμορραγώντας βαριά και να χάσει τις αισθήσεις του.
Κατόπιν, προσέτρεξαν στον χώρο Αστυνομικοί της Υποδιεύθυνσης Αποκατάστασης Τάξης της Διεύθυνσης Αστυνομικών Επιχειρήσεων Θεσσαλονίκης και προσέφεραν τις πρώτες βοήθειες στον φίλο του αστυνομικού, προβαίνοντας σε περίδεση του τραύματός του με ιμάντα ισχαιμικής περίδεσης (τουρνικέ), προκειμένου να σταματήσει η έντονη ροή αίματος που εμφάνιζε και να μην επέλθει ο θάνατός του, σε περίπτωση τραυματισμού της μηριαίας αρτηρίας του, ακινητοποίησαν και δέσμευσαν με χειροπέδες τον κατηγορούμενο και εντόπισαν τον 32χρονο στην είσοδο του καταστήματος να κείτεται στο πάτωμα σε μία λίμνη αίματος, χωρίς να έχει τις αισθήσεις του. Άμεσα, κλήθηκε και προσήλθε σταθμός του ΕΚΑΒ, το πλήρωμα του οποίου διαπίστωσε τον θάνατο του και προέβη στη διακομιδή του στο εφημερεύον Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης «Ιπποκράτειο».
«Προσπάθησε να σταματήσει τον δράστη και τον κάρφωσε στο λαιμό»
Η δικηγόρος της οικογένειας του αστυνομικού, Ανθούλα Ανάσογλου, σχολιάζοντας την εισαγγελική πρόταση, ανέφερε στο protothema.gr ότι «είναι καταπέλτης προς τις αστειότητες – τον ισχυρισμό του κατηγορουμένου που επικαλείται σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα, πλήρη άγνοια και υπερβολική χρήση αλκοόλ ώστε να μειώσει τις συνέπειες των πράξεων του. Η πρόταση ζητά από το συμβούλιου να παραπέμψουν τον κατηγορούμενο για απόπειρα ανθρωποκτονίας και τετελεσμένη ανθρωποκτονία, με άμεσο δόλο και σε ήρεμη ψυχική κατάσταση».
«Θεωρώ πως είναι αξιοσημείωτη η παρατήρηση ότι ο αστυνομικός έπεσε σαν ήρωας εκτελώντας το καθήκον του. Συνέτρεξε να προσφέρει βοήθεια στο φίλο του που αιμορραγούσε χτυπημένος από το μαχαίρι και προσπάθησε να σταματήσει τον δράστη που ήθελε να διαφύγει. Οι πράξεις του αυτές έλαβαν χώρο εμπνευσμένες από το καθήκον του ως αστυνομικού και την τεράστια φιλοτιμία του ως ανθρώπου. Ακριβώς πάνω στην προσπάθεια διαφυγής του ο δράστης τον κάρφωσε στην κυριολεξία στο λαιμό με αποτέλεσμα ο άτυχος αστυνομικός να χάσει αμέσως τις αισθήσεις του και να πεθάνει μέσα σε μία λίμνη αίματος. Θεωρώ υποχρέωση της πολιτείας την αναγνώριση τιμών στο όνομα του ως πεσόντος σε ώρα υπέρτατου καθήκοντος», υπογράμμισε.
Η δικογραφία και οι καταθέσεις
Στη δικογραφία που έχει σχηματιστεί για την υπόθεση και έφερε στο «φως» μερικά 24ωρα μετά το φονικό το protothema.gr, περιγράφονται καρέ καρέ οι κινήσεις του Νορβηγού «μαχαιροβγάλτη» και το χρονικό μέχρι την τέλεση της δολοφονίας, ενώ φίλη του 44χρονου αποκαλύπτει στην κατάθεσή της το παρελθόν του κατηγορούμενου και όσα της είχε αποκαλύψει για τη ζωή του, το παρελθόν του, τις παράνομες δραστηριότητες και την παραμονή του στην Ελλάδα. Ακόμα, μέσα από τα φωτογραφικά ντοκουμέντα που δημοσίευσε το protothema.gr, αποτυπώνεται το σκηνικό που βρήκαν οι αστυνομικοί του Ανθρωποκτονιών μόλις έφτασαν στον τόπο του εγκλήματος.
Το θύμα που υπηρετούσε στην Υποδιεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων Βορείου Ελλάδος της ΕΛ.ΑΣ ήταν εκτός υπηρεσίας (σε κανονική άδεια) και το μοιραίο βράδυ επισκέφτηκε με την παρέα του το συγκεκριμένο μπαρ προκειμένου να πιούν ένα ποτό πριν ολοκληρώσουν την έξοδο τους. Όπως προκύπτει από τις μαρτυρικές καταθέσεις, ο Νορβηγός ήταν θαμώνας της μπυραρίας και γενικά γνωστός σε διάφορα μαγαζιά με ροκ μουσική της Θεσσαλονίκης, αλλά και μέλος μοτοσυκλετιστικής λέσχης από την οποία φαίνεται ότι τον έδιωξαν όταν πληροφορήθηκαν πως εμπλέκεται σε παράνομες δραστηριότητες και συγκεκριμένα σε χρήση και διακίνηση ναρκωτικών ουσιών.
Ο πιο σημαντικός μάρτυρας που κατέθεσε ενόρκως στο τμήμα Εγκλημάτων κατά Ζωής, λίγες ώρες μετά το φονικό, ήταν ο επιστήθιος φίλος του 32χρονου αστυνομικού και, επίσης, θύμα του Νορβηγού, ο οποίος περιέγραψε όλα όσα συνέβησαν το μοιραίο βράδυ.
Όπως είπε στους αστυνομικούς, το βράδυ της 28ης Δεκεμβρίου είχε πάει με το θύμα και ακόμα έναν φίλο του να δουν τον αγώνα της αγαπημένης τους ομάδας και ύστερα έκατσαν μαζί με δύο γυναίκες από την παρέα τους σε μία ταβέρνα. Μάλιστα, εκεί ήρθε και ο πατέρας του Χάρη, ο οποίος έκατσε μαζί τους για φαγητό.
«Μετά καταλήξαμε γύρω στις δύο το βράδυ, δεν θυμάμαι ακριβώς την ώρα, σε ένα ροκ μπαρ δίπλα από τα ΜΑΤ. Όταν φτάσαμε, το μαγαζί ήταν σχεδόν άδειο και μέσα ήμασταν εγώ, ο Χάρης, ο Κώστας, η Σοφία (μέλη της παρέας τους), ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού, ο DJ και ένας άνδρας, γύρω στα σαράντα, με κοτσίδα και άσχημα δόντια, ο οποίος φαινόταν ξένος και καθόταν κυρίως στον χώρο του DJ», λέει στην αρχή της κατάθεσής του ο 32χρονος φίλος του θύματος, προσθέτοντας ότι κάποια στιγμή υπήρξε μία διένεξη μεταξύ αυτού και του Νορβηγού, ενώ μέχρι εκείνη την ώρα είχαν μία σύντομη κουβέντα.
«Συζητούσα μαζί με το άτομο με την κοτσίδα για κάτι ασήμαντο που δεν θυμάμαι και είχαμε μία διαφωνία πάνω σε αυτό, η συζήτηση έγινε έντονη και θυμάμαι να του λέω ότι τελείωσε η συζήτηση. Δεν θυμάμαι ακριβώς, σαν να του είπα να σταματήσει για να μη μαλώσουμε, αφού ήμασταν στο όριο. Τότε κατάλαβα να με χτυπάει, δεν κατάλαβα με τι και δεν θυμάμαι αν με χτύπησε πρώτα στο στήθος ή στο πόδι», εξηγεί για τον δικό του τραυματισμό από το μαχαίρι του 44χρονου.
«Εγώ γύρισα και φώναξα προς τον Κώστα, την Σοφία και τον Χάρη, λέγοντας συγκεκριμένα ”Χάρη με χτύπησε” και σχεδόν ταυτόχρονα ο Χάρης που ήταν δίπλα μου χτύπησε αυτόν τον άντρα στο κεφάλι με μπουνιές. Από εκεί και πέρα δεν θυμάμαι τι έγινε. Θυμάμαι ότι είδα το παντελόνι μου πως είχε αίματα πολλά και βγαίνοντας να βλέπω στο πάτωμα τον φίλο μου τον Χάρη γεμάτο αίματα», περιέγραψε ο 32χρονος, ενώ στις επόμενες γραμμές τις κατάθεσής του είπε στους αστυνομικούς «μετά θυμάμαι και τους Ματατζήδες που με βοήθησαν και μου δέσανε το πόδι. Με τα παιδιά είχαμε πιει αλκοόλ αλλά ήμασταν εντάξει».
«Μας μαχαίρωσε αυτός ρε»
Εργαζόμενος στην μπυραρία που έγινε το φονικό ανέφερε στην κατάθεσή του στην αστυνομία πως συνήθως ο Νορβηγός επισκέπτονταν μόνος του το συγκεκριμένο μπαρ, αν και γενικά τον έβλεπε άλλες φορές με παρέες και κοπέλες, ενώ περιέγραψε όσα είδε εκείνη τη νύχτα.
«Σήμερα λοιπόν ήρθε μόνος, λίγο μετά την παρέα με τα τέσσερα άτομα (σ.σ. του αστυνομικού) και έκατσε κοντά μου. Μιλούσαμε αρκετά κατά τη διάρκεια της βραδιάς, χωρίς όμως να λέμε κάτι συγκεκριμένο. Κάποια στιγμή αντιλήφθηκα ότι έφυγε από δίπλα μου και πήγε στην παρέα που βρίσκονταν τα τέσσερα άτομα στο μπαρ. Μίλησαν για λίγη ώρα από όσο μπορούσα να καταλάβω σε φιλικό κλίμα και μετά επέστρεψε στη θέση του. Σε λίγο, ήρθε προς το μέρος μας το ένα από τα παιδιά της παρέας και ξεκίνησαν να μιλάνε με τον (Νορβηγό). Στην αρχή μιλούσαν φιλικά αλλά μετά το ύφος και των δύο έγινε πιο σοβαρό, χωρίς όμως να μαλώνουν. Εκείνη την ώρα πήγε να σηκωθεί από την παρέα ένα παλικάρι αλλά εγώ του έκανα μια κίνηση με τα χέρια θέλοντας να του πω να μην ασχοληθεί και ότι δεν τρέχει τίποτα», ανέφερε ο εργαζόμενος.
Στη συνέχεια περιέγραψε πώς εκείνος γύρισε το κεφάλι του για να συνεχίσει να παίζει μουσική στο μαγαζί και τότε άκουσε ένα θόρυβο. «Γυρνώντας είδα αρχικά ένα σκαμπό να έχει πέσει κάτω και στο πάτωμα κάποιες κόκκινες κηλίδες που αρχικά φαντάστηκα ότι είχε πέσει κάποιο ποτό. Τότε είδα το παιδί που είχε έρθει και μιλούσε με τον Νορβηγό να φωνάζει και να λέει ”μας μαχαίρωσε αυτός ρε” και να βγαίνει έξω από το μαγαζί. Ο Νορβηγός από όσο θυμάμαι καθόταν στο ίδιο σημείο. Το άλλο παιδί της παρέας που είχε σηκωθεί νωρίτερα, τον είδα να κινείται από το μέρος που έπαιζα μουσική προς την είσοδο του καταστήματος και να χάνει αίμα. Βγήκα από τον χώρο που έπαιζα μουσική και θέλησα να τον βοηθήσω προσπαθώντας να τον συγκρατήσω αλλά έπεσε στο πάτωμα. Το ζευγάρι που βρισκόταν στο μπαρ φώναξε, χωρίς όμως να καταλάβω τι ακριβώς έλεγαν. Βγήκα από το κατάστημα για να ζητήσω βοήθεια και είδα το άτομο που είχε βγει έξω, να έχει πέσει στο έδαφος, να έχει κατεβάσει το παντελόνι και αστυνομικοί να του προσφέρουν πρώτες βοήθειες ενώ κάποιοι άλλοι αστυνομικοί ακινητοποίησαν τον Νορβηγό και τον κρατούσαν. Όταν μπήκα ξανά μέσα στο κατάστημα είδα τον άλλο τραυματία να βρίσκεται στο έδαφος στο σημείο που τον άφησα. Το παιδί είχε τις αισθήσεις του, βρισκόταν όμως μέσα σε λίμνη αίματος και είχε τραύμα από όσο θυμάμαι στο πόδι. Του κράτησα το χέρι και του είπα να βαστάξει όσο μπορεί», είπε στην κατάθεσή του στους αστυνομικούς.
Η σύλληψη και η έκκληση για βοήθεια
Ο αστυνομικός των ΜΑΤ που εκείνο το βράδυ βρισκόταν σε υπηρεσία και μόλις λίγα μέτρα μακριά από την μπυραρία της Κατσιμίδη, περιέγραψε στην κατάθεσή του την στιγμή που είδε μία γυναίκα από την παρέα του 32χρονου, μερικά δευτερόλεπτα μετά το φονικό, να βγαίνει από το κατάστημα για να ζητήσει βοήθεια, τον φίλο του αστυνομικού που εξήλθε τραυματισμένος αλλά και τη στιγμή της σύλληψης του Νορβηγού.
«Μου ζήτησε να ενημερώσω να έρθει ασθενοφόρο γιατί χτύπησαν κάποιον μέσα στο μαγαζί. Εγώ ενημέρωσα άμεσα τον αξιωματικό υπηρεσίας της Δ.Α.Ε.Θ. και επικοινώνησα με το ΕΚΑΒ. Την στιγμή εκείνη βγήκε ένα άτομο εύσωμο έξω από το μπαρ τραυματισμένο. Θυμάμαι ότι κρατούσε το πόδι του στο ύψος του μηρού το οποίο αιμορραγούσε. Το άτομο αυτό θυμάμαι ότι ήταν ο συνοδηγός της μοτοσυκλέτας του συναδέλφου που σας ανέφερα. Αμέσως οι συνάδελφοι από την διμοιρία 5-23 που ήταν στο σημείο κινήθηκαν προς το τραυματισμένο άτομο και έκαναν χρήση τουρνικέ στο πόδι του τραυματία γιατί έχανε αρκετό αίμα. Την ώρα που μιλούσα στο τηλέφωνο με το ΕΚΑΒ ενημερώθηκα από συναδέλφους ότι υπήρχε και δεύτερο άτομο τραυματισμένο εντός του καταστήματος ο οποίος αιμορραγούσε έντονα, το οποίο και μετέφερα στην επικοινωνία μου με το ΕΚΑΒ. Όταν έκλεισα το τηλέφωνο είδα ότι από τα τέσσερα άτομα της παρέας είχαν βγει έξω από το μπαρ οι τρεις και αμέσως κατάλαβα ότι το χτυπημένο άτομο μέσα στο μαγαζί ήταν ο συνάδελφος.
Στις 04.21 επικοινώνησα εκ νέου με το ΕΚΑΒ για να τους ενημερώσω ότι τα άτομα έχαναν αρκετό αίμα ώστε να επισπεύσουν την άφιξή τους. Σχεδόν αμέσως έφτασε ασθενοφόρο. Πλησίασα στο σημείο και ρωτούσα να μου πουν ποιος τους μαχαίρωσε ώστε να ενεργήσουμε για την σύλληψή του. Τότε ο τρίτος άντρας της παρέας, αφού οι άλλοι δυο είχαν τραυματιστεί, μας υπέδειξε έναν άντρα ψηλό, αδύνατο, με μακριά μαλλιά, σκουρόχρωμα ρούχα και πολλά δαχτυλίδια στα χέρια, ο οποίος καθόταν λίγο παραπέρα, έξω από το κατάστημα λέγοντάς μας «αυτός τους μαχαίρωσε» και άμεσα τον συνέλαβαν οι συνάδελφοι μου της διμοιρίας. Λίγο αργότερα ενημερωθήκαμε από τους διασώστες του ΕΚΑΒ ότι το άτομο που ήταν τραυματισμένο μέσα στο κατάστημα, ο συνάδελφος, είχε καταλήξει. Θυμάμαι ότι ο δράστης κατά τη σύλληψή του δεν πρόβαλε κάποια αντίσταση», κατέθεσε ο αστυνομικός.
Ο έρωτας με την Ελληνίδα, τα ναρκωτικά και η μοτοσυκλετιστική λέσχη
Ένας από τους ελάχιστους ανθρώπους που μένουν στην Ελλάδα και γνωρίζουν για την προσωπική ζωή του Νορβηγού είναι μία 26χρονη γυναίκα, την οποία ο κατηγορούμενος γνώρισε μέσω διαδικτύου και φέρεται να ήταν η αιτία για την οποία ήρθε για να ζήσει στην Ελλάδα πριν από περίπου δέκα χρόνια. Η γυναίκα τους ξεκαθάρισε ότι δεν υπήρχε ερωτικό ενδιαφέρον από τη μεριά της, ωστόσο ανέπτυξαν μία στενή φιλία και την εμπιστευόταν απόλυτα.
Λίγες ώρες μετά το φονικό και τη σύλληψη του 44χρονου, η γυναίκα κατέθεσε στους αστυνομικούς της Ασφάλειας και αναφέρθηκε στο «προφίλ» του Νορβηγού, τις δραστηριότητές του στην Ελλάδα, την «πηγή» των εσόδων του αλλά και στη χρήση ναρκωτικών που έκανε, αφήνοντας ξεκάθαρες «αιχμές» και για διακίνηση παράνομων ουσιών. Μεταξύ άλλων, αναφέρθηκε και σε έναν αιματηρό καβγά τον οποίον είχε ο 44χρονος λίγο χρονικό διάστημα πριν το φονικό και όσα της είχε εξομολογηθεί για την παιδική του ηλικία.
Η 26χρονη κατέθεσε στους αστυνομικούς ότι γνωρίστηκαν με τον ΟΝΤ πριν από δέκα χρόνια μέσω Facebook, αφού έτυχε να είναι σε μία κοινή ομάδα που αφορά τη μουσική. «Αφού γνωριστήκαμε αρχίσαμε να μιλάμε και κάποια στιγμή ο ΟΝΤ αποφάσισε να έρθει στην Ελλάδα για να με γνωρίσει. Πράγματι, ήρθε στην Ελλάδα, για λίγες ημέρες για διακοπές και μετά επέστρεψε πίσω στη Νορβηγία. Αργότερα ξανά ήρθε ακόμη μία φορά στη Θεσσαλονίκη για διακοπές μαζί με κάποιους φίλους του και επειδή του άρεσε πολύ, αποφάσισε να μείνει μόνιμα στην Ελλάδα. Από όταν ήρθε στην Ελλάδα έμεινε στη Θεσσαλονίκη», κατέθεσε η γυναίκα, προσθέτοντας ότι «από τον πρώτο καιρό που είχε έρθει στην Ελλάδα ο ΟΝΤ είχε εκδηλώσει απέναντί μου ερωτικό ενδιαφέρον. Αλλά εγώ από την αρχή του είχα ξεκαθαρίσει ότι δεν τον βλέπω ερωτικά, ούτε πρόκειται να γίνει κάτι μεταξύ μας. Παρόλα αυτά συνεχίσαμε να μιλάμε συχνά και να κάνουμε παρέα. Βγαίναμε αρκετά μαζί ακόμα και με την παρέα μου και μάλιστα κάποιες φορές είχε τύχει να έρθει ο ΟΝΤ στο σπίτι μου για καφέ ή φαγητό. Ο ΟΝΤ δεν είχε κανέναν άλλον στην Ελλάδα και για τον λόγο αυτό εγώ ένιωθα σα να έχω κάποια υποχρέωση να τον βοηθάω όσο μπορώ».
Στις επόμενες γραμμές η 26χρονη εξηγεί ότι ο Νορβηγός, τις στιγμές που ένιωθε ότι η κοπέλα απομακρύνεται και μειώνεται η επικοινωνία τους, τις έστελνε μηνύματα και τις έλεγε ότι νιώθει πως τον εγκαταλείπει και εκείνη, όπως έκαναν και οι άλλοι μαζί του. «Από ότι μου είχε πει ο ΟΝΤ από μικρός είχε μία δύσκολη ζωή. Οι γονείς του είναι χωρισμένοι και ο ΟΝΤ έχει αδέλφια. Όταν ήταν 13 χρονών η μητέρα του τον είχε διώξει από το σπίτι. Μάλιστα, τότε, δεν είχε πάει σε κάποιο ίδρυμα στην Νορβηγία αλλά για να μπορέσει να επιβιώσει είχε γνωριστεί με έναν άντρα μεγάλης ηλικίας στον οποίον προσέφερε ερωτικές υπηρεσίες έναντι αμοιβής».
Το επίδομα και ο καβγάς
Η μάρτυρας ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος δεν είχε καμία σχέση με τους γονείς του και τον αδελφό του, ενώ εξήγησε στους αστυνομικούς ότι ο 44χρονος δεν εργαζόταν και ζούσε με επίδομα που λάμβανε από τη χώρα του, περίπου 2.000 ευρώ, καθώς, όπως της είχε πει, έχει διαγνωστεί με απόσπαση προσοχής και μανιοκατάθλιψη. «Για τις ψυχιατρικές παθήσεις που είχε ο ΟΝΤ μου είχε πει ότι έπρεπε να παίρνει και φαρμακευτική αγωγή, αυτός όμως δεν ήθελε γιατί πίστευε ότι δεν τον βοηθάνε. Εδώ στην Ελλάδα από όσο ξέρω δεν έχει πάει ποτέ σε κάποιον ψυχίατρο να εξεταστεί. Έχει κάνει δύο φορές στο παρελθόν απόπειρα αυτοκτονίας και πολύ συχνά μου έχει δηλώσει πως δεν υπάρχει λόγος να ζει. Όλα αυτά που σας λέω μου είπε ότι είχαν γίνει στην Νορβηγία».
Στη συνέχεια της κατάθεσής της κάνει γνωστό ότι ο κατηγορούμενος ήταν χρήστης ναρκωτικών ουσιών και, ενδεχομένως, να έκανε και παράνομη διακίνηση για οικονομικό όφελος. «Θυμάμαι μία φορά που ήμασταν στο σπίτι μου και πίναμε καφέ, μου είχε δείξει ότι είχε στην κατοχή του κοκαΐνη λες και ήταν κάτι φυσιολογικό. Εγώ τότε σοκαρίστηκα αλλά δεν του είπα κάτι. Από ότι είχα καταλάβει ο ΟΝΤ, εκτός από χρήση έκανε και διακίνηση ναρκωτικών. Αυτό σας το λέω γιατί κάποια στιγμή μου είπε ότι έκανε κάποιες κινήσεις για να βγάλει επιπλέον χρήματα και ήξερα ότι δεν έκανε κάποια δουλειά εδώ στην Ελλάδα. Ακόμη, όπως μου είχε πει και ο ίδιος, όσο ήταν στην Νορβηγία ασχολούταν με τη διακίνηση ναρκωτικών. Τα τελευταία χρόνια ο ΟΝΤ είχε αγοράσει μία μηχανή μάρκας “HARLEY” και μετά από λίγο καιρό είχε γίνει μέλος σε ένα κλαμπ με μηχανές στη Θεσσαλονίκη που λέγεται (σ.σ. επωνυμία και διεύθυνση κλαμπ) και έχει είσοδο από την πίσω μεριά. Ωστόσο, από ότι μου είπε, τον έδιωξαν από το κλαμπ. Αυτός δεν μου είπε ακριβώς τον λόγο αλλά εγώ πιστεύω ότι πιθανόν έμαθαν ότι ο ΟΝΤ είχε μπλέξει με τη διακίνηση ναρκωτικών και για το λόγο αυτό δεν τον ήθελαν πλέον στο κλαμπ».
Ο κατηγορούμενος είχε εξομολογηθεί στη φίλη του πως στο παρελθόν είχε εκτίσει ποινή φυλάκισης στη χώρα του γιατί είχε μπλέξει σε έναν καβγά και είχε χτυπήσει έναν άλλον άντρα, ενώ φέρεται να είχε διάφορες ερωτικές σχέσεις όσο διάστημα βρισκόταν στην Ελλάδα. Επιπλέον, είχε εμπιστευτεί στην 26χρονη ότι τέλος Οκτωβρίου του 2023, κάποιος του είχε επιτεθεί με μαχαίρι και τον τραυμάτισε στο κεφάλι και από τότε πίστευε ότι κάποιος τον παρακολουθεί και ήθελε να τον σκοτώσει, ενώ είχε εκφράσει και την πρόθεσή του να δώσει τέλος στη ζωή του.