Αδυναμία εύρεσης προσωπικού, λόγω έλλειψης δεξιοτήτων, προϋπηρεσίας ή ενδιαφέροντος δηλώνουν 8 στους 10 εργοδότες, σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποίησε τον Ιούλιο το Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης, υπό την εποπτεία του υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης, της ΕΛΣΤΑΤ και του ΣΕΒΕ.
Πρόκειται για μια νέα ερεύνα αναφορικά με το τι ζητάνε οι εργοδότες από τους υποψήφιους εργαζόμενους, στην οποία συμμετείχαν συνολικά 1.600 επιχειρήσεις όλων των μεγεθών, με στόχο την αποτύπωση και χαρτογράφηση των αναγκών των ελληνικών επιχειρήσεων σε ανθρώπινο δυναμικό για το 2024. Τα βασικά συμπεράσματα της έρευνας, που παρουσιάστηκαν από την «Καθημερινή», «κουμπώνουν» με αντίστοιχες πρόσφατες μελέτες, όπως η πανελλαδική χαρτογράφηση των αναγκών των επιχειρήσεων από την Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων Ελλάδας – στην οποία συμμετείχαν 5.076 επιχειρήσεις όλων των μεγεθών. Στην έρευνα της ΚΕΕΕ ο ένας στους τρεις εργοδότες ανέφερε ότι δεν μπορεί να καλύψει τις κενές θέσεις εργασίας, ποσοστό που αυξάνεται στο 60% στις μεγάλες επιχειρήσεις. Όπως και στην τωρινή έρευνα, ως βασικές αιτίες που δεν βρίσκουν προσωπικό, οι εργοδότες ανέφεραν την «έλλειψη ατόμων που ενδιαφέρονται να κάνουν αυτού του είδους την εργασία» (45%) και την «έλλειψη ατόμων με τα απαιτούμενα προσόντα – δεξιότητες – εμπειρία» (36%). Απειροελάχιστοι όμως (3%) ανέφεραν ως αιτία τις «μη ελκυστικές αμοιβές, ωράριο, εργασιακές συνθήκες».
Συγκεκριμένα από την έρευνα του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης προκύπτουν οκτώ βασικά συμπεράσματα:
- Αναζήτηση προσωπικού: το 63% των επιχειρήσεων της έρευνας βρίσκεται σε φάση αναζήτησης προσωπικού. Αυτό το υψηλό ποσοστό αναδεικνύει τη δυναμική που υπάρχει στην αγορά εργασίας.
- Γιατί αναζητούν εργαζομένους: η πλειονότητα των επιχειρήσεων, συγκεκριμένα το 52,4%, αναζητεί προσωπικό λόγω ανάπτυξης της επιχείρησης είτε από την αύξηση των πωλήσεων είτε από την επέκτασή της, συχνά εξαιτίας της έγκρισης χρηματοδοτήσεων. Στον αντίποδα, μόνο το 11,3% των επιχειρήσεων αναζητεί προσωπικό για την κάλυψη προσωρινών ή εποχικών αναγκών, κάτι που υποδηλώνει μια σταθερότερη προσέγγιση στις προσλήψεις.
- Τι προσωπικό αναζητούν: Το 43,6% των επιχειρήσεων αναζητεί επαγγελματίες υψηλής εξειδίκευσης. Αυτή η κατηγορία περιλαμβάνει επιστήμονες πληροφορικής, οικονομολόγους, μηχανικούς και άλλους ειδικούς τομείς, ενώ το ποσοστό που αναζητεί ανειδίκευτους εργάτες ανέρχεται στο 29,6%. Τα ποσοστά δείχνουν την ανάγκη για εργατικό δυναμικό όλων των ταχυτήτων.
- Ισότητα φύλων και μισθοί: οι περισσότερες επιχειρήσεις εστιάζουν στην πρόσληψη προσωπικού με μικρή προϋπηρεσία, έως πέντε έτη, και προσφέρουν μισθό έως 1.500 ευρώ. Ενδιαφέρον έχει πως τρεις στις τέσσερις επιχειρήσεις αναζητούν προσωπικό ανεξαρτήτως φύλου, ενώ στην αναζήτηση συμπεριλαμβάνεται κάποια μορφή πιστοποιημένων γνώσεων, υπογραμμίζοντας την αξία της κατάρτισης και της εκπαίδευσης.
- Πρόσληψη Ελλήνων του εξωτερικού: το 14,9% των επιχειρήσεων δήλωσε ότι έχει προσλάβει άτομα που επαναπατρίστηκαν κατά την τελευταία τριετία, δείχνοντας μία μικρή αλλά υπαρκτή τάση για σταδιακή επιστροφή Ελλήνων από το εξωτερικό. Το ποσοστό μεγαλώνει ακόμη περισσότερο και φτάνει το 25% ανάμεσα στις εταιρείες που ζήτησαν συνεργάτες από τη γενιά του brain drain.
- Δυσκολία εύρεσης προσωπικού: το 76,7% πάντως των επιχειρήσεων δήλωσε ότι αντιμετωπίζει δυσκολίες στην εύρεση κατάλληλου προσωπικού, με κύριους παράγοντες την απουσία κατάλληλων δεξιοτήτων ή προϋπηρεσίας και την έλλειψη ενδιαφέροντος από τους υποψηφίους.
- Σύνδεση εκπαίδευσης και επιχειρήσεων: Τέλος, 56,7% των επιχειρήσεων εκτιμούν ότι χρειάζεται καλύτερη και αποτελεσματικότερη σύνδεση εκπαιδευτικών φορέων και επιχειρήσεων, υπογραμμίζοντας τη σημασία της συνάφειας μεταξύ των δεξιοτήτων που αναπτύσσονται στην εκπαίδευση και αυτών που ζητούνται στην αγορά εργασίας. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι η Γερμανία αναδεικνύεται ως το πρότυπο εργασιακού πλαισίου στην Ε.Ε., με πρακτικές που θα πρέπει να υιοθετηθούν από τις ελληνικές επιχειρήσεις για την ενίσχυση της απασχόλησης.
Όπως αναδείχθηκε από αυτή οι εργοδότες υποστηρίζουν ότι δεν βρίσκουν νέους, με λιγότερο από 5 χρόνια προϋπηρεσίας, επειδή είναι αδιάφοροι και μη καταρτισμένοι. Ωστόσο πρόσφατη έρευνα του ινστιτούτου Εteron και της aboutpeople σε νέους 17-34 ετών, διαπίστωσε ότι η εργασιακή πραγματικότητα σε αυτές τις ηλικίες χαρακτηρίζεται από χαμηλούς μισθούς, υψηλή επισφάλεια, ξεχειλωμένα ωράρια και εξουθενωτικούς ρυθμούς εργασίας, ενώ μεγάλο ποσοστό υφίσταται ψυχολογικό εκφοβισμό και ανάρμοστες συμπεριφορές. Η έρευνα διεξήχθη τον Μάρτιο, σε δείγμα 626 ατόμων, υπαλλήλων ιδιωτικού και δημόσιου τομέα καθώς και αυτοαπασχολούμενων με μπλοκάκι, με διαφορετικά καθεστώτα εργασίας: Πλήρης και μερική, μόνιμη και προσωρινή απασχόληση, και ένα μικρό ποσοστό που εργάζεται με καθεστώς αδήλωτης εργασίας.
Σύμφωνα με την έρευνα το ένα στα τρία άτομα δηλώνει ότι δυσκολεύεται αρκετά να καλύψει τις βασικές βιοτικές ανάγκες του μήνα, και περιορίζεται στα απολύτως απαραίτητα. Το 35,5% έχει μηνιαίο εισόδημα μεταξύ 700-1000 ευρώ, το 27,6% λιγότερο από 700 ευρώ, ενώ το ποσοστό όσων το μηνιαίο εισόδημα ξεπερνά τα 1.000 ευρώ ανέρχεται στο 29,3%. Σχεδόν το 36% δηλώνει ότι εργάζεται πάνω από 40 ώρες την εβδομάδα, ενώ για τους νέους εργαζόμενους πλήρους απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα το ποσοστό αγγίζει το 48%.Πάνω από τους μισούς νέους εργαζόμενους (53%) αναφέρουν ότι το ωράριο που αναφέρεται στη σύμβαση δεν τηρείται, ορισμένες φορές (36,5%), συχνά (9,9%) και ποτέ (6,4%). Επίσης πάνω από ένας στους τρεις (36,3%) δεν πληρώνεται ούτε παίρνει ρεπό για τις υπερωρίες.
Πηγή:in.gr