Παρουσιάζει μεγάλη ανθεκτικότητα στη θεραπεία, μπορεί να αποβεί μοιραίος εάν προσβάλει ασθενή με ήδη επιβαρυμένη κατάσταση υγείας. Ο λόγος για το μύκητα Candida Auris, η επικινδυνότητα του οποίου έχει βρεθεί στο επίκεντρο λόγω των νοσοκομειακών λοιμώξεων, αλλά και της αύξησης των εισαγωγών στα νοσοκομεία και των διασωληνώσεων λόγω του κορονοϊού.
Ο μύκητας συναντάται πιο συχνά στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας, επιμολύνει τις επιφάνειες στο χώρο του νοσοκομείου και οι ασθενείς μπορεί να αποτελέσουν φορείς του παθογόνου κατόπιν αποικισμού του γαστρεντερικού συστήματός τους.
Στις ομάδες υψηλού κινδύνου περιλαμβάνονται οι ανοσοκατεσταλμένοι ασθενείς στις ΜΕΘ με μακρά συνήθως νοσηλεία και οι οποίοι κατά κανόνα φέρουν ξένα σώματα (π.χ. καθετήρες).
Ήδη στην Πάτρα, όπως αποκάλυψε η πρόεδρος του ιατρικού Συλλόγου Άννα Μαστοράκου, έχουν καταγραφεί 3-4 θάνατοι.
Την προηγούμενη εβδομάδα ο καθηγητής Παθολογίας Λοιμώξεων στην Ιατρική Σχολή ΕΚΠΑ Νίκος Σύψας, είπε πως οι λοιμώξεις θα είναι επόμενο μεγάλο πρόβλημα δημόσιας υγείας που θα αντιμετωπίσουμε τα επόμενα χρόνια, κάνοντας αναφορά στον εν λόγω μύκητα. Σημείωσε μάλιστα ότι το μικρόβιο έχει αντοχή στα αντιβιοτικά και γι αυτό και δεν εκριζώνεται.
Γιατί θεωρείται φονικός – Ποιος είναι ο Candida Auris
O μύκητας Candida auris αναγνωρίζεται πλέον ως μία αναδυόμενη παγκόσμια απειλή για την δημόσια υγεία καθώς εμφανίζει αντοχή σε σημαντικά αντιμυκητικά φάρμακα όπως οι αζόλες και συχνά αντοχή και σε άλλες κατηγορίες αντιμυκητικών φαρμάκων όπως οι εχινοκανδίνες και η αμφοτερικίνη Β, που χρησιμοποιούνται συνήθως για τη θεραπεία διεισδυτικών / συστηματικών λοιμώξεων από στελέχη Candida.
Επίσης, η ταυτοποίηση του ζυμομύκητα εμφανίζει σημαντικές δυσκολίες με αποτέλεσμα να μην επαρκούν οι συνήθεις εργαστηριακές μεθοδολογίες ταυτοποίησης. Η εσφαλμένη ταυτοποίησή του μπορεί να οδηγήσει σε ακατάλληλη διαχείριση και θεραπευτική αντιμετώπιση των ασθενών.
Παράλληλα, προκαλεί επιδημίες σε μονάδες υγειονομικής περίθαλψης. Για το λόγο αυτό, είναι σημαντικό να αναγνωριστεί έγκαιρα η C. auris σε νοσηλευόμενους ασθενείς, ώστε να ληφθούν άμεσα οι ειδικές προφυλάξεις για την πρόληψη της διασποράς του.
Η πρόληψη
Η υγιεινή των χεριών από τα μέλη του υγειονομικού προσωπικού, ο σχολαστικός καθαρισμός των επιφανειών και η εφαρμογή ορθών πρακτικών στη διαχείριση των ασθενών, όπως ισχύει για όλες τις νοσοκομειακές λοιμώξεις, θεωρούνται καθοριστικής σημασίας για την πρόληψη του μύκητα, μαζί με τις απολυμάνσεις.
Σύμφωνα με τον ΕΟΔΥ η μετάδοση του εν λόγω παθογόνου δεν αποτελεί πρόβλημα δημόσιας υγείας στην κοινότητα (εξω-νοσοκομειακό περιβάλλον).
Ο ΕΟΔΥ δηλώνει παράλληλα πως τους τελευταίους μήνες έχει ξεκινήσει εντατική καταγραφή της επίπτωσης των νοσοκομειακών λοιμώξεων στη χώρα μας μετά από τα δύο τελευταία απαιτητικά χρόνια για τις υπηρεσίες υγείας λόγω της πανδημίας. Η καταγραφή και η εκτίμηση κινδύνου για τα επιμέρους παθογόνα πραγματοποιείται με βάση τα διεθνή πρωτόκολλα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας και του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων.