Αθώες κρίθηκαν από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης δύο γυναίκες που κατηγορούνταν ότι λειτουργούσαν οίκο ανοχής παρά την απαγόρευση που ίσχυε λόγω των μέτρων για τον κορωνοϊό.Όπως αποδείχθηκε κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, οι δύο εργαζόμενες που συνελήφθησαν την 1η Νοεμβρίου του 2020, για παράνομη λειτουργία του οίκου ανοχής επί της οδού Νικηφόρου Ουρανού, στη δυτική Θεσσαλονίκη, δεν είχαν σκοπό να υποδεχθούν και να εξυπηρετήσουν πελάτες, αλλά είχαν πάει στον χώρο για να μαζέψουν προσωπικά τους αντικείμενα, καθώς μία ημέρα νωρίτερα είχε ανακοινωθεί η απόφαση για αναστολή λειτουργίας των καταστημάτων.
Ο αστυνομικός του Τμήματος Ασφαλείας Λευκού Πύργου, κατέθεσε ότι μετέβησαν βραδινές ώρες στον οίκο ανοχής, ύστερα από καταγγελία και διαπιστώθηκε ότι μέσα βρίσκονταν μόνο οι δύο γυναίκες, φορώντας καθημερινή ενδυμασία και τίποτα δεν μαρτυρούσε πως ανέμεναν πελάτες. Επιπλέον, το χαρακτηριστικό κόκκινο φως που βρίσκεται στην είσοδο ήταν σβηστό και οι δύο γυναίκες τούς άνοιξαν αμέσως όταν χτύπησαν το κουδούνι, αναφέροντας ότι ήταν εκεί για να τακτοποιήσουν τον χώρο και να πάρουν μερικά ρούχα τους.
«Νόμιζα ότι η μητέρα μου εργάζεται ως γραμματέας, μέχρι να μάθω ότι ήταν στο αυτόφωρο»
Ως μάρτυρας υπεράσπισης κατέθεσε ο γιος της γυναίκας που εμφανίστηκε ως υπεύθυνη του οίκου ανοχής το βράδυ της 1ης Νοεμβρίου του 2020.
Ο 29χρονος ανέφερε στο δικαστήριο ότι πίστευε πως η μητέρα του εργάζονταν ως γραμματέας σε Υπηρεσία της Θεσσαλονίκης και δεν φανταζόταν πως δούλευε σε οίκο ανοχής. Ο ίδιος περιέγραψε τις δύσκολες στιγμές που πέρασαν από την ημέρα που η μητέρα του χώρισε με τον πατέρα του και από όταν έχασε τη δουλειά της κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης.
«Ο πατέρας μου μας άφησε όταν ήμουν μικρός. Η μητέρα μου εργάζονταν ως φιλόλογος σε φροντιστήριο και έκανε ιδιαίτερα μαθήματα για να καταφέρουμε να τα βγάλουμε πέρα οικονομικά. Όταν ξέσπασε η οικονομική κρίση απολύθηκε από το φροντιστήριο. Όταν έπιασε ξανά δουλειά νόμιζα ότι ήταν γραμματέας. Έμαθα για την πραγματική της δουλειά όταν ένα απόγευμα ο δικηγόρος με κάλεσε για να μου πει ότι η μητέρα μου ήταν στο αυτόφωρο μετά από καταγγελία ότι πιάστηκε να εργάζεται στον οίκο ανοχής», κατέθεσε ο 29χρονος, τονίζοντας ότι η μητέρα του δεν ήθελε να του πει τι δουλειά είχε αναγκαστεί να κάνει, καθώς θα χρειαζόταν να δουλέψει και ο ίδιος παράλληλα με τις σπουδές του.
«Ήθελε να τελειώσω τη σχολή της οδοντιατρικής και να μην αναγκαστώ να εργαστώ. Σήμερα έχω τελειώσει το μεταπτυχιακό μου και δουλεύω σε οδοντιατρείο. Η μητέρα μου φρόντισε να μην μας λείψει κάτι πάρα τις μεγάλες δυσκολίες. Εκείνη την ημέρα μου είπε ότι πήγε στον οίκο ανοχής για να πάρει τα πράγματά της και όχι για να εργαστεί» σημείωσε.
Η κατηγορούμενη προσωρινά υπεύθυνη του οίκου ανοχής, κατέθεσε ότι αναγκάστηκε να κάνει αυτή την δουλειά για να σπουδάσει το παιδί της. Μιλώντας για την ημέρα της σύλληψης, ανέφερε ότι είδε τον αστυνομικό από την κάμερα και δεν είχε κάτι να φοβηθεί, καθώς μάζευαν απλά τα πράγματά τους, για αυτόν τον λόγο άνοιξε αμέσως την πόρτα. «Η αστυνομία είναι εδώ για να μας προστατεύει, δεν φοβήθηκα κάτι. Ήξερα ότι θα έκλειναν τα μαγαζιά και έπρεπε να πάρουμε τα πράγματά μας», ανέφερε.
Σημειώνεται ότι η δεύτερη κατηγορούμενη δεν παρουσιάστηκε στο δικαστήριο και εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο. Οι δύο γυναίκες κρίθηκαν αθώες από το δικαστήριο.