Ενεργοποιείται από την προσεχή Τρίτη 1η Ιουνίου η ηλεκτρονική πλατφόρμα του εξωδικαστικού μηχανισμού, μέσω της οποίας θα μπορούν τόσο οι επιχειρήσεις όσο και τα νοικοκυριά να ρυθμίσουν τις οφειλές που έχουν προς τους χρηματοδοτικούς φορείς, δηλαδή τράπεζες και εταιρείες διαχείρισης καθώς και το Δημόσιο. Για πρώτη φορά σε ρύθμιση θα μπορούν να ενταχθούν και οφειλές που δεν είναι ακόμη σε καθυστέρηση αλλά οι οφειλέτες δυσκολεύονται να εξοφλήσουν και προϋπόθεση για να τεκμηριωθεί αυτό είναι να έχουν υποστεί μείωση των εισοδημάτων τους κατά 20% τουλάχιστον.
Η βασική προϋπόθεση
Προϋπόθεση επίσης για την υποβολή αίτησης ρύθμισης οφειλών στο πλαίσιο του εξωδικαστικού μηχανισμού είναι οι οφειλές αυτές να υπερβαίνουν τις 10.000 ευρώ και να μην οφείλονται σε έναν και μόνο φορέα κατά 90%. Η διαδικασία προβλέπεται να είναι γρήγορη, καθώς θα πρέπει να ολοκληρώνεται το αργότερο σε δύο μήνες από την υποβολή της αίτησης στην πλατφόρμα που έχει δημιουργηθεί στην Ειδική Γραμματεία Ιδιωτικού Χρέους. Η λύση θα δίνεται αυτοματοποιημένα βάσει ενός αλγορίθμου που θα υπολογίζει την ικανότητα αποπληρωμής των χρεών που θα έχει η επιχείρηση ή το φυσικό πρόσωπο με βάση τα εισοδήματά του και τις υποχρεώσεις του προς το σύνολο των πιστωτών.
Εκτός από τα εισοδήματα, οι τράπεζες θα λαμβάνουν υπόψη τους την αξία ρευστοποίησης της περιουσίας του οφειλέτη προκειμένου να αποφασίζουν εάν θα αποδεχθούν τη ρύθμιση που προκύπτει. Έτσι ο οφειλέτης θα πρέπει να πληρώσει κατ’ ελάχιστον την αξία ρευστοποίησης όλης της περιουσίας του (ανεξαρτήτως αν το ποσό αυτό καλύπτεται από τα δηλωμένα εισοδήματά του). Για τα ακίνητα περιουσιακά στοιχεία, η αξία ρευστοποίησης προσδιορίζεται ως το μέγιστο ανάμεσα στη φορολογητέα αξία και στην εμπορική αξία μειωμένη κατά 3% λόγω των εξόδων της διαδικασίας ρευστοποίησης. Για τα κινητά περιουσιακά στοιχεία, η αξία ρευστοποίησης ταυτίζεται με την εμπορική αξία. Πέραν του παραπάνω ποσού, ο οφειλέτης θα πρέπει να πληρώσει και το ποσό που περισσεύει από τα εισοδήματά του (μετά την κάλυψη των εύλογων δαπανών διαβίωσης για τα φυσικά πρόσωπα και του αναγκαίου κεφαλαίου κίνησης για τα νομικά πρόσωπα), εφόσον τα εισοδήματά του είναι επαρκή και μπορούν να υποστηρίξουν κάτι τέτοιο.
Οι κανόνες
Έτσι ο νόμος θέτει σε τράπεζες και διαχειριστές δανείων συγκεκριμένους κανόνες ρύθμισης οφειλών, όπως:
Ικανότητα αποπληρωμής. Δηλαδή, ο οφειλέτης πρέπει να πληρώνει βάσει των εισοδημάτων του καθώς και αυτών των εγγυητών του.
Αρχή της μη χειροτέρευσης θέσης πιστωτή. Δηλαδή, κανένας πιστωτής δεν δύναται να λάβει λιγότερα χρήματα από όσα θα λάμβανε σε περίπτωση ρευστοποίησης της περιουσίας του οφειλέτη και των εγγυητών του.
Σύμμετρη ικανοποίηση πιστωτών. Δηλαδή, τα χρήματα του οφειλέτη πρέπει να μοιραστούν αναλογικά, έτσι ώστε να καλύψουν όλους τους πιστωτές (δημόσιου και χρηματοπιστωτικού τομέα).
Οι δόσεις
Ο αριθμός των δόσεων για τη ρύθμιση των οφειλών προκύπτει από ειδικό αλγόριθμο, δηλαδή ένα αυτόματο υπολογιστικό εργαλείο που αξιολογεί την οικονομική κατάσταση του οφειλέτη με βάση τα έσοδά του, τα εισοδήματά του και την περιουσία του.
Στη διαδικασία του εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών δεν υπάρχει υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων ή των διαχειριστών δανείων (που εκπροσωπούν τα funds) να προβούν σε ρύθμιση των χρεών των οφειλετών. Ωστόσο, εάν κάποιος οφειλέτης έχει χρέη προς πολλαπλούς πιστωτές και συμφωνήσει σε μια ρύθμιση με την πλειονότητα των τραπεζών – διαχειριστών δανείων, τότε η ρύθμιση αυτή επιβάλλεται υποχρεωτικά και στους υπολοίπους.
Δυνατότητα και για «κούρεμα» οφειλών
Στο πλαίσιο της εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών επιτρέπεται το «κούρεμα» του χρέους είτε από τις τράπεζες είτε από το Δημόσιο, το οποίο μάλιστα, εφόσον επιτευχθεί συμφωνία με τις τράπεζες, «υποχρεώνεται» να ακολουθήσει τη συμφωνία.
Το «κούρεμα» προς το Δημόσιο δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο από 95% των απαιτήσεων του Δημοσίου από πρόστιμα που έχουν επιβληθεί από τη φορολογική διοίκηση, 85% των απαιτήσεων του Δημοσίου και των φορέων κοινωνικής ασφάλισης από προσαυξήσεις και τόκους εκπρόθεσμης καταβολής. Επιπλέον, στην περίπτωση των διμερών διαπραγματεύσεων ή στις πολυμερείς διαπραγματεύσεις όταν η προσφερόμενη λύση από τους χρηματοδοτικούς φορείς προκύπτει από την αντιπρόταση των πιστωτών, το «κούρεμα» βασικής οφειλής προς το Δημόσιο και τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο από 75%. Σημειώνεται ότι διαγραφή βασικής οφειλής προς το Δημόσιο και ασφαλιστικών εισφορών απαγορεύεται από τον νόμο. Περαιτέρω, στην περίπτωση αυτή το «κούρεμα» προς τους χρηματοδοτικούς φορείς δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο από 80% των απαιτήσεων των χρηματοδοτικών φορέων, με εξαίρεση τους τόκους υπερημερίας για τους οποίους δεν υπάρχει όριο.
Η μηνιαία δόση
Το ελάχιστο ποσό μηνιαίας δόσης για τη ρύθμιση οφειλών με το Δημόσιο και τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης ανέρχεται σε 50 ευρώ. Περαιτέρω, σε περίπτωση που η προσφερόμενη λύση από τους χρηματοδοτικούς φορείς προκύπτει από την αντιπρόταση των πιστωτών, προβλέπεται ελάχιστο ποσό μηνιαίας δόσης προς χρηματοδοτικούς φορείς που ανέρχεται σε 50 ευρώ ανά δάνειο με εξασφάλιση και σε 50 ευρώ ανά πιστωτή για δάνεια χωρίς εξασφάλιση.
Ο μέγιστος αριθμός δόσεων ρύθμισης αποπληρωμής οφειλής προς το Δημόσιο και τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης είναι 240. Επιπλέον, σε περίπτωση που η προσφερόμενη λύση από τους χρηματοδοτικούς φορείς προκύπτει από την αντιπρόταση των πιστωτών, δηλαδή πέραν της αυτοματοποιημένης διαδικασίας, προβλέπεται μέγιστο όριο 420 δόσεων για τα εξασφαλισμένα δάνεια φυσικών προσώπων, 240 δόσεων για μη εξασφαλισμένα δάνεια φυσικών προσώπων και εξασφαλισμένα δάνεια νομικών προσώπων και 180 δόσεων για μη εξασφαλισμένα δάνεια νομικών προσώπων.
Για οφειλέτες φυσικών προσώπων έχει προβλεφθεί μέγιστο όριο ηλικίας τα 85 έτη, βάσει του οποίου μειώνεται ο αριθμός των δόσεων, εκτός αν συμβληθεί εγγυητής μικρότερης ηλικίας. Όλα τα παραπάνω «αποφασίζονται» αυτόματα από την ηλεκτρονική πλατφόρμα του νέου νόμου, μέσω της οποίας παράγεται η σχετική ρύθμιση, χωρίς να απαιτείται εμπλοκή ανθρώπινου παράγοντα ή και η έγκριση οποιουδήποτε στελέχους του Δημοσίου και των φορέων κοινωνικής ασφάλισης. Αν η πρόταση εξασφαλίσει τη συναίνεση του οφειλέτη και της απαιτούμενης πλειοψηφίας των χρηματοδοτικών φορέων, διαβιβάζεται στο Δημόσιο και στους φορείς κοινωνικής ασφάλισης, οι οποίοι καλούνται εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος να ελέγξουν την τήρηση των προϋποθέσεων του νόμου και εφόσον πληρούνται, τότε αυτομάτως παρέχεται η έγκρισή τους.
Πηγή: kathimerini.gr