Πληθωρισμό στο 3% φέτος βλέπει η Τράπεζα της Ελλάδος έναντι προηγούμενης πρόβλεψης για 2,8% και έναντι πρόβλεψης της κυβέρνησης στο Πρόγραμμα Σταθερότητας για 2,6%, με την ακρίβεια στα τρόφιμα να επιμένει και να πιέζει τα εισοδήματα των νοικοκυριών.
Ακριβέστερα για τον ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας η ΤτΕ προβλέπει ότι θα διαμορφωθεί σε 2,2% το 2024, θα επιταχυνθεί σε 2,5% το 2025 για να υποχωρήσει ελαφρά σε 2,3% το 2026, ενώ βασικές κινητήριες δυνάμεις της οικονομικής δραστηριότητας θα συνεχίσουν να είναι οι επενδύσεις, η ιδιωτική κατανάλωση και οι εξαγωγές, ενώ η συμβολή της δημόσιας κατανάλωσης αναμένεται οριακά αρνητική. Η Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής που παρουσίασε προχθές ο διοικητής Γιάννης Στουρνάρας χτυπάει καμπανάκι για τις μειώσεις που καταγράφονται λόγω πληθωρισμού στους μισθούς των μεσαίων και υψηλών μισθολογικών κλιμακίων σε αντίθεση με τις αυξήσεις στους χαμηλόμισθους, αλλά και για τους υγειονομικούς κινδύνους που απειλούν τα νοικοκυριά με χαμηλά εισοδήματα λόγω υποβάθμισης της ποιότητας της διατροφής τους. Σε ένα διεθνές περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από νέες αβεβαιότητες και γεωπολιτικές εντάσεις, καθώς και τεχνολογικές και περιβαλλοντικές προκλήσεις, δεν υπάρχει περιθώριο εφησυχασμού, τονίζει ο Γιάννης Στουρνάρας, για να προσθέσει ότι η οικονομική πολιτική θα πρέπει να συνεχίσει στον ίδιο δρόμο των μεταρρυθμίσεων, της αποτελεσματικής χρήσης των διαθέσιμων εγχώριων και ευρωπαϊκών πόρων για την αύξηση των επενδύσεων και της δημοσιονομικής υπευθυνότητας. Η ΤτΕ στην έκθεσή της καταγράφει το σκηνικό σε κρίσιμους και ευαίσθητους τομείς της οικονομίας με βασικές προκλήσεις την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, το υψηλό δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ, το υψηλό ιδιωτικό χρέος, το μεγάλο επενδυτικό κενό, τις χρόνιες αδυναμίες στην αγορά εργασίας, καθώς και τη στενότητα στην αγορά κατοικίας. Ειδικότερα:
Ενώ οι διαδοχικές αυξήσεις στον κατώτατο μισθό έφτασαν σωρευτικά το 48% την τελευταία εξαετία, συμπαρασύροντας έως έναν βαθμό και τους σχετικά χαμηλούς μισθούς έως τα επίπεδα των 1.000-1.200 ευρώ, στα υψηλότερα μισθολογικά κλιμάκια (1.650 ευρώ και άνω), όπου συνήθως βρίσκονται και πιο εξειδικευμένοι εργαζόμενοι, οι μισθοί παρέμειναν σχετικά σταθεροί σε ονομαστικούς όρους, ενώ σε πραγματικούς όρους μειώθηκαν σημαντικά λόγω του πληθωρισμού. Λόγω της στασιμότητας των υψηλών μισθών η προσέλκυση πιο ειδικευμένου προσωπικού έγινε πιο δύσκολη, αφού οι αμοιβές για τις αντίστοιχες θέσεις εργασίας εν τέλει μειώθηκαν σημαντικά σε πραγματικούς όρους εξαιτίας του πληθωρισμού. Ως εκ τούτου, όπως επισημαίνει η ΤτΕ «η χώρα κινδυνεύει όχι μόνο να μην μπορεί να προσελκύσει τους εργαζόμενους που μετανάστευσαν στο εξωτερικό την περίοδο της κρίσης, αλλά και να συνεχίσει να χάνει πολύτιμο ανθρώπινο κεφάλαιο, με αρνητικές επιπτώσεις στις προοπτικές της τεχνολογικής προόδου και της οικονομικής ανάπτυξης».
Είναι απαραίτητες νέες πρωτοβουλίες που θα περιορίσουν τις στρεβλώσεις στην αγορά εργασίας και θα συμβάλουν στη διεύρυνση του εργατικού δυναμικού. Για να καλυφθεί το καίριο κενό εργατικού δυναμικού και δεξιοτήτων στην εγχώρια αγορά εργασίας, η ΤτΕ θεωρεί ότι είναι σημαντική η ενσωμάτωση μεταναστών, καθώς και η θέσπιση κινήτρων για την αντιστροφή της εκροής προς το εξωτερικό εξειδικευμένων ατόμων (brain drain) και την αύξηση της συμμετοχής των ατόμων τρίτης ηλικίας και των συνταξιούχων στο εργατικό δυναμικό. Ωστόσο, πρέπει να οριστεί το θεσμικό πλαίσιο για τις μεταναστευτικές εισροές και να χαραχθούν οι στρατηγικές και οι πολιτικές για τη σταδιακή και επιτυχή ένταξή τους στην κοινωνία.
Οι διαρκώς αυξανόμενες, αν και με επιβραδυνόμενο ρυθμό, τιμές των τροφίμων έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο εισόδημα των νοικοκυριών. Τα νοικοκυριά με χαμηλά εισοδήματα επιβαρύνονται δυσανάλογα σε σύγκριση με νοικοκυριά που βρίσκονται υψηλότερα στην εισοδηματική κατανομή, καθώς υποχρεώνονται να αφιερώσουν ένα μεγαλύτερο αναλογικά μέρος του εισοδήματός τους στην κάλυψη των διατροφικών τους αναγκών. Τα νοικοκυριά με χαμηλά εισοδήματα συχνά ωθούνται στην υποκατάσταση τροφίμων υψηλότερης διατροφικής αξίας από τρόφιμα κατώτερης διατροφικής αξίας, με αποτέλεσμα την υποβάθμιση της ποιότητας της διατροφής τους και ως εκ τούτου τη δημιουργία υγειονομικών κινδύνων για τα μέλη τους.
Η ΤτΕ επιμένει στη διεύρυνση της φορολογικής βάσης με κίνητρα προς τους καταναλωτές για τη μη απόκρυψη των συναλλαγών σε κλάδους με αυξημένη φοροδιαφυγή και με την επαναξιολόγηση των υφιστάμενων φοροαπαλλαγών με γνώμονα την καλύτερη στόχευση της κοινωνικής πολιτικής. Η στόχευση των κοινωνικών δαπανών θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη κριτήρια πέραν των φορολογικών δηλώσεων και συνιστά ενθάρρυνση της χρήσης ηλεκτρονικών μέσων πληρωμών. Η σημαντική και συνεχιζόμενη αύξηση των τιμών των ακινήτων, η οποία οδηγεί και σε άνοδο των ενοικίων, αποτελεί μια σημαντική πρόκληση για το μέσο νοικοκυριό, καθώς καθιστά απαγορευτική την απόκτηση κατοικίας και αυξάνει σημαντικά το κόστος στέγασης, ειδικά για τα νέα ζευγάρια. Κάτι τέτοιο, όπως σημειώνει η ΤτΕ, επιτείνει την κοινωνική ανισότητα, ενώ έχει αρνητικές προεκτάσεις και στον οικογενειακό προγραμματισμό, γεγονός που θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά και το ποσοστό γεννήσεων. Οι συνεχείς μεταβολές στη νομοθεσία και τη φορολογία εκτιμάται ότι επηρεάζουν αρνητικά την επενδυτική και κατασκευαστική δραστηριότητα, σε μια περίοδο κατά την οποία η ζήτηση δεν καλύπτεται από την προσφορά και οι αξίες, ειδικά της κατοικίας, αυξάνονται με ρυθμούς σημαντικά υψηλότερους από ό,τι το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών.
Πηγή:in.gr