Λογιστή σύντομα θα πρέπει να αναζητήσουν υποχρεωτικά τουλάχιστον 200.000 ελεύθεροι επαγγελματίες, επιτηδευματίες και όσοι έχουν μπλοκάκι.
Με απόφαση του υπουργείου Οικονομικών, από τον φετινό Ιανουάριο καθίσταται υποχρεωτικό να υπογράφονται από λογιστή οι δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος όλων όσοι έχουν έσοδα από 30.000 ευρώ και πάνω τον χρόνο – αντί 50.000 ευρώ ή 150.000 που ίσχυε παλαιότερα.
Αυτό αλλάζει τα πάντα στην αγορά και στους φορολογικούς ελέγχους:
- Για τους λογιστές σημαίνει δουλειές με φούντες, αλλά και ευθύνες αφού αυτοί θα επικυρώνουν με την υπογραφή τους την ακρίβεια των δηλώσεων των πελατών τους. Το κράτος βάζει τους λογιστές σε ρόλο ελεγκτή, ενώ τους στέλνει πακέτο και τους πελάτες που θέλει να ελέγχουν.
- Επιπλέον έξοδα (δαπάνες) για όσους επαγγελματίες έχουν έσοδα (όχι κέρδη) από 2.500 ευρώ τον μήνα και άνω. Αυτό το ποσό μπορεί να μην είναι αμιγώς δικά τους έσοδα, αλλά να περιλαμβάνονται ενδεχομένως και δαπάνες εξοπλισμού που -ως προμηθευτές ή εργολάβοι- τις χρεώνουν στους πελάτες τους.
Από τη νέα ρύθμιση φαίνεται να απαλλάσσονται οι μικροί και πολύ μικροί επαγγελματίες με χαμηλά έσοδα, κάτω από 1.000-2.000 ευρώ τον μήνα. Ωστόσο αυτοί αποκτούν άλλο πρόβλημα: περνούν αυτομάτως στο στόχαστρο της ΑΑΔΕ και παίρνουν σειρά για τακτικό έλεγχο -που πριν δύσκολα θα έφτανε σε αυτούς- καθώς περιορίζεται το αντικείμενο των νεοσύστατων ελεγκτικών κέντρων.
Τι σημαίνει αυτό;
Επειδή με έσοδα κάτω από 30.000 ευρώ τον χρόνο οι μικροί επαγγελματίες κάνουν μόνοι τους τις δηλώσεις δεν εξασφαλίζουν πιστοποιητικό ότι πέρασαν από έλεγχο λογιστή. Θεωρούνται συνεπώς εν δυνάμει ύποπτοι και πολλαπλασιάζονται οι πιθανότητες να χτυπήσει ο έλεγχος την πόρτα τους.
Φοροτεχνικοί σε ρόλο ελεγκτή
Με το νέο καθεστώς, περνάει στους φοροτεχνικούς η ευθύνη για την ακρίβεια των φορολογικών δηλώσεων που υποβάλλουν από φέτος οι επιτηδευματίες πελάτες τους. Και αυτό σημαίνει ότι αναλαμβάνουν να προβαίνουν και σε αναλυτική κατάσταση φορολογικής αναμόρφωσης με τις δαπάνες που δεν αναγνωρίζονται προς έκπτωση από τα φορολογητέα έσοδα.
Όλα αυτά οδηγούν σε ένα παζάρι των επαγγελματιών με τους λογιστές τους για το τι δαπάνες θα δηλώνουν και τι φόρους θα πληρώνουν. Οι φορολογούμενοι μπορεί να αναζητούν έτσι λιγότερο ευθυνόφοβους φοροτεχνικούς, ενώ οι λογιστές από την πλευρά τους να επιλέγουν ή να απορρίπτουν πελάτες, αλλά και να είναι πιο παρεμβατικοί σε όσους ήδη έχουν, προκειμένου να μη χάσουν τον ύπνο τους για τυχόν εμπλοκή σε φορολογικές απάτες ή άλλα ατοπήματα.
Γι’ αυτό, παρότι η πελατεία τους αυξάνεται θεαματικά, πολλοί λογιστές ενδέχεται να τιμολογήσουν ακριβότερα την ανάληψη της επιπλέον ευθύνης που προκύπτει, καθώς δύσκολα ένα λογιστικό γραφείο θα μπορεί να ελέγχει καθημερινά τις δραστηριότητες των εκατοντάδων πελατών του.
Από την άλλη, οι έξτρα χρεώσεις μπορεί να πέφτουν στους νομοταγείς φορολογουμένους. Αντιθέτως, επαγγέλματα υψηλού ρίσκου (τεχνικές εργασίες, επιστήμονες, αγρότες κ.λπ.) που συχνά αποκρύπτουν έσοδα ή δεν εκδίδουν αποδείξεις θα μπορούν να περνούν κάτω από τον πήχη των 30.000 ευρώ, γλιτώνοντας και τη σχετική υποχρέωση να βρουν και να πληρώνουν έξοδα λογιστή.
Το όφελος από την άλλη για τους υπόχρεους φορολογουμένους είναι ότι, έναντι αντιτίμου, πλέον οι δηλώσεις τους θα θεωρούνται κατά τεκμήριον ειλικρινείς. Έτσι ο φορολογικός έλεγχος μετατοπίζεται σε άλλους στόχους, σε δείγμα υποθέσεων που θα επιλέγεται με ανάλυση κινδύνου.
Σημειώνεται ότι τα προηγούμενα χρόνια το υπουργείο Οικονομικών είχε διευρύνει σημαντικά τον αριθμό των επιχειρήσεων και των ελεύθερων επαγγελματιών οι οποίοι υποχρεούνται να υποβάλλουν φορολογικές δηλώσεις με υπογραφή λογιστή. Αρχικά για τους ελεύθερους επαγγελματίες το πλαφόν τζίρου είχε οριστεί στα 150.000 ευρώ (με απλογραφικά ή βιβλία Β’ κατηγορίας) ενώ τα τελευταία χρόνια είχε μειωθεί στα 50.000 ευρώ. Σκοπός του μέτρου είναι να απεμπλακούν οι εφορίες από το κυνήγι της μεγάλης μάζας των φορολογουμένων, ώστε να επικεντρωθεί όλος ο μηχανισμός σε διασταυρώσεις για υποθέσεις που θεωρούνται ύποπτες. Στις περιπτώσεις αυτές οι λογιστές πρέπει να διασφαλίζουν την ακρίβεια των δηλώσεων και φέρουν ευθύνη για τα στοιχεία που περιλαμβάνουν. Σε περίπτωση που εντοπίζονται ανακρίβειες στις δηλώσεις ο φοροτεχνικός χάνει την άδεια άσκησης επαγγέλματος.
Για το Δημόσιο, πάντως, το όφελος είναι πολλαπλάσιο: από την άμεση αύξηση των κερδών των λογιστών (συν ΦΠΑ) μέχρι την αύξηση όλων των φορολογικών εσόδων επειδή οι λογιστές θα είναι υπεύθυνοι για την ορθή φορολογική αναμόρφωση των αποτελεσμάτων με τις δαπάνες που δεν αναγνωρίζονται και αυξάνουν τα φορολογητέα κέρδη, προτού υποβληθεί κάθε δήλωση φορολογίας εισοδήματος.