Η ανάκαμψη των διεθνών τιμών του πετρελαίου, η οποία ξεκίνησε τον Μάιο του 2020, συνεχίζεται αδιάλειπτα, παρά το περιβάλλον υψηλής αβεβαιότητας που χαρακτηρίζει την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας. Τον Σεπτέμβριο, οι τιμές του αργού πετρελαίου αυξήθηκαν κατά 5%, κατά μέσο όρο, σε σύγκριση με τις τιμές του Αυγούστου.

Όπως επισημαίνει το εβδομαδιαίο δελτίο οικονομικών εξελίξεων της Alpha Bank, η εξέλιξη αυτή αποδίδεται αφενός στην αύξηση της ζήτησης από ασιατικές χώρες με επιβαρυμένη επιδημιολογική εικόνα το προηγούμενο διάστημα και αφετέρου στις διαταραχές στην πλευρά της προσφοράς, λόγω εν μέρει και της ύπαρξης φυσικών φαινομένων όπως ο τυφώνας Ida ο οποίος έπληξε πετρελαϊκά κοιτάσματα στον Κόλπο του Μεξικού.

Η άνοδος των τιμών συνεχίζεται και κατά τον τρέχοντα μήνα, με την τιμή του αργού πετρελαίου τύπου μπρεντ να διαμορφώνεται, στις 22 Οκτωβρίου, στα 85,5 δολάρια ΗΠΑ ανά βαρέλι, που αποτελεί το υψηλότερο επίπεδο από τον Οκτώβριο του 2018 και του αργού πετρελαίου τύπου West Texas Intermediate (WTI) στα 83,8 δολάρια ΗΠΑ ανά βαρέλι, με αποτέλεσμα οι τιμές αυτών των δύο τύπων πετρελαίου να σημειώνουν άνοδο από την αρχή του έτους κατά 65% και 73%, αντίστοιχα, ενώ έχουν διπλασιαστεί σε σύγκριση με τις τιμές του Οκτωβρίου του 2020.

Τι οδηγεί υψηλότερα τις τιμές του πετρελαίου

Οι περιορισμοί που τέθηκαν στις μετακινήσεις και στην παγκόσμια βιομηχανική δραστηριότητα, το 2020, είχαν ως αποτέλεσμα την κατακόρυφη πτώση της ταξιδιωτικής κίνησης και τη μεγάλη μείωση της ζήτησης πετρελαίου και φυσικού αερίου και κατά συνέπεια των τιμών τους.

Η σταδιακή ομαλοποίηση της οικονομικής δραστηριότητας, από τον Μάιο του 2020, οδήγησε σε αύξηση της ζήτησης για όλα τα καύσιμα, παρά το άκρως ευμετάβλητο περιβάλλον που προκάλεσαν το δεύτερο και το τρίτο κύμα της πανδημίας Covid-19. Η ζήτηση ήταν εντονότερη για το φυσικό αέριο, καθώς η καύση του έχει λιγότερο επιβλαβείς συνέπειες για το περιβάλλον σε σύγκριση με άλλα καύσιμα, όπως το πετρέλαιο, γεγονός που το καθιστά ως το ενδιάμεσο καύσιμο στη διαδικασία μετάβασης προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.

Ωστόσο, η αυξανόμενη ζήτηση για φυσικό αέριο δεν καλύπτεται από την προσφορά, γεγονός που έχει οδηγήσει στην αύξηση της τιμής του κατά 108% από την αρχή του έτους (22.10.2021), με την τιμή του να ξεπερνά κατά τον τρέχοντα μήνα τα 6 δολάρια ανά εκατομμύριο βρετανικές θερμικές μονάδες, για πρώτη φορά από το 2014. Η συγκριτικά μεγαλύτερη άνοδος της τιμής του φυσικού αερίου έχει καταστήσει το πετρέλαιο μία σχετικά φθηνότερη εναλλακτική λύση για την παραγωγή ενέργειας, με αποτέλεσμα η ζήτηση για αυτό να αυξάνεται εντονότερα από την προσφορά, τροφοδοτώντας την αύξηση της τιμής του.

Συνέπειες της ανόδου των τιμών του πετρελαίου σε μικροοικονομικό και μακροοικονομικό επίπεδο

Tο πετρέλαιο αποτελεί ένα αναγκαίο αγαθό που επηρεάζει νοικοκυριά και επιχειρήσεις τόσο σε επίπεδο ζήτησης, όσο και σε επίπεδο προσφοράς. Ειδικότερα, στο πεδίο της ζήτησης, μία αύξηση της τιμής του, με δεδομένη την σχετικά ανελαστική του ζήτηση, επηρεάζει άμεσα το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, περιορίζοντας την αγοραστική τους δύναμη. Όσον αφορά στην προσφορά, η άνοδος των τιμών του πετρελαίου -το οποίο αποτελεί σημαντική εισροή της παραγωγικής διαδικασίας- αυξάνει το κόστος της παραγωγής. Στον βαθμό που η αύξηση αυτή απορροφάται από τις επιχειρήσεις συμπιέζει τα περιθώρια κέρδους τους.

Σε μακροοικονομικό επίπεδο, η άνοδος των τιμών του πετρελαίου ασκεί πληθωριστικές πιέσεις. Η μετακύλιση μέρους της αύξησης του κόστους παραγωγής στις τιμές των τελικών προϊόντων και υπηρεσιών αυξάνει το γενικό επίπεδο τιμών.

Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), στην πρόσφατα δημοσιευθείσα έκθεσή του (World Economic Outlook, October 2021), εκτιμά ότι ο παγκόσμιος πληθωρισμός θα αυξηθεί από 3,2% το 2020 σε 4,3% το 2021. Η αναθεωρημένη πρόβλεψη του ΔΝΤ για το 2021, η οποία είναι κατά 0,8 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερη από την αντίστοιχη του Απριλίου, αντανακλά την πληθωριστική επίδραση τόσο του ενεργειακού κόστους όσο και των διαταράξεων στις εφοδιαστικές αλυσίδες.

Επιπρόσθετα, η αύξηση των τιμών του πετρελαίου επηρεάζει τα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών των χωρών. Οι χώρες που είναι καθαροί εξαγωγείς πετρελαίου επωφελούνται από την άνοδο των τιμών του, καθώς η αξία των εξαγωγών πετρελαίου αυξάνεται, με αποτέλεσμα τη βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου. Αναφέρεται χαρακτηριστικά η περίπτωση της Σαουδικής Αραβίας, η οποία αποτελεί τον δεύτερο μεγαλύτερο εξαγωγέα πετρελαίου παγκοσμίως, με τις εξαγωγές πετρελαίου της, το 2020, να αντιπροσωπεύουν το 11% των συνολικών παγκόσμιων εξαγωγών, σύμφωνα με την Υπηρεσία Ενέργειας (ΕΙΑ) των ΗΠΑ.
Το ΔΝΤ αναθεώρησε τις προβλέψεις του για το πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της χώρας στο 3,9% του ΑΕΠ έναντι 2,8%, τον Απρίλιο. Ωστόσο, για τους εισαγωγείς πετρελαίου, η άνοδος των τιμών του έχει τα αντίθετα αποτελέσματα, καθώς όσο αυξάνεται η αξία των εισαγωγών τους τόσο επιδεινώνεται το εμπορικό ισοζύγιο. Η εξέλιξη αυτή είναι σημαντική για μία χώρα όπως η Ινδία που εισάγει το 82% της κατανάλωσης πετρελαίου, καθώς το εμπορικό της έλλειμμα διευρύνθηκε, το δεύτερο τρίμηνο του έτους, στα 30,7 δισ. δολάρια ΗΠΑ έναντι ελλείμματος 11 δισ. δολαρίων ΗΠΑ, το δεύτερο τρίμηνο του 2020.

Οι προοπτικές των τιμών του πετρελαίου

Στις αρχές Οκτωβρίου, τα κράτη-μέλη του ΟΠΕΚ και οι σύμμαχοί τους (ΟΠΕΚ+) ανακοίνωσαν ότι εμμένουν στην απόφαση του Ιουλίου για ημερήσια αύξηση της παραγωγής κατά 400 χιλ. βαρέλια, κάθε μήνα μέχρι τουλάχιστον τον Απρίλιο του 2022.

Η απροθυμία του ΟΠΕΚ+ να αυξήσει περαιτέρω την παραγωγή, σε συνδυασμό με την αύξηση της ζήτησης λόγω της ανάκαμψης των οικονομιών από την πανδημική κρίση διατηρούν συνθήκες υπερβάλλουσας ζήτησης. Επιπρόσθετα, οι ανησυχίες για ελλείψεις σε φυσικό αέριο και άνθρακα σε Ευρώπη και Ασία, λόγω και της μείωσης των αποθεμάτων τους, δημιουργούν προσδοκίες για υψηλότερες τιμές πετρελαίου το προσεχές διάστημα.

Σημαντική παράμετρος για την εξέλιξη της ζήτησης βραχυπρόθεσμα και, κατά συνέπεια, των τιμών ενδέχεται να αποδειχθεί η επιβράδυνση της οικονομικής μεγέθυνσης στην Κίνα. Το ΑΕΠ της δεύτερης μεγαλύτερης οικονομίας του πλανήτη αυξήθηκε κατά 4,9% σε ετήσια βάση, το τρίτο τρίμηνο του έτους, η οποία είναι η κατώτερη επίδοση των τελευταίων τεσσάρων τριμήνων. Οι συμμετέχοντες στις αγορές δεν αποκλείουν περαιτέρω επιβράδυνση στα επόμενα τρίμηνα, εξέλιξη η οποία θα έχει επίπτωση και στη ζήτηση για πετρέλαιο.
Σημειώνεται ότι, το 2020, η Κίνα αντιπροσώπευε το 14,5% της παγκόσμιας ζήτησης πετρελαίου.
Όσον αφορά στις μεσομακροπρόθεσμες προοπτικές, αξίζει να αναφερθεί ότι, σύμφωνα με μελέτη του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας, η υλοποίηση του σχεδιασμού για μηδενικές εκπομπές ρύπων έως το 2050 προϋποθέτει κορύφωση της ζήτησης για το πετρέλαιο το 2025.
Επιπλέον, απαιτείται να υπερτριπλασιαστούν από τα τρέχοντα επίπεδα οι ετήσιες επενδύσεις σε «καθαρές» μορφές ενέργειας, σε 4 τρισ. δολάρια έως το 2030. Ωστόσο, η τρέχουσα ενεργειακή κρίση δεν αποκλείεται να λειτουργήσει ως «επιταχυντής εξελίξεων» στη διαδικασία μετάβασης προς φιλικότερες προς το περιβάλλον μορφές ενέργειας. Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής και οι γεωπολιτικές εντάσεις θα εξακολουθήσουν να αποτελούν αστάθμητους παράγοντες οι οποίοι θα επηρεάζουν την πλευρά της προσφοράς, αυξάνοντας τη μεταβλητότητα των διεθνών τιμών του πετρελαίου.

 

πηγή aftodioikisi.gr

123