Στο «λαβύρινθο» της συνταξιοδότησης, υπάρχουν ασφαλισμένοι που μπορούν αν παρατείνουν τον εργασιακό τους βίο, θα καταφέρουν μεγαλύτερη σύνταξη από 26,2 ευρώ έως 254 ευρώ (πέραν των αυξήσεων που θα δοθούν το 2023 από την κυβέρνηση)!
Kερδισμένοι φαίνεται πως είναι όσοι αποχωρούν με 40ετία ασφάλισης, πληρωμένων εισφορών.
Το σημείο «κλειδί» λοιπόν είναι τα 40 έτη, καθώς εκεί κορυφώνονται τα «κέρδη» συγκριτικά με τους σημερινούς συντελεστές.
Και αυτό προκύπτει ως εξής:
Από τις 12/5/2016 με τον νόμο Κατρούγκαλου (Νόμος 4387/2016) και εφεξής, η κύρια σύνταξη απαρτίζεται από δύο μέρη: α) την εθνική σύνταξη που χρηματοδοτείται από τον κρατικό προϋπολογισμό και β) την ανταποδοτική σύνταξη που χρηματοδοτείται από τις εισφορές των ασφαλισμένων.
Η ανταποδοτική σύνταξη τελεί σε σχέση αναλογίας με το ύψος των ασφαλιστικών εισφορών που έχει καταβάλει ο ασφαλισμένος και με τα έτη ασφάλισης που έχει διανύσει, ενώ εξαρτάται από τα κατ’ έτος ποσοστά αναπλήρωσης τα οποία αυξήθηκαν με τον νόμο Βρούτση σε όσους ασφαλισμένους έχουν πάνω από 30 συντάξιμα έτη.
Η εθνική σύνταξη καταβάλλεται από τον ΕΦΚΑ σε όλους όσοι θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης εξ ιδίου δικαιώματος ή ανικανότητας ή κατά μεταβίβαση, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις. Ειδικά, στις περιπτώσεις συνταξιοδότησης εξ ιδίου δικαιώματος, η εθνική σύνταξη καταβάλλεται στους δικαιούχους εφόσον διαμένουν μόνιμα και νόμιμα στην Ελλάδα για τουλάχιστον 15 έτη, μεταξύ του 15ου έτους ηλικίας και του έτους κατά το οποίο συμπληρώνουν το προβλεπόμενο όριο ηλικίας καταβολής της σύνταξης.
Η εθνική σύνταξη ορίζεται σε 384 ευρώ μηνιαίως και καταβάλλεται ακέραια εφόσον έχουν συμπληρωθεί τουλάχιστον 20 έτη ασφάλισης. Το ποσό της εθνικής σύνταξης βαίνει μειούμενο κατά 2% για κάθε έτος ασφάλισης που υπολείπεται των 20 ετών, εφόσον έχουν συμπληρωθεί τουλάχιστον 15 έτη ασφάλισης.
Το ποσό της ανταποδοτικής σύνταξης υπολογίζεται με βάση τις συντάξιμες αποδοχές, τον χρόνο ασφάλισης από το 2002 και μετά και ετήσια ποσοστά αναπλήρωσης. Οι συντάξιμες αποδοχές είναι το πηλίκο της διαίρεσης του συνόλου των αποδοχών ή του εισοδήματος του ασφαλισμένου για τα οποία καταβλήθηκαν εισφορές κλάδου σύνταξης από 1/1/2002 μέχρι και την παραμονή της αίτησης συνταξιοδότησης διά του συνολικού χρόνου ασφάλισης της ίδιας περιόδου.
Σημειώνεται πως με τον νόμο Βρούτση, αυξήθηκαν τα ποσοστά αναπλήρωσης για όσους έχουν πάνω από 30 έτη ασφάλισης. Αυτό οδηγεί σε ονομαστικές-πραγματικές αυξήσεις κυρίως στις «νέες» κύριες συντάξεις (όσων έχουν πάνω από 30 έτη ασφάλισης), δηλαδή για εκείνες τις οποίες αιτήθηκαν οι συνταξιούχοι μετά τη 12η Μαΐου 2016.
Επίσης, οδηγεί σε λογιστική αύξηση «παλιές» συντάξεις (όσων έχουν πάνω από 30 έτη ασφάλισης), αλλά όχι σε ονομαστική, καθώς οι καταβαλλόμενες αυτές συντάξεις παραμένουν σε υψηλότερο επίπεδο σε σχέση με τις επανυπολογισθείσες με βάση τον νόμο Βρούτση.
Μεγάλο ρόλο για την τελική ανταποδοτική σύνταξη (εκτός από το ύψος των συντάξιμων αποδοχών) παίζουν και τα χρόνια για τα οποία έχει συνεισφέρει. Αυτό έρχεται να αποτυπώσει το λεγόμενο «ποσοστό αναπλήρωσης».
Το ποσοστό αναπλήρωσης με τον ισχύοντα νόμο 4670/2020 ξεκινάει από 11,55% για 15 έτη ασφάλισης (δηλαδή 4.500 ημερομίσθια), φτάνει το 50% για 40 έτη ασφάλισης (12.000 ημερομίσθια) και αυξάνεται κατά 0,5% για κάθε επιπλέον έτος.
Με αυτόν τον τρόπο, όπως αναφέρει η παραπάνω ανάλυση που έκαναν ΤΑ ΝΕΑ, «πριμοδοτείται» όποιος έχει μείνει για πολλά χρόνια στην αγορά εργασίας και έχει δώσει τα περισσότερα χρήματα συνολικά.
Στα 40 χρόνια κορυφώνονται τα «κέρδη» συγκριτικά με τους σημερινούς συντελεστές. Οσο περισσότερα χρόνια εξασφαλίζει κανείς μέσα στη δεκαετία 30,1-40 έτη ασφάλισης τόσο μεγαλύτερη σύνταξη θα λάβει.
πηγή aftodioikisi.gr