Ακόμη και ο όλεθρος του πολέμου μπορεί να είναι λιγότερο ή περισσότερο ισοπεδωτικός, λιγότερο ή περισσότερο μοιραίος αναλόγως με τη συγκυρία, και στην προκειμένη περίπτωση εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς πως δεν μπορούσε να έρθει σε χειρότερη στιγμή. Η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία ενώ είχαν ήδη ενσκήψει δεινά απειλητικά τόσο για τις οικονομίες όσο και για την επιβίωση της ανθρωπότητας και είναι σαφές ότι προσθέτει μία ακόμα μείζονα απειλή. Σε έναν πλανήτη έτοιμο να γονατίσει από την κλιματική αλλαγή και με τους ιθύνοντες ανά τον κόσμο να την αντιμετωπίζουν κατόπιν εορτής, με μια παγκόσμια γεωργία πληγείσα από ξηρασίες, πλημμύρες, παγετούς και πυρκαγιές και με την πανδημία να έχει φράξει τις οδούς της διανομής των αγαθών, το χειρότερο που μπορούσε να συμβεί ήταν να αποκλειστούν οι εξαγωγές βασικών ειδών διατροφής από τους δύο μεγαλύτερους σιτοβολώνες της Ευρώπης, τη Ρωσία και την Ουκρανία.
Οι προειδοποιήσεις για τον κίνδυνο διατροφικής κρίσης είχαν προηγηθεί της εισβολής, αλλά τις τελευταίες τρεις εβδομάδες πυκνώνουν διαρκώς και έρχονται από κάθε πλευρά. Από διεθνείς οργανισμούς μέχρι επιχειρήσεις και Ρώσους βιομηχάνους, το σήμα κίνδυνου είναι το ίδιο: όχι μόνον θα πληγεί η παγκόσμια οικονομία, όχι μόνον θα φτάσουν σε απαγορευτικά επίπεδα οι τιμές των τροφίμων αλλά ο πλανήτης ολόκληρος θα αντιμετωπίσει ελλείψεις τροφίμων. Αιτία θα είναι η απουσία των σιτηρών αλλά και του καλαμποκιού της Ρωσίας και της Ουκρανίας από την παγκόσμια αγορά, η διακοπή της αγροτικής παραγωγής στην Ουκρανία, καθώς οι αγρότες επιστρατεύθηκαν, η απουσία του ηλιέλαιου, που επίσης παράγεται και στις δύο χώρες, αλλά και η ανεπάρκεια ή και πλήρης έλλειψη ρωσικών λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων που θα μειώσει καίρια την αγροτική παραγωγή σε άλλες χώρες.
Οι δύο εμπόλεμες χώρες αντιπροσωπεύουν το 1/4 των παγκόσμιων εξαγωγών σιτηρών και σχεδόν το 1/3 των παγκόσμιων εξαγωγών σιταριού και πάνω από 50 χώρες εξαρτώνται αποκλειστικά από αυτές για το βασικότερο είδος διατροφής. Αντιπροσωπεύουν, επίσης, το 70% με 80% της παγκόσμιας παραγωγής του είδους, με τον ηλίανθο από τον οποίο προέρχεται να είναι το εθνικό λουλούδι της Ουκρανίας. Κι ενώ η απουσία των ρωσικών και των ουκρανικών σιτηρών θα πλήξει περισσότερο τις αφρικανικές χώρες, η έλλειψη ηλιέλαιου θα πλήξει την Ευρώπη, καθώς η Ε.Ε. εισάγει περίπου 200.000 τόνους ηλιέλαιο από την Ουκρανία κάθε χρόνο.
Εξίσου βασικό είδος διατροφής, το καλαμπόκι παράγεται σε Ρωσία και Ουκρανία, με τις δύο χώρες να κατέχουν την τέταρτη και την πέμπτη θέση στον κόσμο σε εξαγωγές του είδους και να αντιπροσωπεύουν από κοινού περίπου το 1/5 της παγκόσμιας παραγωγής. Αν δεν είχε μεσολαβήσει ο πόλεμος, η Ουκρανία περίμενε πως θα είχε φέτος τη μεγαλύτερη σοδειά στην ιστορία της και θα εξήγαγε σχεδόν το 80% της παραγωγής της σε καλαμπόκι. Τα λιμάνια της χώρας είναι όμως κλειστά τώρα και το καλαμπόκι που έχει ήδη παραχθεί στην Ουκρανία δεν προβλέπεται να εξαχθεί. Το χειρότερο όλων είναι πως το καλαμπόκι προορίζεται όχι μόνον για ανθρώπινη κατανάλωση αλλά και για την παραγωγή ζωοτροφών. Οι ελλείψεις καλαμποκιού σε πολλά μέρη του κόσμου αναμένεται να οδηγήσουν τις τιμές του κρέατος σε απαγορευτικά ύψη και τελικά ακόμη και σε ανεπάρκεια παραγωγής κρέατος.
Αδειάζουν τα ράφια σε σούπερ μάρκετ της Ευρώπης
Η πλέον ηχηρή προειδοποίηση για τη διαφαινόμενη διατροφική κρίση προήλθε μέσα στην εβδομάδα από την Οργάνωση Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών (FAO) που προβλέπει πως σύντομα θα υπάρξουν ελλείψεις ζυμαρικών, ψωμιού και δημητριακών, καθώς η παραγωγή τους βασίζεται στα σιτηρά των δύο χωρών. Στη Γερμανία η Ενωση Βιομηχανιών Επεξεργασίας Ελαιούχων Σπόρων έχει ενημερώσει τους καταναλωτές ότι η χώρα εισάγει το 90% των ελαιούχων σπόρων, ότι ενδεχομένως να υπάρξουν ελλείψεις μαγειρικού λαδιού αλλά και ζωοτροφών και ότι «θα είναι πολύ δύσκολο να υποκατασταθούν αυτά τα είδη» στο εγγύς μέλλον. Οι προειδοποιήσεις τείνουν ήδη να προκαλέσουν πανικό στους Ευρωπαίους καταναλωτές που μετά την εμπειρία της πανδημίας και αφού αγόρασαν μαζικά χαρτιά υγείας τώρα αδειάζουν όσα ράφια των σούπερ μάρκετ είχαν ζυμαρικά, δημητριακά, ηλιέλαιο και κονσέρβες. Ηδη στην Ιταλία και την Ισπανία έχουν εισάγει ένα είδος κουπονιών για την αγορά ηλιέλαιου, καθώς οι καταναλωτές άρχισαν να αγοράζουν μανιωδώς το είδος μετά την έναρξη του πολέμου και στη βόρεια Ιταλία έχουν σημειωθεί ελλείψεις ζυμαρικών στα σούπερ μάρκετ.
Στη Γερμανία εμπορικές ενώσεις μιλούν για «hamsterkauf», όπως χαρακτηρίζονται οι αγορές πανικού ενόψει πολέμου. Σε σούπερ μάρκετ της Φρανκφούρτης έχει αναρτηθεί επιγραφή που καλεί τους καταναλωτές να δείξουν αλληλεγγύη στους γείτονές τους και να μην αποθηκεύουν τρόφιμα αφού δεν χρειάζεται. Η ίδια φρενίτιδα έχει, άλλωστε, εκδηλωθεί στην Τουρκία που προσπαθεί να αντιμετωπίσει τη διαφαινόμενη έλλειψη επιδοτώντας την καλλιέργεια ηλίανθου στη χώρα. Οι ελλείψεις ηλιέλαιου πλήττουν όμως όχι μόνον τους καταναλωτές αλλά και τις επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν το είδος στην παραγωγή τηγανιτών δημητριακών ή τσιπς και θα αναγκαστούν να αυξήσουν περαιτέρω τις τιμές. Στη Σουηδία, άλλωστε, έχουν αυξηθεί κατά 20% οι πωλήσεις όχι μόνον ζυμαρικών και δημητριακών αλλά και γάλακτος σε σκόνη και τροφίμων σε κονσέρβες, καθώς επικρατεί ανησυχία για το ενδεχόμενο επέκτασης του πολέμου.
Η Ρωσία έχει, άλλωστε, διαδραματίσει καίριο ρόλο στην πρόκληση διατροφικής κρίσης στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν. Το 2010 όταν η Ρωσία επλήγη από ξηρασία και μειώθηκε η παραγωγή σιτηρών, ο Ρώσος πρόεδρος απαγόρευσε πλήρως τις εξαγωγές σιτηρών, ενώ το 2020 όταν η πανδημία εξώθησε τις χώρες στη λήψη μέτρων επέβαλε περιορισμούς στις εξαγωγές, όχι μόνον των σιτηρών αλλά και άλλων ειδών διατροφής όπως η ζάχαρη. Δεδομένης της σοβαρότητας που παρουσιάζει σήμερα η κατάσταση, ο επικεφαλής των οικονομολόγων της FAO, Μάξιμο Τορέρο, απηύθυνε έκκληση τόσο στη Ρωσία όσο και σε όλες τις χώρες να μην επιβάλουν περιορισμούς στις εξαγωγές και να κρατήσουν τις αγορές τροφίμων ανοικτές ώστε να μην προκληθεί τεχνητή εκτόξευση των τιμών των τροφίμων και τεχνητές ελλείψεις στην παγκόσμια αγορά.
Μεγάλο πρόβλημα στην αγροτική παραγωγή από τα λίγα και ακριβά λιπάσματα
«Ο μισός πληθυσμός του πλανήτη οφείλει τα τρόφιμα που καταναλώνει στην ύπαρξη των λιπασμάτων και αν σημειωθούν ελλείψεις ορισμένων ειδών λιπασμάτων για συγκεκριμένες καλλιέργειες, τότε η σοδειά θα μειωθεί κατά 50%». Η προειδοποίηση προέρχεται από τον Σβάιν Τορ Χόλσετερ, επικεφαλής μιας από τις μεγαλύτερες βιομηχανίες λιπασμάτων στον κόσμο, της Yara International, που δραστηριοποιείται σε περισσότερες από 60 χώρες και προμηθεύεται το μεγαλύτερο μέρος των πρώτων υλών της από τη Ρωσία. Μιλώντας στο BBC, ο κ. Χόλσετερ χαρακτήρισε τον πόλεμο στην Ουκρανία «καταστροφή πάνω σε μια άλλη καταστροφή» και υπογράμμισε πόσο ευάλωτη στις κρίσεις είναι η παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα των τροφίμων. Αναφερόμενος στις υψηλές τιμές των πρώτων υλών που χρειάζεται η βιομηχανία λιπασμάτων, τόνισε πως «η κατάσταση ήταν ήδη δύσκολη πριν από τον πόλεμο και τώρα έχει κοπεί η εφοδιαστική αλυσίδα και πλησιάζουμε στην εποχή που το βόρειο ημισφαίριο χρειάζεται μεγάλο όγκο λιπασμάτων για τις καλλιέργειες». Θεωρεί, έτσι, βέβαιο ότι θα υπάρξει πρόβλημα και δεδομένη τη διατροφική κρίση τονίζοντας πως «το θέμα δεν είναι αν θα υπάρξει, αλλά το πόσο μεγάλη θα είναι».
Η Ρωσία είναι ένας από τους σημαντικότερους προμηθευτές λιπασμάτων αλλά και πρώτων υλών για λιπάσματα και φυτοφάρμακα, όπως η ποτάσα και το φωσφορικόν άλας, που είναι αναγκαία για την ανάπτυξη των φυτών και των καλλιεργειών. Σύμφωνα με το γερμανικό Ινστιτούτο Ερευνών για Θέματα Πολιτικής Τροφίμων, η ρωσική παραγωγή αντιπροσωπεύει συγκεκριμένα το 15% του παγκόσμιου εμπορίου σε αζωτούχα λιπάσματα και το 17% των παγκόσμιων εξαγωγών ποτάσας. Πολλές χώρες της Ευρώπης και της Κεντρικής Ασίας εισάγουν από τη Ρωσία τουλάχιστον το 50% των λιπασμάτων που χρησιμοποιούν και οι αρχές αρκετών από αυτές τις χώρες έχουν προειδοποιήσει πως δεν θα μπορέσουν να υποκαταστήσουν μεσοπρόθεσμα αυτές τις εισαγωγές. Και βέβαια το φυσικό αέριο που εξάγει η Ρωσία είναι αναγκαίο για την παραγωγή των λιπασμάτων.
Λίγες ώρες μετά τις δηλώσεις του κ. Χόλσετερ στο BBC, η κυβέρνηση της Ρωσίας απαγόρευσε τις εξαγωγές λιπασμάτων και οι αναλυτές της αγοράς προειδοποιούν ότι η κίνηση αυτή συνεπάγεται, όχι μόνον πολύ ακριβότερα λιπάσματα αλλά και ελλείψεις λιπασμάτων και συνεπώς μειωμένες σοδειές, ακριβότερα και λιγότερα τρόφιμα. Σχετικό ρεπορτάζ της Deutsche Welle αναφέρει πως στη Γερμανία έχουν ήδη αντιμετωπίσει σοβαρό πρόβλημα όσοι καλλιεργούν δημητριακά, ζάχαρη, ζαχαροκάλαμα και καλαμπόκι και ο λόγος είναι οι υψηλές τιμές των λιπασμάτων. Από το περασμένο έτος η υψηλή ζήτηση και το αυξημένο κόστος των πρώτων υλών οδήγησαν σε υψηλά επίπεδα τις τιμές. Η άνοδος του κόστους των πρώτων υλών σε συνδυασμό με την εκτόξευση της τιμής του φυσικού αερίου ανάγκασε πέρυσι τη Yara να αναστείλει περίπου το 40% της παραγωγής της στην Ευρώπη. Σύμφωνα με την Οργάνωση Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών (FAO), οι τιμές των λιπασμάτων πρόκειται να αυξηθούν κατά 13% μέχρι το 2023 με αποτέλεσμα να αυξηθεί δραματικά το κόστος της παραγωγής, αλλά και να μειωθεί η σοδειά για το διάστημα 2022-2023. Η ανησυχία είναι, άλλωστε, έντονη στη Βραζιλία καθώς ο αγροτικός της τομέας εισάγει από τη Ρωσία και τη Λευκορωσία το 85% των πρώτων υλών που χρειάζονται για την παραγωγή λιπασμάτων.
Παρέμβαση G7
Σε κοινό ανακοινωθέν, οι υπουργοί των χωρών του G7 κάλεσαν «όλες τις χώρες να διατηρήσουν ανοικτές τις αγορές των τροφίμων και των αγροτικών προϊόντων και να αντισταθούν σε οποιαδήποτε αδικαιολόγητα μέτρα απαγόρευσης εξαγωγών». Προειδοποίησαν επίσης πως το G7 «δεν θα ανεχτεί τεχνητά αυξημένες τιμές, που θα περιορίσουν τη διαθεσιμότητα τροφίμων και αγροτικών προϊόντων».
«Καμπανάκι» FAO
Εφιστώντας την προσοχή των κυβερνήσεων στις επιπτώσεις των μέτρων που λαμβάνουν για να διασφαλίσουν επάρκεια τροφίμων, ο επικεφαλής των οικονομολόγων της FAO, Μάξιμο Τορέρο, τόνισε πως «όσα κάνουν τώρα οι χώρες επιδεινώνουν το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε ήδη με τις τιμές των τροφίμων, και ο πόλεμος ενδέχεται να μας οδηγήσει σε μια παγκόσμια διατροφική κρίση».
Επιπτώσεις
Οχι απλώς ως επικριτής του Ρώσου προέδρου αλλά με την ιδιότητα του βιομηχάνου παραγωγής λιπασμάτων και άνθρακα, ο Ρώσος Αντρέι Μελνιτσένκο προειδοποίησε πως, αν δεν σταματήσει ο πόλεμος, οι τιμές των λιπασμάτων και των φυτοφαρμάκων εκτοξεύονται με τέτοια ταχύτητα, ώστε οι αγρότες δεν μπορούν να τα αγοράσουν και θα υπάρξει έλλειψη τροφίμων.
Πηγή: Εφημερίδα Καθημερινή