Για το τι ακριβώς συμβαίνει με τον διεισδυτικό στρεπτόκοκκο αλλά και για την εμφάνιση κρουσμάτων ιλαράς στη χώρα μας και το κατά πόσο προκαλούν ανησυχία, μίλησε ο Γκίκας Μαγιορκίνης, επίκουρος Καθηγητής Υγιεινής και Επιδημιολογίας του ΕΚΠΑ και μέλος της Εθνικής Επιτροπής Δημόσιας Υγείας σε συνέντευξή του στο Πρώτο Πρόγραμμα 91,6 και 105,8 και στην εκπομπή «Πρωινή Παρέα» με την Κατερίνα Σερέτη και τον Διονύση Χατζημιχάλη.
Σχετικά με τον διεισδυτικό στρεπτόκοκκο της ομάδας Α, δηλαδή τον β- αιμολυτικό στρεπτόκοκκο της ομάδας Α, εξήγησε ότι πρόκειται για ένα πολύ κοινό μικρόβιο, το οποίο έχουμε περάσει όλοι κατά πάσα πιθανότητα και υπάρχει σε μεγάλο ποσοστό σε ανθρώπους χωρίς να εμφανίζει συμπτώματα. Ωστόσο, σε κάποιες περιπτώσεις παρατηρείται αυτή η λεγόμενη διεισδυτική λοίμωξη, δηλαδή περνάει στο αίμα και προκαλεί σηψαιμία, η οποία είναι δυνατόν να έχει μια βαριά κατάληξη.
«Είναι κάτι το οποίο πέρυσι ήταν σε μεγάλη έξαρση σε σχέση με άλλες εποχές. Ωστόσο, να επισημάνω ότι, έχει ακουστεί αρκετές φορές, δεν είχαμε καταγραφή επίσημη πόσα περιστατικά συμβαίνουν κάθε χρόνο. Πέρυσι ξεκίνησε, γι’ αυτό και τα στατιστικά του ΕΟΔΥ από πέρσι τον Ιανουάριο καταγράφουν τα διεισδυτικά» επισήμανε.
Πρόκειται για βακτήριο, διευκρίνισε ο κ. Μαγιορκίνης, που σημαίνει ότι ζει και έξω από το σώμα μας, μπορεί να ζει σε επιφάνεια, μπορεί να ζει και στη φυσιολογική χλωρίδα στο δέρμα μας ή κυρίως στον φάρυγγα και στη μύτη. Η κλασική κλινική εικόνα είναι η φαρυγγοαμυγδαλίτιδα, δηλαδή ένας πονόλαιμος με πρησμένες αμυγδαλές. Επιπλέον, όταν υπάρχει ωχρότητα του δέρματος, απώλεια όρεξης και ατονία στα μικρά παιδιά με πυρετό και λόγω ηλικίας ίσως να μην μπορούν να επικοινωνήσουν ακόμα ξεκάθαρα, είναι μια βαριά εικόνα, μια ληθαργική κατάσταση και σε αυτές τις περιπτώσεις εννοείται ότι πρέπει να οι γονείς να μεταβούν στον παιδίατρο, τόνισε ο κ. Μαγιορκίνης για να ελέγξει την κατάσταση της υγείας του παιδιού και αν είναι ακόμα πιο βαριά εικόνα, κατευθείαν στο νοσοκομείο.
Μετά τη νόσηση δημιουργούνται αντισώματα, μπορούν να μετρηθούν, εξήγησε ο κ. Μαγιορκίνης, ωστόσο δεν προκαλούν αυτό που λέμε αποστειρωτική ανοσία. Προστατεύουν μέχρι ενός βαθμού, αλλά δεν προστατεύουν σε τέτοιο επίπεδο, ώστε για παράδειγμα να αναπτυχθεί ένα εμβόλιο που θα μπορούσε να βοηθήσει αυτή την κατάσταση. «Συνήθως βέβαια οι πιο μεγάλοι για κάποιους λόγους που δεν κατανοούμε 100% και έχουν σχέση και με το ανοσοποιητικό σύστημα, το αντιμετωπίζουν καλύτερα απ’ ό,τι τα παιδιά ή οι ηλικιωμένοι. Οπότε σίγουρα έχει σχέση το ανοσοποιητικό σύστημα» προσέθεσε.