Πρωτοφανής απόφαση από την Κριστίν Λαγκάρντ μετά την πάροδο 11 ετών: Αυξάνονται τα βασικά επιτόκια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) κατά 0,50%, απόφαση που θα «ξεκολλήσει» τα επιτόκια από το … μηδέν και φέρνει στις μνήμες τις εποχές του Ζαν Κλοντ Τρισέ που ήταν ο τελευταίος κεντρικός τραπεζίτης, ο οποίος ανέβασε τα επιτόκια. Εξέλιξη που σαφώς αποτυπώνει την ανησυχία της επικεφαλής της ΕΚΤ για τον πληθωρισμό, επηρεάζει όμως τα δάνεια για νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Έτσι, η ακρίβεια δεν «περιορίζεται» στις τιμές ενέργειας, των πρώτων υλών ή των ειδών super market, αλλά επεκτείνεται –με αυτή την απόφαση της Λαγκάρντ- και στις δόσεις των δανείων νοικοκυριών και επιχειρήσεων, καθώς μέσα στους επόμενους μήνες υπολογίζεται πως θα αυξηθούν… «αυτόματα».
Ο λόγος της αύξησης των επιτοκίων
Με φόντο τον πληθωρισμό που καλπάζει και κινείται εκτός ελέγχου η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ αποφάσισε έπειτα από 11 χρόνια να αναπροσαρμόσει προς τα πάνω τα βασικά επιτόκια της Κεντρικής Τράπεζας. Κάτι που επηρεάζει και όσους έχουν πάρει και αποπληρώνουν δάνεια.
Αυτή η εξέλιξη όχι μόνο καθιστά ακριβότερο το κόστος χρήματος για όσους το σκέφτονται να δανειστούν, αλλά επηρεάζει και εκείνους που ήδη έχουν πάρει δάνειο και εξυπηρετούν κανονικά τις δόσεις τους στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
Γιατί όμως πήρε την συγκεκριμένη απόφαση η πρόεδρος της ΕΚΤ; Η άνοδος των επιτοκίων επηρεάζει αρνητικά την ανάπτυξη, καθώς κάνει πιο ακριβή τη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων που θέλουν να επενδύσουν. Αυτό με τη σειρά του επηρεάζει αρνητικά την απασχόληση και την κατανάλωση. Έτσι, περιορίζεται η ζήτηση και άρα και ο πληθωρισμός.
Τι αλλάζει στα δάνεια νοικοκυριών –επιχειρήσεων
Τι σημαίνουν όμως οι αποφάσεις της ΕΚΤ για επιχειρήσεις, νοικοκυριά και το ελληνικό Δημόσιο; Ουσιαστικά καθιστούν ακριβότερα τα νέα δάνεια και αυξάνουν τα ποσά των μηνιαίων δόσεων για όσα «παλιά» συνδέονται με κυμαινόμενο επιτόκιο.
Έτσι, σε ό,τι αφορά στα δάνεια, η άνοδος των επιτοκίων από την ΕΚΤ επηρεάζει το euribor 3 μηνών το οποίο πέρασε πια σε «θετικό» έδαφος και βρίσκεται σήμερα στο 0,12%. Τα περισσότερα δάνεια στην ελληνική αγορά είναι συνδεδεμένα με το euribor 3 μηνών (σχεδόν 95%).
Σε πολλά από αυτά, το τελικό επιτόκιο δεν λάμβανε υπόψη αρνητικές τιμές του euribor, οπότε δεν θα υπήρχαν μεταβολές στις δόσεις μέχρι σήμερα που πέρασε σε θετικό έδαφος..
Πάντως, η πλειονότητα των δανείων στην Ελλάδα είναι τοκοχρεολυτικά. Αυτό σημαίνει ότι όσο παλαιότερα είναι, τόσο μικρότερο κομμάτι των τόκων αποπληρώνεται. Άρα, η συνέπεια από την άνοδο των επιτοκίων θα είναι σχετικά περιορισμένη. Μεγαλύτερη θα είναι στα νέα δάνεια.
Στα δάνεια με σταθερό επιτόκιο, η επίπτωση αφορά στα νέα δάνεια, καθώς τα νέα σταθερά επιτόκια θα είναι υψηλότερα. Τα σταθερά επιτόκια επηρεάζονται από τις καμπύλες αποδόσεων στα ομόλογα, όπου οι αυξήσεις έχουν φτάσει σε ευρωπαϊκό επίπεδο τις 1,5-2 ποσοστιαίες μονάδες.
Να σημειωθεί πάντως πως οι αυξήσεις των επιτοκίων από την αγορά περνούν πρώτα στα επιτόκια των δανείων, σχεδόν η μισή αύξηση, σε διάστημα ενός μηνός. Η αναπροσαρμογή των σταθερών επιτοκίων στα νέα δάνεια είναι πιο άμεση, εκτός κι αν οι τράπεζες για λόγους ανταγωνισμού απορροφήσουν μέρος του κόστους.
Τι αλλάζει για το Δημόσιο Χρέος
Για το δημόσιο χρέος δεν υπάρχει άμεση επίπτωση, λόγω του ευνοϊκού επιτοκιακού προφίλ με μεγάλες διάρκειες. Ωστόσο, αν ο δανεισμός γίνει συχνός με υψηλότερα επιτόκια, το προφίλ αυτό θα επιδεινωθεί και το κόστος εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους θα αυξηθεί.
Στις καταθέσεις, οι αυξήσεις επιτοκίων είναι μικρότερες και περνούν στον αποταμιευτή αφού η ΕΚΤ αποφασίσει άνοδο μεγαλύτερη των 50 μονάδων βάσης. Οι αυξήσεις στα επιτόκια καταθέσεων γίνονται πιο γρήγορα και σε μεγαλύτερο βαθμό στις μακρινές διάρκειες, ενώ αργούν οι βραχυπρόθεσμες, π.χ. στις καταθέσεις όψεως. Αυτό διότι η βραχυπρόθεσμη ρευστότητα είναι υψηλή λόγω των προγραμμάτων αγοράς ομολόγων, των πακέτων στήριξης και της αύξησης των καταθέσεων.
Αντίκτυπος στην αποπληρωμή δανείων
Αντίκτυπος υπολογίζεται πως θα υπάρξει και στην αποπληρωμή των δανείων:
Ο πληθωρισμός έχει περιορίσει, σε ετήσια βάση το διαθέσιμο εισόδημα των δανειοληπτών κατά 8%-9%.
Οι τράπεζες υπολογίζουν ότι η μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος κατά 20% μπορεί να οδηγήσει σε νέα «κόκκινα» δάνεια έως 300-400 εκατ. ευρώ.
Υπάρχουν εκτιμήσεις για υψηλότερα ποσά, καθώς δάνεια περίπου 9 δισ. ευρώ (περιλαμβανομένων των εξυπηρετούμενων) στηρίζονται άμεσα ή έμμεσα με κάποιο είδος ενίσχυσης κρατικής ή τραπεζικής, σύμφωνα με στοιχεία της ΤτΕ.
πηγή enikonomia.gr