Οι στατίνες βρίσκονται στην πρώτη γραμμή αγωγής για τη ρύθμιση της υψηλής χοληστερόλης, προστατεύοντας παράλληλα από καρδιακή προσβολή ή εγκεφαλικό επεισόδιο. Η χρήση τους ωστόσο φαίνεται ότι μπορεί να αυξήσει τις πιθανότητες εκδήλωσης διαβήτη σύμφωνα με νεότερη μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο The BMJ.
Πιο συγκεκριμένα, διαπιστώθηκε ότι η ροσουβαστατίνη αυξάνει τον κίνδυνο της μεταβολικής νόσου. Ωστόσο, τόσο η ροσουβαστατίνη όσο και η ατορβαστατίνη είναι «εξίσου αποτελεσματικές» στην αποτροπή καρδιακών προσβολών, εγκεφαλικών επεισοδίων και θανάτου για άτομα με στεφανιαία νόσο. Εντούτοις, ενώ η ροσουβαστατίνη συσχετίζεται με μειωμένα επίπεδα χοληστερόλης, οι επιστήμονες σημειώνουν ότι ενέχει μεγαλύτερο κίνδυνο ανάπτυξης διαβήτη σε σύγκριση με την ατορβαστατίνη.
H χρήση των στατινών για τη μείωση της χοληστερόλης LDL, της λεγόμενης «κακής» χοληστερόλης, συνιστάται σε ασθενείς με στεφανιαία νόσο, μια κατάσταση κατά την οποία τα αιμοφόρα αγγεία που τροφοδοτούν την καρδιά αποφράσσονται. Ωστόσο, μόνο λίγες προηγούμενες δοκιμές έχουν συγκρίνει αυστηρά τις μακροπρόθεσμες κλινικές επιπτώσεις αυτών των δύο ισχυρών στατινών σε αυτή την κατηγορία ασθενών.
Οι ερευνητές ανέλυσαν τα αποτελέσματα της κλινικής δοκιμής LODESTAR. Στη μελέτη συμμετείχαν 4.400 ενήλικες ηλικίας κατά μέσο όρο 65 ετών, όλοι διαγνωσμένοι με στεφανιαία νόσο σε 12 νοσοκομεία της Νότιας Κορέας. Κατά την έναρξη της δοκιμής, καταγράφηκαν τα ιατρικά στοιχεία και τα στοιχεία του τρόπου ζωής, ενώ οι συμμετέχοντες ορίστηκαν τυχαία σε ημερήσιες δόσεις είτε ροσουβαστατίνης είτε ατορβαστατίνης από τον Σεπτέμβριο του 2016 έως τον Νοέμβριο του 2019.
Στη συνέχεια, οι Κορεάτες ερευνητές έκαναν μια σύγκριση μεταξύ των διαφορών των δύο ομάδων όσον αφορά τα συνολικά ποσοστά θανάτου, τις συχνότητες καρδιακών προσβολών, τα εγκεφαλικά επεισόδια και τη στεφανιαία επαναιμάτωση – μια μέθοδος για την αποκατάσταση της ροής του αίματος στα καρδιακά τμήματα. Αξιολόγησαν επίσης άλλες μετρήσεις υγείας, όπως την εμφάνιση διαβήτη τύπου 2, τις εισαγωγές σε νοσοκομεία λόγω καρδιακής ανεπάρκειας, τα σημαντικά περιστατικά θρoμβώσεων και τις επεμβάσεις καταρράκτη.
Από το σύνολο των συμμετεχόντων, το 98,7% (ή 4.341) ολοκλήρωσε τη δοκιμή. Οι ερευνητές δεν παρατήρησαν αξιοσημείωτες διαφοροποιήσεις μεταξύ των δύο ομάδων όσον αφορά τον συνολικό θάνατο, την εμφάνιση καρδιακής προσβολής (έμφραγμα του μυοκαρδίου), τα εγκεφαλικά επεισόδια ή οποιεσδήποτε διαδικασίες επαναγγείωσης.
Η μελέτη δείχνει ότι η ομάδα της ροσουβαστατίνης είχε οριακά μειωμένο μέσο επίπεδο LDL χοληστερόλης καθ’ όλη τη διάρκεια της μελέτης σε σύγκριση με την ομάδα της ατορβαστατίνης. Ωστόσο, οι συμμετέχοντες στη ροσουβαστατίνη παρουσίασαν υψηλότερη συχνότητα εμφάνισης διαβήτη τύπου 2 που απαιτούσε φαρμακευτική αγωγή (7,2%) σε σύγκριση με την ομάδα της ατορβαστατίνης (5,3%). Επιπλέον, μεγαλύτερο ποσοστό της ομάδας της ροσουβαστατίνης χρειάστηκε χειρουργική επέμβαση καταρράκτη (2,5%) σε σχέση με την ομάδα της ατορβαστατίνης (1,5%).
Η ερευνητική ομάδα αναγνωρίζει περιορισμούς, σημειώνοντας ότι η μελέτη αφορούσε μόνο Ασιάτες συμμετέχοντες και ότι η τριετής διάρκειά της ενδέχεται να μην αποτυπώνει επαρκώς τις μακροπρόθεσμες επιδράσεις των δύο τύπων στατίνης. Ωστόσο, τονίζουν ότι τα ευρήματά τους θα πρέπει να προσεγγίζονται προσεκτικά και ότι είναι απαραίτητη μια πιο εμπεριστατωμένη έρευνα με εκτεταμένη παρακολούθηση.
ygeiamou.gr