Παρασκευή, 19 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΚοινωνίαΠόσα χρόνια δουλειάς χρειάζεται ένας Έλληνας για να αγοράσει σπίτι 100 τ.μ.

Πόσα χρόνια δουλειάς χρειάζεται ένας Έλληνας για να αγοράσει σπίτι 100 τ.μ.

Με ετήσια επιβάρυνση στις δόσεις στεγαστικών δανείων άνω των 1.500 ευρώ έρχονται αντιμέτωποι οι δανειολήπτες. Σε σύγκριση με το περσινό καλοκαίρι, η μηνιαία δόση για έναν μέσο ιδιοκτήτη έχει σημειώσει άνοδο τουλάχιστον 150 ευρώ, ενώ αν επαληθευθούν οι εκτιμήσεις για αύξηση του ευρωεπιτοκίου στο 4% έως τον Ιούνιο, τότε το κόστος εξυπηρέτησης μπορεί να ξεπεράσει τα 200-250 ευρώ.

Η αύξηση του κόστους δανεισμού, σε συνδυασμό με τις αυξήσεις τιμών στις κατοικίες άνω του 11% το τρίτο τρίμηνο του 2022 σε ετήσια βάση, δυσκολεύουν ακόμα περισσότερο τον Ελληνα να αποκτήσει δική του στέγη. Ηδη, ο μέσος Ελληνας πρέπει να κοπιάσει περισσότερο από τον μέσο Ευρωπαίο καθώς χρειάζεται οικονομίες 12-14 χρόνων και δουλειάς για να αγοράσει ένα σπίτι 100 τ.μ. Η Ελλάδα, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, εμφανίζει τα μεγαλύτερα ποσοστά δυσκολίας για την απόκτηση κατοικίας από όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, μαζί με την Ιρλανδία. Στο μεγαλύτερο μέρος της ΕΕ απαιτείται η μισή προσπάθεια, περίπου στα 6 με 8 έτη.

Τα στοιχεία της ΕΚΤ
Βάσει των στοιχείων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η αύξηση της μηνιαίας δόσης είναι κατά μέσο όρο 123 ευρώ για δάνειο 130.000 ευρώ και διάρκεια αποπληρωμής 25 ετών. Υπολογίζεται δηλαδή ένα έξτρα βάρος για τα νοικοκυριά άνω των 1.500 ευρώ σε ετήσια βάση. Ενόψει του νέου γύρου των αυξήσεων των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ο έλληνας δανειολήπτης μπορεί να δει σε λίγους μήνες ραγδαία αύξηση στην αποπληρωμή του δανείου του.

Για παράδειγμα, ένας δανειολήπτης στεγαστικού δανείου ύψους 100.000 ευρώ, με μηνιαία δόση στα 500 ευρώ τον Ιούνιο του 2022, θα δει αυξήσεις τους επόμενους μήνες οι οποίες θα ξεπεράσουν τα 700 ευρώ. Το βάρος για τους έλληνες δανειολήπτες με κυμαινόμενο επιτόκιο είναι βαρύ και αναμένεται να παραμείνει σε υψηλά επίπεδα έως το πρώτο εξάμηνο του 2024.

Οι οικονομολόγοι δεν στέλνουν θετικά μηνύματα για το μέλλον. Τα επιτόκια στη ζώνη του ευρώ αναμένεται να παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα έως και το επόμενο καλοκαίρι. Οι δανειολήπτες, εφόσον επιβεβαιωθούν τα σενάρια, θα πρέπει να οπλιστούν με υπομονή, που σημαίνει ότι όσοι αποπληρώνουν δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου θα συνεχίσουν να καταβάλλουν υψηλές δόσεις ακόμη και για τα επόμενα 2-3 χρόνια. Αυτό είναι το διάστημα που ενδεχομένως να χρειαστεί για να υποχωρήσουν ξανά οι δείκτες της ΕΚΤ γύρω από τη ζώνη του 2%.

Από το μηδέν στο κόκκινο
Τα μηνύματα από τους αναλυτές προδιαγράφουν νέα αύξηση των βασικών επιτοκιακών δεικτών στην προσεχή συνεδρίαση της ΕΚΤ στις 16 Μαρτίου, κατά 50 μονάδες βάσης. Θα ακολουθήσουν δύο ακόμη αναπροσαρμογές των 25 μονάδων βάσης, στις 4 Μαΐου και στις 15 Ιουνίου. Αυτό σε αριθμούς σημαίνει ότι το βασικό επιτόκιο του ευρώ από το 3% θα αυξηθεί στο τέλος του α’ εξαμήνου στο 4%. Εκτιμάται ότι θα παραμείνει εκεί μέχρι το δεύτερο εξάμηνο του επόμενου έτους. Αυτό θα φέρει σε υψηλότερα επίπεδα τους δείκτες Euribor, με το οποίο επιτόκιο είναι συνδεδεμένα τα περισσότερα στεγαστικά στην Ελλάδα.

Για την ελληνική πραγματικότητα και φυσικά για τα νοικοκυριά αυτό σημαίνει ότι το κυμαινόμενο επιτόκιο στεγαστικών δανείων μπορεί να φτάσει στο 6,50%-6,7%. Υψηλότερα, δηλαδή, κατά 175 μονάδες βάσης από τα τρέχοντα επίπεδα. Η ανηφόρα του κόστους δανεισμού ξεκίνησε από το περασμένο καλοκαίρι, όταν το Εuribor τριμήνου ήταν -0,50%. Τον Μάρτιο του 2023, το επιτόκιο που συνδέεται με τα κυμαινόμεναστεγαστικά δάνεια έχει αυξηθεί σε υψηλό 15 ετών στο 2,86% και έτσι μαζί με περιθώριο διαμορφώνει το τελικό κόστος δανεισμούστο 5%. Δηλαδή, για ένα δάνειο 100.000 ευρώ με διάρκεια αποπληρωμής στα 15 έτη η μηνιαία δόση είναι στα 810 ευρώ, από 670 ευρώ όταν πλήρωνε με μηδενικό Euribor.

Να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, το κόστος της στέγασης στη χώρα μας, ως πoσοστό του διαθέσιμου εισοδήματος, διαμορφώθηκε το 2021 σε 34,2%. Tο ποσοστό του πληθυσμού που ζει σε νοικοκυριά για τα οποία το κόστος στέγασης υπερβαίνει το 40% του διαθέσιμου εισοδήματός τους (overburden rate) ήταν το 2021 υψηλότερο για όσους ενοικιάζουν (74,6%), έναντι των ιδιοκτητών που αποπληρώνουν στεγαστικό (18,5%).

Πηγή: ot.gr

Ακολουθήστε το seleo.gr στο Facebook και στο Twitter

 

Html code here! Replace this with any non empty text and that's it.

Χορηγός Επικοινωνίας


 

Διαβάστε Ακόμα