Η καθημερινότητα, οι συγκυρίες της και η τριβή στην οποία υπόκειται το ζευγάρι, είναι αρκετά «κατάλληλες» συνθήκες που ευνοούν παρατηρήσεις, εντάσεις, συγκρούσεις και τσακωμούς, ενώ έχουν ως εφαλτήριο ασήμαντες αφορμές.
Συνήθως κινητοποιούνται από ευρύτερες αιτίες όπως η κούραση, το άγχος ή την έλλειψη χρόνου που προάγουν την αίσθηση ότι ο σύντροφός μας αδιαφορεί, αμελεί τις υποχρεώσεις που έχει απέναντι στις κοινές μας δραστηριότητες, αλλά και προς τις ανάγκες μας.
Έτσι μικροπράγματα που ενοχλούν και δεν διορθώνονται καθώς και η δυσφορία που απορρέει από αυτά, είναι υπεραρκετοί λόγοι για παράπονα, γκρίνια και τελικά τσακωμό. Έτσι ο ένας λαμβάνει τον τίτλο του αδιάφορου-στη καλύτερη περίπτωση- και ο άλλος αυτόν του γκρινιάρη, του καταπιεστικού, του «μη μου άπτου».
Η σύγκρουση μπορεί να είναι εποικοδομητική, όταν μέσω αυτής επικοινωνούμε μηνύματα με σωστό και ωφέλιμο τρόπο. Η οικειότητα όμως συχνά είναι μια παρεξηγημένη έννοια με αποτέλεσμα να μετατρέπουμε τα οικεία μας πρόσωπα σε «σάκους του μποξ» ή «κάλαθους αχρήστων».
Το να είμαστε ειλικρινείς για τα συναισθήματά μας, να μην υποκρινόμαστε και να μην καταπιέζουμε το πώς νιώθουμε γιατί φοβόμαστε ότι θα παρεξηγηθούμε, συνήθως δεν βοηθά ενώ μπορεί να δημιουργήσει διαστρεβλώσεις. Όμως το να «αδειάζουμε» όλη την πραγματικότητα του εαυτού μας στο σύντροφό μας, δεν είναι διόλου ωφέλιμο ή εποικοδομητικό, αλλά μάλλον επιθετικό και αδόκιμο.
Καταλήγοντας, οι συνεχείς τσακωμοί είναι εξίσου επικίνδυνοι με την «άπνοια». Στη μια περίπτωση σχεδόν δεν υπάρχει στιγμή ηρεμίας, ενώ στην άλλη μοιάζει να σιγοβράζει ένα ηφαίστειο. Το να αποφεύγουμε λοιπόν να τσακωνόμαστε είναι εξίσου επικίνδυνο με το να τσακωνόμαστε διαρκώς.
Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να επικοινωνούμε συχνά τις ανάγκες και τις επιθυμίες μας στον σύντροφό μας, να μην τα “κρατάμε” δηλαδή μέσα μας γιατί αυτό οδηγεί σε θυμό αλλά εξίσου πρέπει και ν΄ακούμε, ν΄ακούμε αληθινά αυτά που αρέσουν ή ενοχλούν τον αγαπημένο μας.