Η Χριστίνα Λαμπίρη γράφει (στο lifesharing.gr) για το τέλος της εκπομπής της στο “Μακεδονία Tv” πριν καν ξεκινήσει…Λατρεύω το γράψιμο. Όχι αυτό που νομίζετε, αν και κανονικά αυτό θα έπρεπε, αλλά το άλλο. Το κανονικό. Γράφω από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Και γράφω κυρίως όταν βρίσκομαι μέσα σε πιεστικές συνθήκες. Αν εξαιρέσω δηλαδή τις εκθέσεις στο σχολείο μου -που πάντα οι άριστες ήταν αυτές με το «ελεύθερο θέμα»- όλα τα υπόλοιπα κείμενα μου, ξεκινούσαν από την ανάγκη εξωτερίκευσης συναισθημάτων. Αν το θέλετε και σε εικόνα, οι χαρακτήρες που αποτυπώνονται ένας – ένας σε μία λευκή σελίδα δεν είναι τίποτα άλλο από μικρά συννεφάκια ατμού που απελευθερώνονται προστατεύοντας με από μία ενδεχόμενη… έκρηξη.
Και εδώ έρχεται ένα ακόμα πιο περίεργο φαινόμενο: Δεν γράφω την ίδια τη στιγμή της πίεσης παρά μερικές ώρες ή μέρες αργότερα. Και αυτό συμβαίνει, πιστεύω, για δύο βασικούς λόγους. Πρώτον γιατί σιχαίνομαι τα ορθογραφικά λάθη – και όταν γράφω με νεύρα ή βιαστικά κάνω πολλά – και δεύτερον γιατί σέβομαι πολύ την συγκεκριμένη διαδικασία και δεν θέλω λέξεις και νοήματα να μπλέκονται με … μπινελίκια… Γιατί εδώ που τα λέμε λίγο αθυρόστομη είμαι στον προφορικό μου λόγο… Ας μείνει εκεί…
Παίρνοντας τα πράγματα από την αρχή λοιπόν, είχα την ευλογία να ασχοληθώ με ένα επάγγελμα που επέλεξα από τα 7 μου χρόνια. Ήξερα, παρακολουθώντας στην ασπρόμαυρη τηλεόραση μας, τα δελτία ειδήσεων και τις εκπομπές, ότι αυτή είναι η δουλειά που θα κάνω όταν μεγαλώσω.
Θα πρέπει να ξεκαθαρίσω από την αρχή, ότι το “ζαβό” στην οικογένεια ήμουν εγώ. Κανένας μα κανένας δεν είχε την παραμικρή σχέση με το σπορ αυτό. Ο πατέρας μου δε, παρά το γεγονός ότι έφερνε καθημερινά 3 εφημερίδες στο σπίτι μαζί με το ψωμί είχε τη χειρότερη άποψη για τους δημοσιογράφους, τους οποίους θεωρούσε… “υπερφίαλους” «αιθεροβάμονες» και «αεριτζήδες» για δικούς του λόγους, (τώρα που το σκέπτομαι είχε ενορατικές ικανότητες μάλλον και έβλεπε το μέλλον…) αλλά τι το θες; Το κακό είχε γίνει. Κάτι η τηλεόραση, κάτι οι εφημερίδες, δεν θέλει πολύ ο άνθρωπος για να τα χάσει και να μπλέξει με κακές παρέες…
Κι επειδή ως γνωστόν ο Coelho σχεδόν πάντα επιβεβαιώνεται, ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και το όνειρό μου έγινε πραγματικότητα.
Το εισιτήριο εισόδου μου στα μέσα, μου δίνεται σε μία εξαιρετικά δύσκολη στιγμή της ζωής μου καθώς ανήκα πανηγυρικά στην κατηγορία γυναικών που μεγαλώνουν μόνες τα παιδιά τους. 24 ετών. Μονογονεϊκή οικογένεια, ανάγκη πραγματικής επιβίωσης και η «γραφή» που τόσο αγαπούσα πάντα, μου δίνει τον πρώτο μισθό. Κάτω από εξαιρετική πίεση και να τα πρώτα ρεπορτάζ και τα πρώτα κείμενα… Καλά… Μην τρελαθούμε κιόλας… Έχω κάνει ρεπορτάζ αγοράς και φωτογράφηση σε σάλτσες και μπαχάρια που έχει πάει σύννεφο… Μην νομίζετε δηλαδή ότι ήμουν και η Φαλάτσι… Για μένα όμως περισσότερο και από τα χρήματα ήταν η χαρά της υπογραφής μου. Ναι. Γούσταρα τρελά να βλέπω το όνομά μου γραμμένο κάτω από τα κείμενα. Και φυσικά η τρέλα μου ήταν μεγαλύτερη όταν το έβλεπα να ολοκληρώνει κείμενα έρευνας, όπως για την ομοφυλοφιλία για παράδειγμα ( σκληρό θέμα τότε ) με μαρτυρίες συγκλονιστικές ή θέματα για τον τζόγο τις λέσχες και τους εθισμούς, συνεντεύξεις με σημαντικά πρόσωπα…
Και μετά ήρθε και η τηλεόραση. Άλλη μαγεία εκεί. Περνάω τα χρόνια τρέχοντας γιατί αυτό το κομμάτι είναι σε όλους περισσότερο γνωστό μια και όλα πια εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια του τηλεθεατή. Και να θέλω να σας κρύψω κάτι δεν μπορώ…
Μεγάλο «ξεμπρόστιασμα». Μεγάλη ευθύνη για όσους βέβαια έχουν σώας τας φρένας και καταλαβαίνουν τι σημαίνει «δημόσια έκθεση». Μοναδική μου άμυνα και ισορροπία σε όλο αυτόν τον κόσμο, η βασική αρχή της ζωής μου «Καθαρή υπογραφή»!
Κι εδώ βέβαια είναι το πιο δύσκολο κομμάτι. Η μεγάλη αλήθεια είναι ότι αν διαλέξεις να είσαι «μπροστά στις κάμερες» είναι ακριβώς σαν να είσαι ο Οδυσσέας και τελικά να καταφέρεις να λυθείς από τα σκοινιά και να κατέβεις στην Ανθεμόεσσα, το νησί των Σειρήνων….
Κι εδώ ως γνωστόν η ξεχνάς τον προορισμό σου ή κατασπαράζεσαι…
Επειδή είχα επίσης την ευλογία στην επαγγελματική μου ζωή να κάνω πολλή «λάντζα» είχα την ευκαιρία να δω το έργο από όλες τις πλευρές. Ήξερα τι σημαίνει για παράδειγμα να μπαίνω , ως αρχισυντάκτρια με παρουσιαστή μαζί, σε γραφείο στελέχους, να απολαμβάνει και να καμαρώνει για τις φιλοφρονήσεις οι οποίες συνήθως ολοκληρώνονται με το γνωστό… «χτύπημα στην πλάτη» ( «χτύπημα στην πλάτη»… αλλιώς, σφραγίδα που αναγράφει την ημερομηνία λήξης σου…) και με το που έκλεινε την πόρτα ο ταλαίπωρος η απαξία και οι χαρακτηρισμοί να πηγαίνουν σύννεφο…
Ήξερα επίσης τι σημαίνει να ξεκινάς παρουσιαστής ως ένας κανονικός άνθρωπος ή τουλάχιστον έτσι πιστεύαμε οι γύρω του- και να καταλήγεις ημίτρελος και να πετάς ότι αντικείμενο βρεις μπροστά σου γιατί τα νούμερα δεν ήταν τόσο καλά όσο τα χθεσινά ( από το 23% να πηγαίνεις στο 18% …). Ήξερα βέβαια και τι σημαίνει να είσαι παρουσιαστής στο ξεκίνημα σου, και να έχεις αρχισυντάκτη που να σε βρίζει και να σε ελέγχει από το πρωί μέχρι το βράδυ από τον ποιον θα δεις , τι θα φορέσεις μέχρι με ποιον θα κάνεις σχέση ( το λέω ευγενικά ) για τις ανάγκες του ρόλου που λένε και στο θέατρο…
Ήξερα τι σημαίνει κάθε μέρα να δίνεις εξετάσεις για την οργάνωση της εκπομπής, για τα αποκλειστικά θέματα Ήξερα πώς είναι να μαζεύεις απόνερα καυγάδων και εντάσεων, να διαχειρίζεσαι σωστά τις παλαβομάρες και τις υστερίες να βρίσκεις διεξόδους εκτόνωσης της έντασης να έχεις τα νώτα σου φυλαγμένα από κακοτοπιές και να γνωρίζεις ποιοι είναι «ευνοούμενοι» και ποιοι όχι, μία λίστα που αλλάζει καθημερινά. Τι, όχι;
Με τις γνώσεις αυτές λοιπόν και όχι μόνο, και πάντα έχοντας στο πίσω μέρος του μυαλού μου «την υπογραφή μου», όπως την πρώτη φορά, φροντίζοντας πάντα να νιώθω «καθαρή» και υπερήφανη όπως με είχαν μάθει από το σπίτι μου, αποφάσισα να λυθώ και να κατέβω στο νησί…
Επί 18 ολόκληρα χρόνια έζησα εκεί. Ναι. Πολλές φορές φαίνεται να ξέχασα τον προορισμό μου. Ναι. Δεν ήταν λίγες οι φορές που τουλάχιστον μέσα μου ένιωσα «ημίτρελη» γιατί αγωνιούσα για την στιγμή του «χτυπήματος στην πλάτη» αλλά και γιατί δεν μπόρεσα ποτέ να συμφιλιωθώ με την ιδέα ότι ως «δημόσιο» πρόσωπο μπήκα αμέσως στην κατηγορία εκείνων που μπορούν να γίνονται «βορά» στο στόμα και στην «πένα» του καθενός. Μην πείτε κουβέντα. Γιατί έχετε δίκιο σε αυτό που σκέπτεσθε…
Τίποτα από τα δύο δεν γλίτωσα να ξέρετε… Γιατί πάντα έλκουμε τους φόβους μας… Και γιατί έτσι είναι γραμμένος ο μύθος του Οδυσσέα. Αν κατέβεις στο νησί, δεν γλιτώνεις…
Και φτάνουμε στο σήμερα. Πίστευα ότι ήμουν καλά δεμένη στο κατάρτι. Ότι δεν υπάρχει περίπτωση να ενδώσω σε καμία ωραία φωνή και σε κανένα τραγούδι όσο μελωδικό κι αν ήταν. Αλλά ξέχασα να κλείσω και τ’ αυτιά μου. Όμως αυτή τη φορά ήμουν απόλυτα σίγουρη ότι η παραμονή μου στο νησί θα είχε και διάρκεια και ομορφιά. Ήμουν σίγουρη ότι αυτή τη φορά δεν θα ξεχάσω τον προορισμό μου. Δεν υπολόγισα όμως τη δεύτερη τιμωρία. Είχα βλέπετε πολύ εμπιστοσύνη στην «καθαρή υπογραφή» μου, το πάθος μου και την αγάπη μου για τη δουλειά μου και πάνω από όλα, αυτή τη φορά είχα και κάτι καλύτερο ακόμα: Μία μεγάλη αγκαλιά! Την αγκαλιά των πιο όμορφων ανθρώπων! Λατρεμένοι συνεργάτες στη δημοσιογραφική ομάδα, σπάνιας ευγένειας και καθαρότητας για τον χώρο, πρόσωπα στην παραγωγή και μία εταιρεία πραγματικό υπόδειγμα. Όλα ήταν άψογα. Και όλα υπολογισμένα. Όλα εκτός από ένα: Τον αστάθμητο παράγοντα! Αυτόν που όποιος έχει διαβάσει στοιχειωδώς δυο βιβλία ιστορίας θα ξέρει ότι ειδικά σε καιρό πολέμου έχει γίνει αιτία να αλλάξουν χέρια ακόμα και …χώρες. Ένας μικρός, «αστάθμητος παράγων» που μπορεί να φέρει έναν ξαφνικό θάνατο με ό,τι συνεπάγεται αυτό. Και μήπως σε έναν μόνιμο πόλεμο δεν ζούμε;
Το αποδέχομαι γιατί δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Κοιτάζω στα μάτια τους συναδέλφους μου. Τους συνεργάτες μου. Κάνω αγώνα να σταθώ στο ύψος των περιστάσεων. Πιστεύω ότι το έχω καταφέρει. Μπορεί ένας αστάθμητος παράγων αγάπες μου να μας άφησε χωρίς δουλειά αλλά δεν μασάμε. Γιατί εμείς αγαπημένοι μου, έχουμε πάντα «καθαρές υπογραφές» σαν την πρώτη φορά. Γιατί εμείς αγαπημένοι μου έχουμε τη μαγκιά να κοιταζόμαστε στα μάτια όταν μιλάμε. Και να ζητάμε συγγνώμη, και να συγχωρούμε, και να κλαίμε και να γελάμε με την ψυχή μας. Σας ευχαριστώ όλους για μία φορά ακόμη…
Τώρα, πάω εγώ… Πάω να ξαναδεθώ στο κατάρτι μου και σας παρακαλώ, μην μου πείτε « Ό,τι πεις» όταν ζητάω να με λύσετε…