Το αιματηρό επεισόδιο που εκτυλίχθηκε πριν από έναν χρόνο στα Λαδάδικα της Θεσσαλονίκης, με έναν Ιρακινό που πυροβόλησε εργαζόμενο στην υποδοχή γνωστού νυχτερινού κέντρου διασκέδασης επειδή του απαγόρευσαν την είσοδο ενώ στη συνέχεια ο δράστης ξυλοκοπήθηκε άγρια από πλήθος ατόμων, «ζωντάνεψε» σήμερα Τετάρτη (20/3) στην αίθουσα του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου.
Εκτός από τον 46χρονο «πιστολέρο» που έκατσε στο «σκαμνί» για απόπειρα ανθρωποκτονία και τρία πλημμελήματα, κατηγορούμενος βρέθηκε και ο ξάδελφος του θύματος, ο οποίος ήταν μπροστά στον πυροβολισμό και αστραπιαία έπεσε πάνω στον δράστη για να τον αφοπλίσει, ενώ συμμετείχε ενεργά και στον άγριο ξυλοδαρμό του.
Το δικαστήριο επέβαλε στον πρώτο κατηγορούμενο ποινή κάθειρξης εννέα ετών, μετατρέποντας την απόπειρα ανθρωποκτονίας σε βαριά σκοπούμενη σωματική βλάβη, ενώ κρίθηκε ένοχος και για τρία πλημμελήματα, της παράνομης οπλοφορίας, οπλοχρησίας και κατοχής ναρκωτικών ουσιών. Στον Ιρακινό δεν αναγνωρίστηκε κανένα ελαφρυντικό και επιστρέφει στη φυλακή για να εκτίσει την ποινή του.
Στον δεύτερο κατηγορούμενο, ξάδελφο του θύματος, το δικαστήριο επέβαλε ποινή φυλάκισης 15 μηνών, με αναστολή στην έφεση, για την κατηγορία της βαριάς μη σκοπούμενης βλάβης, αναγνωρίζοντας του το ελαφρυντικό της δικαιολογημένης αγανάκτησης που προκλήθηκε από τη συμπεριφορά του δράστη.
Πως έγινε το άγριο περιστατικό
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, όλα έγιναν στις 23 Φεβρουαρίου του 2023, όταν ο 46χρονος, ιρακινής καταγωγής, έφτασε λίγο μετά τις 3 τα ξημερώματα στο γνωστό κλαμπ της περιοχής και πήγε να εισέλθει στο κατάστημα, έχοντας κάνει χρήση ναρκωτικών ουσιών. Οι εργαζόμενοι στην υποδοχή τον ρώτησαν αν έχει κάνει κράτηση και τότε ο άνδρας αντιλήφθηκε ότι του απαγορεύτηκε η πρόσβαση και αποχώρησε.
Περίπου 15 λεπτά αργότερα επέστρεψε στο μαγαζί και πλησίασε τον 25χρονο εργαζόμενο. Αφού του ζήτησε σε σπαστά ελληνικά φορτιστή για το τηλέφωνό του στη συνέχεια τον πυροβόλησε με ένα πιστόλι που είχε μέσα στην τσέπη του μπουφάν του και τον τραυμάτισε στο πόδι.
Ο νεαρός έπεσε αιμόφυρτος στο έδαφος και επικράτησε πανικός. Δίπλα του βρίσκονταν ο 36χρονος ξάδελφός του (δεύτερος κατηγορούμενος) ο οποίος αμέσως έπεσε πάνω στον δράστη για να τον αφοπλίσει και, αφού τον έριξε στο έδαφος, ένα πλήθος από κόσμο έτρεξε και ξεκίνησε να ξυλοκοπεί τον πιστολέρο ψάχνοντας, παράλληλα, το όπλο, με αποτέλεσμα ο ιρακινός να υποστεί κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις αφού δέχθηκε χτυπήματα στο κεφάλι και το σώμα.
Περιγράφοντας πως έγινε το περιστατικό, το 24χρονο θύμα κατέθεσε στο δικαστήριο πως δεν είχε ξανά δει τον άντρα στο μαγαζί και σε καμία περίπτωση δε περίμενε αυτό που θα συνέβαινε.
«Εκείνο το βράδυ εργαζόμουν στην υποδοχή και είχε έρθει ο ξάδελφος μου για να πιει ένα ποτό και καθόμασταν έξω και μιλούσαμε. Κάποια στιγμή ήρθε στην είσοδο ο κατηγορούμενος και μου ζήτησε, σε σπαστά ελληνικά, φορτιστή για το κινητό του. Τότε άκουσα το μπαμ και ένιωσα το χτύπημα στο πόδι. Όρμησε ο ξάδελφός μου για να τον αφοπλίσει, μαζί με έναν όχλο από θαμώνες. Άκουγα “που είναι το όπλο, προσέξτε το όπλο”. Η σφαίρα με βρήκε κάτω από το γόνατο και στο νοσοκομείο με μετέφεραν κάποια άτομα από την περιοχή», κατέθεσε.
Μιλώντας για τα όσα ακολούθησαν, ο νεαρός είπε πως αργότερα ενημερώθηκε ότι ο «πιστολέρο» είχε πάει και νωρίτερα στο μαγαζί και του απαγόρευσαν την είσοδο, αλλά ο ίδιος δεν είχε καμία επαφή μαζί του.
«Το όπλο το είχε μέσα στην τσέπη του και δε το έβγαλε καθόλου. Ήθελε να με πυροβολήσει, δεν το έκανε κατά λάθος», τόνισε. «Μετά τον πυροβολισμό πήδηξα από τον πόνο και έπεσα κάτω. Όρμησε ο ξάδελφός μου για να τον αφοπλίσει και σε δευτερόλεπτα έτρεξαν κι οι άλλοι. Σε πέντε λεπτά το πολύ έγιναν όλα. Ο πρώτος κατηγορούμενος αντιστεκόταν και δεχόταν χτυπήματα γιατί φοβόντουσαν μήπως τους πυροβολήσει και αυτούς. Ήταν 10-15 άτομα από πάνω του», συμπλήρωσε.
Ο αστυνομικός που εκείνη την ημέρα έλαβε την πρώτη κλήση για να σπεύσει στο σημείο που σημειώθηκε το αιματηρό περιστατικό, ανέφερε στην κατάθεσή του πως ο 44χρονος ήταν πεσμένος στο έδαφος και σε λιπόθυμη κατάσταση από τα πολλά χτυπήματα που είχε δεχθεί, ενώ με δυσκολία είχε επαφή με το περιβάλλον.
Στο δικαστήριο προσήλθαν για να καταθέσουν ως μάρτυρες αρκετοί εργαζόμενοι της επιχείρησης και όλοι περιέγραψαν ένα τρομακτικό σκηνικό καθώς φοβήθηκαν ότι ο «πιστολέρο» θα άνοιγε πυρ και εναντίον τους.
«Θυμάμαι μόνο ότι με ξυλοκόπησαν»
Στην απολογία του ο Ιρακινός τόνισε ότι δε θυμόταν τίποτα από όσα έκανε εκείνο το βράδυ, υποστηρίζοντας ότι είχε καταναλώσει αλκοόλ, χάπια και ναρκωτικές ουσίες, με αποτέλεσμα να μην έχει τον έλεγχο του εαυτού του.
«Ορκίζομαι ότι δε θυμάμαι τίποτα απολύτως. Θυμάμαι μόνο ότι ξεκίνησαν να με χτυπάνε άνθρωποι, δε γνωρίζω το γιατί. Με κράτησαν τρεις ημέρες στο νοσοκομείο. Δε θυμάμαι τίποτα για το όπλο. Ξέρω μόνο ότι ήμουν σε έναν φίλο μου, πίναμε μαζί ποτό και μετά βρέθηκα χτυπημένος στο νοσοκομείο. Είχα κάνει χρήση ναρκωτικών, αλκοόλ και χάπια, ήμουν σε πολύ κακή κατάσταση. Ήμουν στεναχωρημένος γιατί μου έλειπαν τα παιδιά και η γυναίκα μου οι οποίοι ζούνε στη Γερμανία», είπε.
«Ήθελα να προστατεύσω το αίμα μου και εμένα»
Ο δεύτερος κατηγορούμενος, ο οποίος ήρθε αντιμέτωπος και ξυλοκόπησε τον «πιστολέρο» για να τον αφοπλίσει, παραδέχθηκε ότι τον χτύπησε όμως υποστήριξε ότι προσπάθησε να τον σώσει και από το μαινόμενο πλήθος που κινήθηκε εναντίον.
«Μετά από μια πολύ δύσκολη ημέρα στη δουλειά βγήκα για να ξεσκάσω, ανάθεμα εκείνη την ημέρα και που πήγα να πιω ένα ποτό. Επειδή ο ξάδελφός μου δούλευε υποδοχή βγήκα έξω και μιλούσαμε για την οικογένεια. Ο κατηγορούμενος ήρθε και τον ρώτησε αν έχει φορτιστή και εγώ ήμουν δίπλα του. Σε δευτερόλεπτα ακούστηκε το “μπαμ” και ο ξάδελφός μου πήδηξε στον αέρα», είπε ξεκινώντας την απολογία του και στη συνέχεια περιέγραψε όσα ακολούθησαν.
«Τον έπιασα και τον πέταξα κάτω, τον πάτησα με το πόδι στην πλάτη. Προσπαθούσα να βγάλω το όπλο από τη τσέπη του. Ήταν πολύ σφιχτός, δε μπορούσα. Ήρθαν κάποιοι και ξεκίνησαν να τον χτυπάνε. Τον πήρα και τον πήγα πιο κάτω. Αυτός σηκώθηκε και άρχισε να φωνάζει. Κάποιοι φώναζαν “το όπλο, το όπλο”, έτρεξαν και τον ξανά χτύπησαν. Τον χτύπησα και εγώ γιατί φοβήθηκα για την ζωή μου. Ξανά σηκώθηκε, πήγαν να τον ξανά χτυπήσουν, τους τραβούσα και τους έλεγα “φτάνει ρε, φτάνει τι κάνετε”. Όταν έπεσε κάτω δεν τον ξανά ακούμπησα και έφυγα γιατί φοβήθηκα για την ζωή μου», ανέφερε ο κατηγορούμενος.
Μάλιστα, τόνισε ότι το μαινόμενο πλήθος χτύπησε και τον ίδιο καθώς δεν ήξεραν ότι έπεσε πάνω στον δράστη για να τον αφοπλίσει και όσα είχαν προηγηθεί, ενώ αυτός φώναζε στον κόσμο να σταματήσουν να χτυπούν τον Ιρακινό. «Τη δεύτερη φορά είχε πέσει κάτω και κάποιος φώναξε “το όπλο”. Τότε ένας έτρεξε και του έριξε κλωτσιά στα μούτρα. Τον άρπαξα και του λέω “θα τον σκοτώσεις τον άνθρωπο, τι κάνεις ρε;”. Παραδέχομαι ότι χτύπησα και εγώ τον κατηγορούμενο γιατί φοβήθηκα. Όταν έφυγα από το σημείο ένα πλήθος ατόμων παρέμεινε από πάνω του και τον χτυπούσε», είπε.
«Ήθελα να προστατεύσω το “αίμα” μου και μετά τη ζωή μου, δεν μπορούσα να αφήσω τον γιο μου χωρίς πατέρα, έχω ένα παλικάρι επτά χρονών. Ο κατηγορούμενος ήταν νευρικός, φορούσε και μια κουκούλα με τζόκεϊ. Εγώ δε κατάλαβα αν είχε πάρει ναρκωτικά, άλλοι μου το είπαν, γιατί δε πίνω, δε καπνίζω και δε μπορούσα να το καταλάβω”, υπογράμμισε.
Πηγή: Πρώτο Θέμα