Η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα μεταξύ 81 χωρών που εκτιμάται ότι έως το 2060 θα έχει μειώσει τις δαπάνες για τη γήρανση του πληθυσμού, κάτι που αν μη τι άλλο δείχνει ότι η ασφαλιστική μεταρρύθμιση που έγινε στο πλαίσιο των μνημονίων θα αποδώσει καρπούς και μακροπρόθεσμα.
Από μόνη της, ωστόσο, δεν αρκεί, διότι τα στοιχεία κάθε άλλο παρά δείχνουν ότι η μείωση των δαπανών για τη γήρανση του πληθυσμού σχετίζεται με αύξηση του πληθυσμού και επομένως αύξηση των ατόμων που θα ανήκουν στις παραγωγικές ηλικίες. Στην Ελλάδα ο πληθυσμός αναμένεται ότι μέχρι το 2060 θα έχει μειωθεί στα 9 εκατομμύρια άτομα από 10,43 εκατομμύρια άτομα το 2021, σύμφωνα με την επίσημη απογραφή της ΕΛΣΤΑΤ, και ο δείκτης εξάρτησης ηλικιωμένων θα έχει εκτοξευθεί στο 67,3, όπερ σημαίνει ότι περισσότερο από ένας ενήλικος (1,48 για την ακρίβεια) σε ηλικία εργασίας 20-64 ετών θα αναλογεί σε έναν ηλικιωμένο, από 65 ετών και άνω, στη χώρα.
Οι παραπάνω εκτιμήσεις περιλαμβάνονται σε μελέτη της S&P Global, η οποία τιτλοφορείται «Global Ageing 2023: Τhe Clock Ticks» (μτφρ. «Παγκόσμια Γήρανση 2023: Το Ρολόι Χτυπά») και περιλαμβάνει εκτιμήσεις για το ύψος των δαπανών σχετικά με τη γήρανση του πληθυσμού έως το 2060 και τις συνέπειες βεβαίως στο ΑΕΠ και στο δημόσιο χρέος.
Σύμφωνα, λοιπόν, με την παραπάνω μελέτη, οι δαπάνες για τη γήρανση του πληθυσμού στην Ελλάδα εκτιμάται ότι μέχρι το 2060 από 19,7% του ΑΕΠ που ήταν το 2022 θα υποχωρήσουν σε 19,5% του ΑΕΠ έως το 2060. Πρόκειται μάλιστα για τη μοναδική χώρα μεταξύ των 81 που εξετάζονται στη μελέτη (σ.σ. ο πληθυσμός των χωρών αυτών αντιπροσωπεύει τα 4/5 του παγκόσμιου πληθυσμού) στην οποία προβλέπεται μείωση της εν λόγω κατηγορίας δαπανών, έστω και μόλις κατά 0,2 ποσοστιαίες μονάδες. Η μείωση αυτή προέρχεται από τη μείωση των δαπανών για τις συντάξεις από 15% του ΑΕΠ σε 12% του ΑΕΠ, καθώς την ίδια ώρα προβλέπεται αύξηση των δαπανών για την υγεία από 4,6% σε 6,1% του ΑΕΠ έως το 2060, και για τη μακροχρόνια φροντίδα από 0,20% το 2022 σε 1,3% του ΑΕΠ το 2060.
Τι σημαίνουν τα παραπάνω; Κατ’ αρχάς, παρά τη μείωση των δαπανών για συντάξεις, αυτές προβλέπεται ότι θα παραμείνουν πολύ μεγάλο ποσοστό των συνολικών δαπανών για τη γήρανση του πληθυσμού και συγκεκριμένα το 61,5%, ενώ οι δαπάνες για την υγεία το 32% περίπου και οι υπόλοιπες για τη μακροχρόνια φροντίδα. Σε συνδυασμό με τη ζοφερή εκτίμηση για τη γήρανση του πληθυσμού, τούτο σημαίνει χαμηλή ποιότητα ζωής για τους ηλικιωμένους και ακόμη πιο ασθενές κράτος πρόνοιας σε σύγκριση με σήμερα.
Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι τα προαναφερθέντα χαμηλά ποσοστά δαπανών δεν σημαίνουν απαραιτήτως λιγότερα χρήματα, σε απόλυτα μεγέθη, για τις συντάξεις και τη φροντίδα των ηλικιωμένων. Αυτό, βεβαίως, προϋποθέτει αύξηση του παρονομαστή, εν προκειμένω του ΑΕΠ. Η εξίσωση, ωστόσο, δεν βγαίνει, εάν επιβεβαιωθούν οι εκτιμήσεις για επιδείνωση του δημογραφικού προβλήματος της χώρας, καθώς ο προβλεπόμενος υψηλός δείκτης εξάρτησης ηλικιωμένων υποδεικνύει μια χώρα που εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να είναι παραγωγική και επομένως να έχει μια ανταγωνιστική οικονομία. Ειδικά, μάλιστα, όταν στη Δυτική και τη Βόρεια Ευρώπη προβλέπεται επίσης γήρανση του πληθυσμού, αλλά με μικρότερη ένταση από αυτήν στην Ελλάδα.
moneyreview.gr