Κίνηση οχύρωσης απέναντι στις ανατιμήσεις που έχουν περάσει έως τώρα στην αγορά και ειδικότερα στα ελληνικά σούπερ μάρκετ, έχουν κάνει αρκετοί Έλληνες καταναλωτές, περιορίζοντας ή και διακόπτοντας εντελώς τις αγορές προϊόντων πολυτελείας ή και πιθανώς των περιττών καταναλωτικών αγαθών.
Μάλιστα, πρόσφατα στοιχεία της NielsenIQ δείχνουν ότι όσοι επισκέπτονται τις εγχώριες αλυσίδες σούπερ μάρκετ αισθάνονται ότι οι τιμές των προϊόντων συνεχίζουν να κινούνται ανοδικά και φέτος, σε συνέχεια των περσινών ανατιμήσεων. Ένα ακόμα αντίμετρο από πλευράς καταναλωτών στην υφιστάμενη κατάσταση αποτελεί η στροφή σε φθηνότερες μάρκες προϊόντων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ένας στους δύο αγοραστές αναζητά ειδικές τιμές και προσφορές.
Την ίδια στιγμή, ο εκάστοτε καταναλωτής εμφανίζεται πλέον διστακτικότερος στο να πληρώσει για ένα ποιοτικότερο προϊόν, καθότι το σχετικό ποσοστό εκείνων που θα το έκαναν, από 44% που ήταν το 2021, το 2022 μειώθηκε στο 39%. Αυτό που κυρίως επιδιώκουν όσοι ψωνίζουν από ένα σούπερ μάρκετ, είναι να πληρώσουν παραπάνω σε κάποιες των περιπτώσεων, αλλά μόνο για ένα προϊόν που θα τους εξασφαλίσει μεγαλύτερη διάρκεια κατανάλωσης (π.χ. μεγαλύτερες ή οικονομικές συσκευασίες).
Τα σχετικά στοιχεία προέρχονται από έρευνα, επικεφαλής της οποίας ήταν ο Κωνσταντίνος Αγγελολουκάς από πλευράς της NielsenIQ εξετάζουν τις συνήθειες των καταναλωτών σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη καθώς και σε πέντε μεγάλες αστικές περιοχές της χώρας.
Επισημαίνεται ότι ο Έλληνας καταναλωτής έχει ξεκινήσει εκπτώσεις στις δαπάνες του στα σούπερ μάρκετ. Πρόκειται για μείωση δαπανών που σχετίζονται μεταξύ άλλων με τον περιορισμό αγορών βιολογικών προϊόντων ή συγκεκριμένων συστατικών των τροφίμων που αγοράζει, τα οποία ενδεχομένως θα μπορούσαν να αυξήσουν τις τιμές στο ράφι.
Ταυτόχρονα η ζέση που παλαιότερα είχε παρουσιαστεί για τοπικά προϊόντα – κυρίως στη διάρκεια των lockdown και της πανδημίας – φαίνεται να εξασθενεί.
Ο πληθωρισμός αύξησε το μηνιαίο καλάθι κατά 20 ευρώ το μήνα
Ενδεικτικό πάντως των πληθωριστικών αναταράξεων είναι ότι στη διάρκεια του 2022 η μέση μηνιαία δαπάνη των Ελλήνων από τις αλυσίδες σούπερ μάρκετ για προϊόντα νοικοκυριού ανήλθε στα 312 ευρώ – αποτελεί την υψηλότερη τιμή της τελευταίας πενταετίας – σε σχέση με τα 292 ευρώ του 2021, γεγονός που αποτυπώνει τις ανατιμήσεις που πέρασαν στο σύνολο των πωλούμενων αγαθών στα ράφια των αλυσίδων. Θα πρέπει να σημειωθεί πως παρά το γεγονός ότι η μέση μηνιαία δαπάνη του Έλληνα καταναλωτή αυξήθηκε κατά 7% από το 2021 στο 2022, εντούτοις βρίσκεται κάτω από τον μέσο όρο των 341 που ισχύει στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Από το σύνολο των καταναλωτών, 7 στους 10 δηλώνουν ότι γνωρίζουν αρκετά καλά τα προϊόντα που μπαίνουν στο καλάθι τους και αναφέρουν ότι επισκέπτονται σταθερά σε εβδομαδιαία βάση τα σούπερ μάρκετ για την πραγματοποίηση των βασικών τους αγορών. Επίσης, δύο φορές την εβδομάδα επισκέπτονται στα σημεία πώλησης για να πραγματοποιήσουν συμπληρωματικές αγορές. Το 44% δηλώνει ότι γνωρίζει τις τιμές για τα περισσότερα από τα προϊόντα που βάζει στο καλάθι του και το 26% ότι ξέρει όλες τις τιμές για τα προϊόντα που αγοράζει πιο συχνά.
Επιλογή καταστήματος ανάλογα με το ποιο είχε τις χαμηλότερες τιμές
Στη διάρκεια της περασμένης χρονιάς σχεδόν 1 στους 3 αγοραστές διάλεξε κατάστημα, ανάλογα με το ποιο ήταν εκείνο που είχε τις καλύτερες τιμές. Το ποσοστό αυτό συγκεκριμένα, ήταν στα επίπεδα του 30% το 2022 από 24% το 2021 και 22% το 2020. Οι καταναλωτές αναζητούν κυρίως προσφορές σε ψαρικά, φρέσκα προϊόντα, κρέας, προϊόντα περιποίησης σπιτιού, μωρομάντηλα και πάνες.
Στον αντίποδα αναζητούν λιγότερο τις προσφορές σε είδη που σχετίζονται με την παιδική διατροφή, στο φρέσκο γάλα καθώς και ευρύτερα στα γαλακτοκομικά προϊόντα.
Επιπλέον, η ιδιωτική ετικέτα κινείται διαρκώς ανοδικά ως προς την επιλογή της το τελευταίο διάστημα από τους καταναλωτές. Μάλιστα, το 65% όσων την επιλέγουν εισέρχονται σε διαδικασία σύγκρισης τιμών της συγκεκριμένης κατηγορίας προϊόντων με τα επώνυμα, πριν τελικά επιλέξουν τι θα βάλουν στο καλάθι τους. Ένας παράγοντας που ευνοεί την στροφή στην ιδιωτική ετικέτα, είναι και η βελτιούμενη ποιότητα, με αρκετούς να υποστηρίζουν ότι τα συγκεκριμένα αγαθά δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα από τα επώνυμα, θεωρώντας τα σχεδόν εφάμιλλα. Ταυτόχρονα όμως διακρίνουν και μία ικανοποιητική σχέση τιμής και ποιότητας στην ιδιωτική ετικέτα.
Πηγή: capital