Έρευνα του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ δείχνει ότι κατά το α’ εξάμηνο του 2022 τα νοικοκυριά κατέβαλαν πάνω από το 20% του διαθέσιμου μηνιαίου εισοδήματος σε μονάδες αγοραστικής δύναμης: το 6% για ρεύμα και 13,4% για φυσικό αέριο.
Μάλιστα, η Ελλάδα καταγράφει τη δεύτερη χειρότερη επίδοση στους 27 της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών το α΄ εξάμηνο του 2022 με κριτήριο το ποσοστό που αντιπροσώπευαν οι δαπάνες για ηλεκτρικό ρεύμα και για φυσικό αέριο.
Το ίδιο χρονικό διάστημα, οι Έλληνες πάροχοι φυσικού αερίου διατηρούσαν το 2ο υψηλότερο περιθώριο κέρδους στην Ευρώπη.
Ταυτόχρονα, η κλιμάκωση του πληθωρισμού προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από την ενεργειακή κρίση και τον πληθωρισμό ενέργειας, καθώς επίσης και από την οριζόντια διάχυσή του στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας.
Στο παραπάνω διάγραμμα φαίνεται πώς διαμορφώθηκαν οι σχετικές τιμές ηλεκτρικού ρεύματος για οικιακούς και μη οικιακούς καταναλωτές το α’ εξάμηνο στην ΕΕ. Για λόγους σύγκρισης οι τιμές παρουσιάζονται σε μονάδες αγοραστικής δύναμης, αν και ειδικά σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, η εικόνα δεν διαφέρει ιδιαίτερα από όταν οι τιμές είναι εκφρασμένες σε ευρώ.
Τόσο όσον αφορά τους οικιακούς καταναλωτές όσο και τους μη οικιακούς, η Ελλάδα κατέγραψε μακράν τις υψηλότερες προ δημοσιονομικής παρέμβασης τιμές στην ΕΕ. Η τιμή μετά τη δημοσιονομική παρέμβαση παραμένει η υψηλότερη στην περίπτωση των μη οικιακών καταναλωτών και με μεγάλη διαφορά από τον μέσο όρο της ΕΕ.
Η υψηλή τιμή της ενέργειας στην Ελλάδα οφείλεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στις αγοραίες ιδιαιτερότητες του ελληνικού χρηματιστηρίου ενέργειας, στην κυριαρχία του φυσικού αερίου στην τελική διαμόρφωση της τιμής της ενέργειας και στα πολύ υψηλά ενδιάμεσα κόστη.
Σύμφωνα με τον Οργανισμό Συνεργασίας των Ρυθμιστών Ενέργειας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (ACER), το 2021 η Ελλάδα έχει το τρίτο υψηλότερο κόστος διανομής φυσικού αερίου στην ΕΕ, ύστερα από την Πορτογαλία και τη Σλοβακία.
Παράλληλα, κατά το πρώτο μισό του 2022 οι Έλληνες πάροχοι φυσικού αερίου διατήρησαν το δεύτερο υψηλότερο περιθώριο κέρδους στην Ευρώπη.
Λογαριασμοί ρεύματος και διαθέσιμο εισόδημα
Τι δείχνουν, όμως, τα στοιχεία για το ποσοστό του μηνιαίου λογαριασμού ηλεκτρικού ρεύματος και φυσικού αερίου στο προσαρμοσμένο διαθέσιμο εισοδήμα των νοικοκυριών το α’ εξάμηνο του 2022.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι η Ελλάδα είχε τη δεύτερη χειρότερη επίδοση στην ΕΕ όσον αφορά την επιβάρυνση των νοικοκυριών, που ξεπερνούσε το 6% του μηνιαίου διαθέσιμου εισοδήματος σε μονάδες αγοραστικής δύναμης.
Όσον αφορά δε, την αντίστοιχη επιβάρυνση από τον μηνιαίο λογαριασμό φυσικού αερίου, η Ελλάδα κατέγραψε την τρίτη χειρότερη επίδοση στην ΕΕ, με το κόστος να είναι πολύ υψηλότερο σε σχέση με το διαθέσιμο εισόδημα (13,4% σε μονάδες αγοραστικής δύναμης).
Η συγκριτικά μεγάλη αυτή επιβάρυνση από το κόστος της ενέργειας πραγματοποιείται σε μια περίοδο κατά την οποία η οικονομική κατάσταση μεγάλης μερίδας των νοικοκυριών στην Ελλάδα είναι ήδη πολύ δύσκολη.
Ειδικότερα, το 2021 η χώρα μας είχε το μεγαλύτερο ποσοστό νοικοκυριών στην ΕΕ με ληξιπρόθεσμες οφειλές ηλεκτρικού ρεύματος και φυσικού αερίου, ενώ, αντίστοιχα, είχε το υψηλότερο ποσοστό νοικοκυριών των οποίων διακόπηκε η παροχή ρεύματος και αερίου λόγω μη εξόφλησης λογαριασμών.
Δεδομένου ότι το κύμα ακρίβειας εντείνεται διαρκώς το 2022, η εκτίμησή μας είναι ότι η κατάσταση όσον αφορά τις ληξιπρόθεσμες οφειλές και την αδυναμία εξόφλησης λογαριασμών είναι πιθανό να επιδεινωθεί περαιτέρω. Γι’ αυτόν τον λόγο η εξασφάλιση ενέργειας για τα φτωχότερα νοικοκυριά, που αντιμετωπίζουν δυσκολία στην εξόφληση των αυξημένων λογαριασμών, κρίνεται απολύτως αναγκαία.
Ποσοστό νοικοκυριών με ληξιπρόθεσμες οφειλές ρεύματος – αερίου
Τα ευρήματα της έρευνας δείχνουν ότι οι παρεμβάσεις του κράτους στην τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος και η επιδότηση των λογαριασμών περιορίζουν, αλλά δεν αντιμετωπίζουν την κρίση κόστους ζωής.
Το πρόβλημα στη χώρα μας εντοπίζεται στον συνδυασμό της πολύ υψηλής αρχικής τιμής της ενέργειας και στα χαμηλά εισοδήματα των νοικοκυριών, τα οποία βλέπουν την αγοραστική τους δύναμη και το βιοτικό τους επίπεδο να συρρικνώνονται διαρκώς.
Ταυτόχρονα, οι επιχειρήσεις και ο παραγωγικός τομέας της χώρας έχει πολύ υψηλό ενεργειακό κόστος, το οποίο μετακυλίεται στις τιμές και στους καταναλωτές, επηρεάζοντας οριζόντια την πληθωριστική έξαρση στην οικονομία και βέβαια την ανταγωνιστικότητα και την κοινωνική συνοχή της.
Καλπάζει ο πληθωρισμός
Το παραπάνω διάγραμμα παρουσιάζει τον πληθωρισμό στα είδη διατροφής και τα μη αλκοολούχα ποτά στην ΕΕ τον Σεπτέμβριο. Παρατηρούμε ότι στην Ελλάδα ήταν 12,8%, λίγο κάτω από τον αντίστοιχο της Ευρωζώνης (13,8%), που την κατατάσσει στη 19η θέση στον πληθωρισμό στα είδη διατροφής.
Αν στα δεδομένα αυτά προσθέσουμε:
α) ότι το παραγωγικό σύστημα της χώρας μας είναι εξαρτημένο σε πολύ μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές ενδιάμεσων και τελικών αγαθών, και συνεπώς είναι ευάλωτο στον εισαγόμενο πληθωρισμό,
β) τις κερδοσκοπικές επιχειρηματικές συμπεριφορές και
γ) τις αδυναμίες των δημόσιων μηχανισμών ελέγχου των τιμών και των περιθωρίων κέρδους,
η αντιμετώπιση της κρίσης του κόστους ζωής στην Ελλάδα προϋποθέτει σύνθετες παρεμβάσεις σε βασικά υποσυστήματα της οικονομίας και στην ασκούμενη οικονομική και κοινωνική πολιτική.
Στην έρευνα του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ σημειώνεται ότι Η ακρίβεια έχει ασύμμετρες επιπτώσεις στο βιοτικό επίπεδο των νοικοκυριών, επειδή η ποσότητα και η σύνθεση των αγαθών και των υπηρεσιών που καταναλώνουν διαφέρουν ανάλογα με το εισόδημά τους.
Οι ανισότητες: Τα φτωχά και τα πλούσια νοικοκυριά
Από τα στοιχεία παρατηρείται μια αξιοσημείωτη διαφοροποίηση της διάρθρωσης της δαπάνης μεταξύ των νοικοκυριών ανάλογα με το αν τα αγαθά και οι υπηρεσίες που καταναλώνουν είναι πρώτης ανάγκης ή όχι. Ειδικότερα, όσον αφορά τα νοικοκυριά που ανήκουν στο 1ο εισοδηματικό πεμπτημόριο οι δαπάνες στην ομάδα «στέγαση» αντιπροσωπεύουν το 38,6% της συνολικής κατανάλωσής τους, έναντι 28,7% των πλουσιότερων νοικοκυριών.
Αντίστοιχα, οι δαπάνες στην ομάδα «τρόφιμα και μη αλκοολούχα ποτά» αντιπροσωπεύουν το 22,2% της κατανάλωσης των φτωχότερων νοικοκυριών, έναντι 17,6% των πλουσιότερων. Υψηλότερο ποσοστό κατανάλωσης έναντι εκείνου των πιο πλούσιων νοικοκυριών έχουν τα νοικοκυριά που ανήκουν στο 1ο εισοδηματικό κλιμάκιο και για αγαθά και υπηρεσίες που εντάσσονται στις κατηγορίες «αλκοολούχα ποτά και καπνός» και «επικοινωνία».
Τα πλουσιότερα νοικοκυριά, αντίθετα, διαθέτουν υψηλότερα ποσοστά δαπάνης σε όλες τις υπόλοιπες καταναλωτικές κατηγορίες αγαθών και υπηρεσιών. Έτσι, οι δαπάνες για μεταφορές αντιπροσωπεύουν το 10,6% της συνολικής τους
κατανάλωσης (έναντι 5,2% του 1ου εισοδηματικού πεμπτημόριου), για «διαμονή και εστίαση» το 7,3% (έναντι 6% του 1ου πεμπτημορίου), για «άλλες δαπάνες» το 6,6% (έναντι 4,7% του 1ου πεμπτημορίου), για «εκπαίδευση» το 4,6% (έναντι μόλις 1,3% για τα φτωχότερα νοικοκυριά).
Η διαφορετική κατανομή της καταναλωτικής δαπάνης μεταξύ των φτωχότερων και των πλουσιότερων νοικοκυριών έχει επηρεάσει και την επίπτωση που έχει ο πληθωρισμός στο βιοτικό τους επίπεδο.
Καταγράφεται άνιση επίδραση του πληθωρισμού στα νοικοκυριά που ανήκουν στο 1ο και στο 5ο εισοδηματικό κλιμάκιο μεταξύ Σεπτεμβρίου του 2021 και Σεπτεμβρίου του 2022. Με εξαίρεση τον Ιούλιο του 2022, καταγράφεται αυξανόμενη
απόκλιση της επίδρασης της ακρίβειας μεταξύ πλούσιων και φτωχών νοικοκυριών, η οποία τον Σεπτέμβριο του 2022 ανήλθε στις 4,4 ποσοστιαίες μονάδες ‒ 3,8 μονάδες υψηλότερα από τον Σεπτέμβριο του 2021.
Η εξέλιξη αυτή υποδηλώνει μια ταχύτερη διάβρωση του πραγματικού εισοδήματος και της αγοραστικής δύναμης των 11φτωχότερων νοικοκυριών στη χώρα μας, εξέλιξη που επιδρά αρνητικά στην επεκτατική δυναμική της καταναλωτικής ζήτησης και του ΑΕΠ, αλλά και στη χρηματοοικονομική κατάσταση ειδικά των φτωχότερων τμημάτων του πληθυσμού.
Ποια η αιτία για τις ανισότητες
Η κυριότερη αιτία της παρατηρούμενης ανισότητας του πληθωρισμού μεταξύ φτωχότερων και πλουσιότερων νοικοκυριών είναι η διαφορά που καταγράφεται στο κόστος της στέγασης (απόκλιση 1,6 ποσοστιαίες μονάδες), δεδομένης και της υψηλότερης συμμετοχής των δαπανών στέγασης (στις οποίες περιλαμβάνονται οι αντίστοιχες για ενέργεια και ενοίκια) στο σύνολο της καταναλωτικής δαπάνης των φτωχότερων νοικοκυριών.
Σημαντική και αυξανόμενη συμβολή στην ανισότητα του πληθωρισμού μεταξύ των νοικοκυριών που ανήκουν στο 1ο και στο 5ο πεμπτημόριο έχει επίσης η απόκλιση στο επίπεδο τιμών αγαθών και υπηρεσιών που ανήκουν, μεταξύ άλλων, στις κατηγορίες «διατροφή και μη αλκοολούχα ποτά», «διαρκή αγαθά, είδη νοικοκυριού και υπηρεσίες», «ξενοδοχεία, καφέ, εστιατόρια».
Η μοναδική κατηγορία καταναλωτικής δαπάνης στην οποία τα πλουσιότερα νοικοκυριά αντιμετωπίζουν οριακά υψηλότερο κόστος πληθωρισμού είναι αυτή της «επικοινωνίας».
Πηγή:ieidiseis.gr