Στα γκισέ της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) οδηγήθηκαν τους πρώτους μήνες του 2023 οι Έλληνες, προκειμένου είτε να πουλήσουν είτε να αγοράσουν χρυσές λίρες, στον απόηχο μιας νέας τραπεζικής κρίσης που σε πολλούς έφερε θύμισες του 2008.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία της κεντρικής τράπεζας, μέχρι τα τέλη του περασμένου Μαρτίου είχαν ρευστοποιηθεί σχεδόν 12.000 χρυσές λίρες (έναντι 17.580 τεμάχια το α’ τρίμηνο του 2022), ενώ αγοράστηκαν κάτι παραπάνω από 3.700 τεμάχια (έναντι 3.568 τους πρώτους μήνες του 2022).
Υπενθυμίζεται ότι, όπως έγραψε το newmoney.gr, το τελευταίο διάστημα η τιμή πώλησης της χρυσής λίρας διατηρείται σταθερά πάνω από τα 400 ευρώ/τεμάχιο. Ειδικότερα, από το δεύτερο 10ήμερο του Μαρτίου, οπότε και σταδιακά άρχισαν να ξεδιπλώνονται οι φόβοι για ένα τραπεζικό ντόμινο μέχρι και σήμερα η τιμή της λίρας ακολουθεί μία απίστευτη πορεία, φτάνοντας ακόμη και τα 422 ευρώ/τεμάχιο, υψηλότερα, δηλαδή, από την τιμή που είχε καταγραφεί όταν ξέσπασε ο πόλεμος στην Ουκρανία. Χθες, Παρασκευή, εάν αποφάσιζε κάποιος να πουλήσει τις λίρες του θα λάμβανε 417,94 ευρώ/εκάστη, με την τιμή αγοράς από την ΤτΕ να ξεπερνά τα 503 ευρώ/τεμάχιο.
«Στην Ελλάδα, ειδικά τα τελευταία χρόνια, είθισται οι πωλητές να είναι περισσότεροι από τους αγοραστές, αν και ο αριθμός των πρώτων βαίνει μειούμενος», σχολιάζουν στο newmoney.gr πηγές με γνώση, παραπέμποντας στα σχετικά στοιχεία της ΤτΕ.
Πράγματι, από το 2002, οπότε και άρχισε να γίνεται καταγραφή των αγοραπωλησιών χρυσών λιρών, έως και το 2010, οι συναλλαγές ήταν… εξαψήφιες, με την καμπή να επέρχεται σταδιακά τη δεύτερη 10ετία. «Το στοκ των διαθέσιμων λιρών έχει αρχίσει σιγά – σιγά να μειώνεται. Η μεσαία τάξη, για παράδειγμα, που φέρεται να είχε στην κατοχή της τις περισσότερες λίρες, αναγκάστηκε να τις ρευστοποιήσει όλα τα προηγούμενα χρόνια, σε μία προσπάθεια να επιβιώσει», εξηγούν οι ίδιες πηγές, υπενθυμίζοντας πως ακόμη και εάν οι αγορές ήταν περισσότερες ο χρυσός δεν συνηθίζεται να πωλείται άμεσα. «Κάποιος που αγοράζει χρυσές λίρες δεν το κάνει με σκοπό να τις πουλήσει σε ένα μήνα. Θα τις κρατήσει για τουλάχιστον μία 10ετία, εκτός, βέβαια, εάν είναι ανάγκη», προσθέτουν.