Για τις αλλαγές με τα εμβόλια από Δευτέρα, την κατάσταση στο ΕΣΥ και τις συνεχείς πιέσεις που δέχονται τα νοσοκομεία της χώρας λόγω του τέταρτου κύματος της πανδημίας, μίλησε -μεταξύ άλλων στην εκπομπή «ΕΠΤΑ» της ΕΡΤ- η αναπληρώτρια υπουργός Υγείας, Μίνα Γκάγκα.
Η αναπληρώτρια υπουργός Υγείας ανέφερε ότι και τα 9 εμβόλια που αναγνωρίζει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας θα μπορούν να πιστοποιούνται από τη σχετική πλατφόρμα από τη Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου.
Αναφορικά με πόσο ανοχύρωτοι θα είναι, μετά από έξι μήνες, όσοι σπεύσουν να εμβολιαστούν και με την τρίτη δόση, η ίδια σημείωσε: «Φαίνεται ότι υπάρχει μικρότερη προστασία από το εμβόλιο μετά από τους τέσσερις μήνες, οπότε η δόση μετά από τον τέταρτο μήνα είναι σημαντική. Τα προβλήματα που βλέπουμε μέχρι τώρα -είναι λίγοι, κάτω από το 20% αυτοί που νοσηλεύονται στις μονάδες- είναι ότι νοσούν αυτοί που έχουν κάνει τα εμβόλιά τους Ιανουάριο, Φεβρουάριο και Μάρτιο. Και αυτοί που είναι εμβολιασμένοι και νοσηλεύονται στις μονάδες, είναι άνθρωποι άνω των 80 ετών, είναι άνθρωποι που έχουν συνυπάρχοντα νοσήματα, κακοήθειες, ανοσοανεπάρκειες. Και η ανοσιογόνος παχυσαρκία είναι ένας σημαντικός παράγοντας κινδύνου. Δεν μπαίνει εύκολα ένας προηγουμένως υγιής στη μονάδα».
Όπως επισήμανε η κα Γκάγκα για την κατάσταση στην Ελλάδα σήμερα με την πανδημία, το Εθνικό Σύστημα Υγείας πιέζεται, αναφέροντας ενδεικτικά τις νοσοκομειακές μονάδες της Θεσσαλονίκης, δηλαδή της 4ης ΥΠΕ, τα οποία έκαναν 16.700 εισαγωγές σε non covid περιστατικά και κοντά στις 3.000 περιστατικά κορωνοϊού, με τα τελευταία να πρόκειται για βαριά ασθενείς.
«Η πίεση είναι μεγάλη συνεχώς δύο χρόνια και έχουν κουραστεί όλοι πάρα πολύ και αισθάνονται ότι αυτό το κύμα δεν τελειώνει. Θα βγούμε από αυτόν τον “εφιάλτη” αν προσέχουμε ο ένας τον άλλον, αν τηρούμε τα μέτρα, αν φοράμε τις μάσκες, αν έχουμε εμβολιαστεί», είπε χαρακτηριστικά η κ. Γκάγκα.
Ερωτηθείσα με αφορμή τις βολές της αντιπολίτευσης για την κατάσταση με τις κλίνες στο Εθνικό Σύστημα Υγείας και για το αν υπήρξε επαρκής προετοιμασία τα δύο αυτά χρόνια, η ίδια μεταξύ άλλων επισήμανε: «Και από την προηγούμενη ηγεσία του υπουργείου Υγείας έγινε ότι ήταν ανθρωπίνως δυνατόν. Οι μονάδες από 570 κλίνες ΜΕΘ έχουν γίνει τώρα 1.300. Φέτος έγιναν λ.χ. στο νοσοκομείο “Σωτηρία” 50 νέες μονάδες από τη δωρεά της Βουλής και άλλα 5 με τη δωρεά ιδιώτη, άρα οι κλίνες αυξήθηκαν. Δεν μένει διασωληνωμένος άρρωστος στο θάλαμο, παρά ελάχιστες φορές και για λίγες ώρες».
«Η μεγάλη πλειοψηφία των ασθενών είναι μέσα κατευθείαν μέσα στις ΜΕΘ με το που διασωληνώνονται, υπάρχουν και κάποιοι άνθρωποι που περιμένουν περισσότερο», πρόσθεσε επίσης.
«Έχουμε ήδη πολύ μεγάλη βοήθεια από τον ιδιωτικό τομέα στη Θεσσαλονίκη και τη Λάρισα με απλές κλίνες και ΜΕΘ, ενώ και στην Αθήνα επίσης ετοιμαζόμαστε να κάνουμε το ίδιο, όπως είχαμε και πέρυσι. Μέχρι στιγμής υπάρχει συνεννόηση και δεν έχει χρειαστεί επίταξη. Αν χρειαστεί και δεν υπάρχουν λύσεις, θα κάνουμε ό,τι είναι δυνατόν για να μην υπάρξει πρόβλημα με την υγεία κανενός», πρόσθεσε.
Η αναπληρώτρια υπουργός αναφέρθηκε και στη μετάλλαξη Όμικρον, υπογραμμίζοντας: «Τα συμπτώματά της φαίνεται να είναι ήπια -αυτή ήταν η ανακοίνωση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας χθες. Φαίνεται να είναι μεταδοτική, δεν έχουμε ακόμα αρκετά στοιχεία. Για να δούμε και τον εμβολιασμό και το πώς εξελίσσεται η νόσος θέλουμε χρόνο, είναι κάτι καινούργιο. Θα ξέρουμε πολύ περισσότερα την ερχόμενη εβδομάδα και πολύ περισσότερο στις δύο εβδομάδες. Έχουμε δύο πιθανά κρούσματα Όμικρον στην Αθήνα που θα επιβεβαιωθούν ή δεν θα επιβεβαιωθούν».