Νέα έρευνα «Future Consumer Index Ελλάδα 2022 που έγινε από τις 28 Απριλίου έως και τις 5 Μαΐου 2022 με τη συνεργασία της MRB αποκαλύπτει πώς ψωνίζουν οι Έλληνες.
Τα αποτελέσματα της έρευνας βασίστηκαν στις απαντήσεις 500 Ελλήνων καταναλωτών και έδειξαν μεταξύ άλλων ότι η τιμή είναι το σημαντικότερο αγοραστικό κριτήριο για τους Έλληνες καταναλωτές Αναλυτικά:
Η εν λόγω έρευνα αποτυπώνει μεταξύ άλλων τη πίεση που ασκούν στην αγοραστική δύναμη, αλλά και την ψυχολογία των Ελλήνων καταναλωτών, η σημαντική αύξηση του πληθωρισμού στις παγκόσμιες αγορές και τις ανησυχίες που προκαλεί η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Οι Έλληνες καταναλωτές, έχοντας μόλις αφήσει πίσω τους μια δεκαετή περίοδο δημοσιονομικής προσαρμογής, φαίνεται να βιώνουν έντονα τις οικονομικές επιπτώσεις της παρούσας συγκυρίας.
Επτά στους δέκα (70% εφέτος, από 60% πέρσι) δηλώνουν ότι ξοδεύουν λιγότερα χρήματα σε προϊόντα που δεν είναι πρώτης ανάγκης, ενώ πάνω από τους μισούς καταναλωτές (51% φέτος, από 43% πέρσι) δηλώνουν ότι αγοράζουν μόνο τα απαραίτητα.
Σχεδόν στο σύνολο των επιμέρους κατηγοριών προϊόντων, τα ποσοστά όσων δηλώνουν ότι έχουν περιορίσει τις δαπάνες τους εμφανίζονται αυξημένα σε σχέση με το 2021, ενώ το ίδιο ισχύει και για τις εκτιμήσεις σχετικά με την εξέλιξη των δαπανών τους στους επόμενους τέσσερις μήνες.
Πώς βλέπουν οι Έλληνες καταναλωτές το μεσοπρόθεσμο μέλλον
Ωστόσο, οι Έλληνες καταναλωτές εμφανίζονται πιο αισιόδοξοι για το μεσοπρόθεσμο μέλλον, καθώς το ποσοστό όσων προβλέπουν βελτίωση της οικονομικής τους κατάστασης κατά το επόμενο δωδεκάμηνο (29%) συμπίπτει με αυτούς που αναμένουν επιδείνωση.
Στο περιβάλλον αυτό, η τιμή αναδεικνύεται και φέτος, με διαφορά, ως το σημαντικότερο αγοραστικό κριτήριο, τόσο για το σήμερα (78%), όσο και για την επόμενη τριετία (78%). Παρά τις δυσκολίες πάντως, συγκεκριμένες ομάδες καταναλωτών εμφανίζονται πρόθυμες να πληρώσουν περισσότερα για επιλεγμένες κατηγορίες προϊόντων και, μάλιστα, σε μεγαλύτερο βαθμό από τους καταναλωτές διεθνώς.
Οι νεότερες γενιές είναι πρόθυμες να πληρώσουν περισσότερο για προϊόντα ή υπηρεσίες που προσφέρουν άνεση, πρακτικότητα και ευκολία, η παραγωγική ηλικία 30-49 ετών για καλή εξυπηρέτηση πελατών και εμπειρία, ενώ οι μεγαλύτερης ηλικίας καταναλωτές ακολουθούν πιο συναισθηματικά κριτήρια, δείχνοντας προθυμία να πληρώσουν περισσότερα σε καταστήματα λιανικής της περιοχής τους ή για προϊόντα που παράγονται στη χώρα μας.
Εν αναμονή του επόμενου μεγάλου εκπτωτικού γεγονότος
Στο περιβάλλον αυτό, μεγάλα εκπτωτικά γεγονότα, όπως η Black Friday, οι έκτακτες εκπτώσεις, ή οι στοχευμένες μειώσεις τιμών σε προϊόντα β’ διαλογής, αποκτούν μεγαλύτερη σημασία στη συνείδηση των καταναλωτών, καθώς σημαντικά ποσοστά εναποθέτουν τις ελπίδες τους, ή και το άλλοθι για αυξημένη κατανάλωση, σε παρόμοια γεγονότα.
Δύο στους τρεις (67%), και περισσότεροι μεταξύ των νεότερων ηλικιών, σκοπεύουν να πραγματοποιήσουν αγορές την επόμενη φορά που θα λάβει χώρα ένα μεγάλο αγοραστικό / εκπτωτικό γεγονός, ενώ οκτώ στους δέκα (83%) από αυτούς αναβάλλουν κάποιες αγορές που θέλουν να πραγματοποιήσουν μέχρι τότε. Ωστόσο, μόλις το 15% δηλώνουν ότι θα ξοδέψουν περισσότερα στις εκπτώσεις σε σχέση με πέρσι, έναντι 53% που θα ξοδέψουν τα ίδια και 32% που θα ξοδέψουν λιγότερα.
Οι μάρκες (brands) σε υποχώρηση
Η έρευνα καταγράφει την περαιτέρω αποδυνάμωση της σχέσης του καταναλωτή με τις μάρκες που παρατηρήθηκε στη διάρκεια της πανδημίας. Το 47% των καταναλωτών δηλώνουν ότι οι μάρκες αποτελούν σήμερα λιγότερο σημαντικό κριτήριο κατά τις αγοραστικές τους αποφάσεις, ενώ το 56% των ερωτώμενων, από 41% πριν έναν χρόνο, αναφέρουν ότι έχουν αλλάξει τα brands που αγοράζουν, είτε για να μειώσουν τα έξοδά τους, είτε γιατί επιλέγουν προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, είτε για να υποστηρίξουν την τοπική οικονομία ή καταστήματα της γειτονιάς τους. Μόλις το 17% των Ελλήνων καταναλωτών δηλώνουν διατεθειμένοι να πληρώσουν περισσότερα για brands που εμπιστεύονται.
Την ίδια ώρα, αλλάζουν δραστικά οι προσδοκίες από τα brands. Οι καταναλωτές δεν απαιτούν πλέον μόνο προσιτή τιμή, καλή ποιότητα και εξυπηρέτηση, αλλά και μία ισχυρή ηθική υπόσταση που θα ακολουθεί τις κοινωνικές επιταγές, μέσα από τον ισχυρό περιβαλλοντικό και κοινωνικό αντίκτυπο της επιχείρησης. Χαρακτηριστικά, το 72% των ερωτώμενων πιστεύουν ότι τα brands πρέπει να συμπεριφέρονται με ηθικό τρόπο και σύμφωνα με τις προσδοκίες της κοινωνίας, ενώ το 69% θεωρούν ότι η συμπεριφορά μίας επιχείρησης είναι τόσο σημαντική, όσο και τα προϊόντα και οι υπηρεσίες που προσφέρει, ευρήματα που δημιουργούν για τις επιχειρήσεις και τα brands νέες ευθύνες και προκλήσεις.
Ωστόσο, μόλις 19%, έναντι 38% παγκοσμίως, δηλώνουν ικανοποιημένοι από τις σχετικές δράσεις και πρωτοβουλίες που αναλαμβάνουν οι μάρκες. Επιπλέον, σε μεγάλα ποσοστά, οι καταναλωτές εμφανίζονται έτοιμοι να «τιμωρήσουν» τα brands που δεν ανταποκρίνονται στις προσδοκίες τους, διακόπτοντας ή μειώνοντας τις αγορές τους, ή δημοσιοποιώντας το παράπονό τους.
Το θέμα της υγείας ανησυχεί, αλλά πολύ λιγότερο
Οι Έλληνες καταναλωτές δηλώνουν ότι είναι, πλέον, πολύ πιο σημαντικό αγοραστικό κριτήριο το να είναι ένα προϊόν υγιεινό (61%) και είναι πιο πρόθυμοι να πληρώσουν περισσότερα για προϊόντα που προωθούν την υγεία και την ευεξία (35%), σε σχέση με τους καταναλωτές στον υπόλοιπο κόσμο. Παράλληλα, εμφανίζονται πιο έτοιμοι από το παγκόσμιο δείγμα να επισκεφτούν ξανά τα φυσικά καταστήματα. Τα ζητήματα της υγείας εξακολουθούν να προβληματίζουν τους Έλληνες καταναλωτές, οι ανησυχίες, όμως, έχουν υποχωρήσει, καθώς επισκιάζονται σε μεγάλο βαθμό από τα οικονομικά προβλήματα. Οι ανησυχίες για την υγεία βρίσκονται πλέον στην τρίτη θέση (55%), μετά το κόστος διαβίωσης (74%) και τα οικονομικά (60%), ενώ η ψυχική υγεία ανησυχεί εξίσου με τη σωματική.
Οι online αγορές ήρθαν για να μείνουν
Οι Έλληνες καταναλωτές εξοικειώθηκαν εξ ανάγκης απότομα με το ηλεκτρονικό εμπόριο. Στη φετινή έρευνα, πάνω από τους μισούς (57%) τοποθετούνται θετικά απέναντι στις διαδικτυακές αγορές, και το ποσοστό αυτό κατανέμεται ισομερώς σε όλες τις ηλικιακές ομάδες και κοινωνικές τάξεις. Όταν ρωτήθηκαν πώς θα κάνουν τις αγορές τους, ή αν θα αναζητήσουν προσφορές κατά το επόμενο μεγάλο εκπτωτικό γεγονός, μόλις 7% απάντησαν «κυρίως ή μόνο σε φυσικά καταστήματα». Ωστόσο, μια ισχυρή μειοψηφία εξακολουθεί να τηρεί επιφυλακτική στάση απέναντι στις διαδικτυακές αγορές, περισσότερο στα τρόφιμα και είδη σουπερμάρκετ και, σε μικρότερο βαθμό, στα αγαθά διαρκείας.
Την ίδια ώρα, η αγορά φαίνεται να ξεπερνά πολλά από τα αρχικά προβλήματα που προβλημάτιζαν τους καταναλωτές σε σχέση με τις online αγορές. Ιδιαίτερα, οι αργοί χρόνοι παράδοσης και η ασφάλεια των προσωπικών δεδομένων, που προβλημάτιζαν πέρσι το 49% και 37% των καταναλωτών αντίστοιχα, ανησυχούν σήμερα μόλις έναν στους πέντε. Εξακολουθούν, όμως, να λειτουργούν αποτρεπτικά το υψηλό κόστος παράδοσης (42%) και η δυσκολία στην αλλαγή προϊόντων (29%, με έντονη, όμως, μείωση από το 49% της περσινής έρευνας).
πηγή ΑΠΕ ΜΠΕ