Άνθιση γνωρίζουν οι ανακαινίσεις ακινήτων σε αστικά κέντρα και περιφέρεια τα τελευταία χρόνια, με την πανδημία και τα lockdown να δίνουν την ευκαιρία στους ιδιοκτήτες να προχωρήσουν σε «λίφτινγκ».
Ωστόσο, με δεδομένο ότι η οικονομική δυσπραγία αποτελεί το πλέον βασικό εμπόδιο, μεγάλη μερίδα πολιτών που επιθυμούν ανακαίνιση και ενεργειακή αναβάθμιση της περιουσίας τους αδυνατούν εκ των πραγμάτων να προβούν σε μια τέτοια κίνηση, βασιζόμενοι όλο και περισσότερο σε χρηματοδοτικά προγράμματα. Τα προγράμματα «Εξοικονομώ» επιδοτούν μέρος των δαπανών και δίνουν ταυτόχρονα τη δυνατότητα χρηματοδότησης με ευνοϊκούς όρους, συμβάλλοντας στην ενεργειακή αναβάθμιση παλαιότερων ακινήτων, προσθέτοντας υπεραξία. Μάλιστα, σύμφωνα με πηγές του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, η πλειονότητα των εργασιών γίνεται στο πλαίσιο των συγκεκριμένων προγραμμάτων.
Ενδεικτικά της ανάγκης ανανέωσης του κτιριακού αποθέματος της χώρας είναι τα συμπεράσματα πρόσφατης ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας, η οποία εκτιμά ότι κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης το εγχώριο κτιριακό δυναμικό επιδεινώθηκε σε τέτοιο βαθμό ώστε πλέον χιλιάδες κατοικίες να κρίνονται μη κατοικήσιμες και να έχουν «εξοστρακιστεί» από την αγορά. Ειδικότερα, κατά τη δεκαετία 2012-2022, σχεδόν 250.000 κατοικίες υποβαθμίστηκαν σημαντικά, με αποτέλεσμα να μειωθεί η εμπορευσιμότητά τους. Αντίστοιχα, η πλειονότητα των ακινήτων που κατασκευάστηκαν πριν από το 1980 – και τα οποία θα είναι ηλικίας τουλάχιστον 50 ετών το 2030 – δεν έχουν αναβαθμιστεί ή ανακαινιστεί, καθώς οι επενδύσεις της τελευταίας δεκαετίας για τη συντήρηση και ανακατασκευή κτιρίων υπολογίζεται ότι υπολείπονταν κατά τουλάχιστον 35 δισ. ευρώ σε σχέση με αυτές που απαιτούνταν για τη διατήρηση της αξίας των υφιστάμενων κτιρίων. Στο πλαίσιο αυτό, στελέχη της αγοράς χτυπούν καμπανάκι, τονίζοντας πως καθίσταται αναγκαία η λήψη επιπλέον μέτρων για τη χρηματοδότηση των απαιτούμενων επενδύσεων.
Μιλώντας στα «ΝΕΑ», ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ιδιοκτητών Ακινήτων (ΠΟΜΙΔΑ) Στράτος Παραδιάς τονίζει πως οι ανακαινίσεις είναι απαραίτητες, είτε μιλάμε για αισθητικές και λειτουργικές παρεμβάσεις είτε για ενεργειακές, οι οποίες – κατά τον ίδιο – θα καταστούν υποχρεωτικές. «Ολο αυτό έρχεται μέσα σε μια συγκυρία άσχημη, διότι έχουμε αφενός μια συνεχή αύξηση της τιμής των υλικών και αφετέρου τη δυσκολία εύρεσης τεχνιτών». Ο ίδιος χαρακτηρίζει τα προγράμματα «Εξοικονομώ» ως «σταγόνα στον ωκεανό», καθώς, όπως υποστηρίζει, «οι πραγματικές ανάγκες είναι τεράστιες και η διαθεσιμότητα κεφαλαίων απειροελάχιστη». «Ολα τα προγράμματα καθυστερούν και οι τεχνίτες που ασχολούνται για να τα εφαρμόσουν, είτε ζητούν το σύνολο των χρημάτων έως ότου εισπράξουν από το κράτος, είτε λένε «άσε τα προγράμματα και θα σου τα φτιάξω χωρίς τιμολόγια»», περιγράφει. Παραδέχεται, πάντως, ότι πράγματι δόθηκε μια κάποια ώθηση στην αγορά, εντούτοις, αυτή δεν αφορά την κρίσιμη μάζα των πολιτών. «Πολλοί ήταν αυτοί που ήθελαν να μπουν στα προγράμματα και μετά απογοητεύονται. Διαπιστώνουν ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο ρόδινα, αφού απαιτούνται πολλά λεφτά για προκαταβολές κ.λπ.».
Σε πρακτικό επίπεδο, παρά τις φαινομενικά αυξημένες ανακαινίσεις, αυτό που προκύπτει είναι πως οι ιδιοκτήτες προχωρούν σε μικρότερης κλίμακας εργασίες, με χαμηλότερης ποιότητας υλικά. Οπως τονίζει ο Γιάννης Πετρόπουλος, επικεφαλής τεχνικού γραφείου, «οι τιμές των οικοδομικών υλικών έχουν χτυπήσει κόκκινο και το κόστος έχει εκτοξευτεί ακόμη και πάνω από 50%. Στο πρόσφατο παρελθόν, μια μέση τιμή ανά τετραγωνικό μέτρο κυμαινόταν από 300 έως 350 ευρώ, ενώ σήμερα έχει ξεπεράσει τα 500 ευρώ, φτάνοντας σε πιο ακριβές περιοχές ακόμη και τα 1.000 ευρώ».
Στις βασικές εργασίες ανακαίνισης, που προϋποθέτουν άδεια μικρής κλίμακας, περιλαμβάνονται γκρεμίσματα και αναμόρφωση χώρων, αντικατάσταση κουφωμάτων, υδραυλικών και ηλεκτρολογικών εγκαταστάσεων, ειδών υγιεινής και κουζίνας, ενώ η έγκαιρη ολοκλήρωσή της «σκοντάφτει» στη δυσκολία εύρεσης διαθέσιμων συνεργείων. Για παράδειγμα, εάν κάποιος θέλει να ανακαινίσει μια κατοικία 100 τ.μ., ο χρόνος παράδοσης ξεκινά από τρεις μήνες, αλλά ανάλογα με τα επιμέρους ζητήματα το διάστημα επιμηκύνεται.
Την ίδια ώρα, οι τιμές στα οικοδομικά υλικά σημειώνουν αύξηση (κατά 5,6% τον Φεβρουάριο), καθώς καταγράφηκαν ανατιμήσεις σε όλες τις επιμέρους κατηγορίες, με εξαίρεση το πετρέλαιο κίνησης και τον ηλεκτρισμό. Ειδικότερα, οι τιμές κινήθηκαν ανοδικά σε: τούβλα (15,6%), υαλοπίνακες ασφαλείας (10,9%), σωλήνες πλαστικούς, συνθετικούς, ινοτσιμέντου (8,6%), θερμαντικά σώματα (7,6%), αγωγούς χάλκινους (7,5%), μαρμαρόπλακες (7,5%), εντοιχισμένα ντουλάπια (7,1%), παρκέτα (6,7%), τσιμέντο (6,3%), πλακίδια δαπέδου, τοίχου (6,3%), κουφώματα αλουμινίου (6,1%), έτοιμο σκυρόδεμα (4,9%), χρώμα πλαστικό, ακρυλικό, νερού (4,8%), παράθυρα ξύλινα (4,3%), πόρτες εσωτερικές (4%), σωλήνες χαλκού (3,9%) και σίδηρο οπλισμού (3%). Αντίθετα, οι τιμές μειώθηκαν μόνο στην ηλεκτρική ενέργεια (1,1%) και στο πετρέλαιο κίνησης – diesel (0,7%).
Αξίζει να σημειωθεί πως το τελευταίο διάστημα η κυβέρνηση «έτρεξε» ένα πακέτο παρεμβάσεων με στόχο την επιδότηση ή την παροχή κινήτρων για εξοικονόμηση ενέργειας. Τα προγράμματα αυτά αποτελούν μέρος ενός συνολικού σχεδίου με στόχο τον περιορισμό της ενεργειακής κατανάλωσης και κατ’ επέκταση των δαπανών για νοικοκυριά, επιχειρήσεις και δημόσιο τομέα. Εξάλλου, το δεύτερο εξάμηνο του έτους αναμένεται να ανακοινωθεί το νέο «Εξοικονομώ 2024», με ένα εντελώς διαφορετικό μοντέλο από το τρέχον πρόγραμμα ενεργειακής αναβάθμισης, αλλά και από εκείνα προηγούμενων ετών. Για την υλοποίησή του έχουν εξασφαλιστεί, σε πρώτη φάση, 700 εκατ. ευρώ από το ΕΣΠΑ και 170 εκατ. ευρώ από το REPowerEU. Στο «Εξοικονομώ 2023» ο β’ κύκλος των αιτήσεων για ενεργειακά ευάλωτα νοικοκυριά έκλεισε στις 29 Μαρτίου, στο «Εξοικονομώ – Επιχειρώ» η προθεσμία για τις αιτήσεις λήγει στις 31 του μηνός, ενώ συνεχίζεται και το «Αλλάζω συσκευή για τις επιχειρήσεις» μέχρις εξαντλήσεως του προϋπολογισμού. Τέλος, το επόμενο διάστημα αναμένεται και η προκήρυξη του προγράμματος «Φωτοβολταϊκά για επιχειρήσεις».