Έρχεται νέος ανατιμήσεων σε βασικά προϊόντα. Όπως αναφέρει στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ο Retail Analyst Κωνσταντίνος Μαχαίρας, τα ελληνικά νοικοκυριά βρίσκονται αντιμέτωπα με ένα νέο πιο επιθετικό κύμα ακρίβειας, η διάρκεια και η ένταση του οποίου θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τη διάρκεια των εχθροπραξιών στην Ουκρανία.
«Δεν ξέρουμε πόσο καιρό θα κρατήσει αυτός ο πόλεμος. Ελπίζουμε να τελειώσει σύντομα αλλά για να επανέλθει σε κανονικότητα η αγορά θα χρειαστούν έξι με επτά μήνες» σημειώνει ο κ. Μαχαίρας και εστιάζοντας στο αυξημένο ενεργειακό κόστος τονίζει: «Οι ενεργειακές τιμές έχουν αυξήσει το κόστος στο λιανεμπόριο κατά 1,2% που σημαίνει ότι επηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό τα περιθώρια κέρδους ενώ προκαλούνται αλυσιδωτές αναταράξεις. Εφέτος θα έχουμε έναν μεγάλο κραδασμό στις τιμές μέχρι να αποφασίσει η Ευρωπαϊκή Ένωση με ποιο τρόπο θα αντιμετωπίσει το ενεργειακό, καθώς δεν μπορεί να το κάνει μόνη της η χώρα μας».
Σύμφωνα με τον κ. Μαχαίρα, οι αυξήσεις στις τιμές καταναλωτικών προϊόντων και αγαθών είναι δεδομένες και θα συνεχιστούν ενώ οι καταναλωτές πρέπει να προετοιμάζονται για νέες ανατιμήσεις. «Είχαμε την ελπίδα ότι οι αυξήσεις αυτές θα απορροφηθούν σε βάθος χρόνου αλλά με την συγκυρία που έχει προκύψει και με τις δυσκολίες που υπάρχουν στο εμπόριο δεν πιστεύω ότι ο στόχος αυτός θα επιτευχθεί». Οι ανατιμήσεις, σύμφωνα με τον κ. Μαχαίρα θα συνεχίσουν να υφίστανται, θα έχουν διάρκεια ενώ δύσκολα θα απορροφηθούν από τους λιανέμπορους οι αυξήσεις που δίνει η βιομηχανία. Εκτίμησε δε, ότι «οι λιανέμποροι απορροφούν ένα ποσοστό 2% με 3% αυτών των αυξήσεων για να μπορέσουν να εξυπηρετήσουν το καταναλωτικό τους κοινό. Παράλληλα, ρίχνουν στη μάχη δελεαστικές προσφορές και προωθητικές ενέργειες προκειμένου να ενισχύσουν τις αγορές των καταναλωτών. Ωστόσο δεν αναμένεται να καταφέρουν να φέρουν την κατανάλωση στα επίπεδα που ήταν πριν. Θα είναι πάρα πολύ δύσκολο».
Την ίδια στιγμή, οι καταναλωτές με συρρικνωμένο το εισόδημά τους, περιορίζουν τις αγορές τους και αναζητούν φθηνότερα, πολλές φορές μη επώνυμα, προϊόντα ενώ προτεραιότητα αποτελούν οι συμφέρουσες προσφορές. Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτή τη περίοδο οι καταναλωτές, σύμφωνα με τον κ. Μαχαίρα, αξιολογούν τις επιλογές τους σε κάθε προϊόντική κατηγορία και δεν παρασύρονται από τις δραστηριότητες του μάρκετινγκ και της διαφήμισης. Προχωρούν σε περικοπές δαπανών, συγκρίνουν τις τιμές, αλλάζουν τις αγοραστικές τους συνήθειες και προσαρμόζονται στη νέα πραγματικότητα, ελέω του πολέμου στην Ουκρανία.
Αναφορικά με τις πωλήσεις των σούπερ μάρκετ κατά το πρώτο τρίμηνο οι προβλέψεις, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι δυσοίωνες. Τόσο τον Ιανουάριο όσο και τον Φεβρουάριο οι πωλήσεις υποχώρησαν σε αξία αλλά και σε όγκο ενώ και για τον Μάρτιο οι εκτιμήσεις είναι συγκρατημένες.
«Η ρευστή κατάσταση δεν αφήνει περιθώρια για αισιοδοξία ακόμη και μέχρι τις αρχές του 2023», τονίζει ο κ. Μαχαίρας και συμπληρώνει: «Πολλές εταιρείες είναι υπό πίεση. Αν ο πληθωρισμός πάει σε διπλάσιο νούμερο δηλαδή αγγίξει το 10% ναι μεν θα έχουν αύξηση τζίρων αλλά θα έχουν πολλαπλάσια αύξηση εξόδων και παράλληλα πρόβλημα με το cash flow. Υπό αυτές τις συνθήκες λιανέμποροι που είχαν χαμηλά επιτόκια δανεισμού θα πρέπει να βρουν καινούργιους τρόπους βελτίωσης της ρευστότητάς τους. Είναι γεγονός ότι οι αλλαγές τρόπων πληρωμής των προμηθευτών, το αυξητικό κόστος στην ηλεκτρική ενέργεια και τα καύσιμα θα μειώσει τα περιθώρια κέρδους που είχαν. Προς το παρόν παρακολουθούμε τα γεγονότα και περιμένουμε να δούμε τι αλλαγές θα κάνουν στην στρατηγική τους. Δεν θα είναι ένα εύκολο παιχνίδι το λιανεμπόριο, θα δούμε εξελίξεις γρηγορότερα από ότι τις περιμέναμε».
Οι επιπτώσεις του πολέμου και οι αναγκαίες άμεσες παρεμβάσεις
«Ο πόλεμος στην Ουκρανία αναμένεται να δημιουργήσει διεθνώς σοβαρά προβλήματα στο μαλακό σιτάρι και αραβόσιτο, όπου δυστυχώς η εγχώρια παραγωγή μας καλύπτει λιγότερο από το μισό της εσωτερικής κατανάλωσης» αναφέρει μιλώντας στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ο Γεώργιος Ι. Δουκίδης, καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το μαλακό σιτάρι αξιοποιείται κυρίως στη παραγωγή αλεύρων και μαζί με το καλαμπόκι είναι οι βασικές διατροφικές υποδομές στις κτηνοτροφικές μονάδες και του μεταποιητικού κλάδου των ζωοτροφών. ‘Αρα καταλαβαίνει κανείς τη σημασία τους ευρύτερα στη βιομηχανία τροφίμων και στη διατροφική αλυσίδα. Εθνικός στόχος, σύμφωνα με τον κ. Δουκίδη, θα πρέπει να είναι για το 2022 η αύξηση της εθνικής παραγωγικότητας στις δυο συγκεκριμένες κατηγορίες προϊόντων, μέσω της άμεσης ενίσχυσης των γεωργών και κτηνοτρόφων στα υψηλά έξοδα χρήσης λιπασμάτων και ηλεκτρικού ρεύματος για πότισμα. Έτσι αναμένεται να ενισχυθεί η εγχώρια παραγωγή και να μετριαστούν οι πιθανές δραματικές επιπτώσεις για το δεύτερο εξάμηνο του 2022 από την εξάρτησης της χώρας στις συγκεκριμένες εισαγωγές.
Εστιάζοντας στον εφοδιασμό της ελληνικής αγοράς, ο κ. Δουκίδης σημειώνει ότι στα πρώτα στάδια εξέλιξης της πανδημίας ο κλάδος ανταποκρίθηκε ουσιαστικά και οργανωμένα και επειδή κρατάει πάντα υψηλά στοκ ασφαλείας σε όλη την τροφική αλυσίδα (σούπερ μάρκετ και προμηθευτές) φαινόμενα με άδεια ράφια δεν συνέβησαν. Τονίζει επίσης, ότι «το ίδιο ισχύει και αυτή τη περίοδο καθώς υπάρχει πρόνοια για να αντιμετωπισθούν πιθανά προβλήματα εφοδιασμού στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας των ταχυκίνητων καταναλωτικών προϊόντων». Από την πλευρά τους οι καταναλωτές, σύμφωνα με τον κ. Δουκίδη, συνεχίζουν να αξιοποιούν τις προσφορές των προμηθευτών στα σούπερ μάρκετ. Συγκεκριμένα, πρόσφατη έρευνα του ΙΕΛΚΑ κατέγραψε ότι οι Έλληνες καταναλωτές αξιοποιώντας τις προσφορές των προμηθευτών και σουπερμάρκετ εξοικονόμησαν το 13% της συνολικής αξίας αγορών τροφίμων το 2021, δηλαδή περίπου στο 1,3 δισ. ευρώ. «’Αρα μια συνέχιση της έντασης των προσφορών το 2022 και μια πιο έξυπνη αξιοποίησή τους από τους καταναλωτές (αξιοποιώντας και τις ηλεκτρονικές πλατφόρμες ενημέρωσης και σύγκρισης τιμών) μπορεί να δώσει μια ευκαιριακή αλλά ουσιαστική ανακούφιση» υποστηρίζει ο καθηγητής του ΟΠΑ.
Αναφορικά με το πρόβλημα που δημιουργεί το υψηλό ενεργειακό κόστος, τονίζει ότι στα σούπερ μάρκετ το κόστος ενέργειας αποτελούσε από το 2021 περίπου το 20% επί των γενικών εξόδων τους, ενώ στο 2022 διαμορφώνεται ήδη στο 30%. «Σε ένα κλάδο που το EBITDA δεν ξεπερνά το 5%, αυτή η αύξηση είναι πολύ επιβαρυντική για την ίδια την επιβίωση των επιχειρήσεων ιδιαίτερα δε για τις μικρότερες εταιρείες» τονίζει ο κ. Δουκίδης και συμπληρώνει: «Σίγουρα χρειάζεται ένα ευρωπαϊκό σχέδιο αντιμετώπισης του προβλήματος των υπέρογκων κοστολογικών επιβαρύνσεων της ενέργειας ώστε οι κυβερνήσεις να υλοποιήσουν εθνικά σχέδια για να καταστούν οι επιχειρήσεις περισσότερο ανταγωνιστικές και οι τοπικές κοινωνίες περισσότερο βιώσιμες. Η δέσμη μέτρων για αυτό το θέμα, που κατέθεσε αυτή την εβδομάδα η ελληνική κυβέρνηση στις Βρυξέλλες, είναι προς τη σωστή κατεύθυνση».