Κάποια στιγμή όλοι οι οδηγοί υποπίπτουν σε ένα τροχονομικό σφάλμα, με τους άνδρες της Τροχαίας να τους καταλογίζουν κάποιο πρόστιμο. Τι θα συμβεί, όμως, εάν ξεχάσουμε να το πληρώσουμε εμπρόθεσμα;
Η Τροχαία καταλογίζει μια κλήση για να μας συνετίσει έτσι ώστε να μην επαναλάβουμε το ίδιο σφάλμα. Όπως είναι ευκόλως κατανοητό, ο μόνος τρόπος για να το καταφέρει είναι το χρηματικό πρόστιμο.
Ανανέωση του ΚΟΚ
Ο Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας ανανεώθηκε μέσα στο 2021 που δημιούργησε κατάταξη των παραβάσεων ανάλογα με την επικινδυνότητά τους.
Στην κατάταξη αυτή, υπόψη λήφθηκε και η υποχρέωση των οδηγών για μεγαλύτερη μέριμνα και προστασία για τα άτομα με αναπηρία, την πρόληψη της πρόκλησης τροχαίων ατυχημάτων, καθώς και τις επιπτώσεις της παράβασης στην οδική ασφάλεια.
Έτσι οι παραβάσεις χωρίστηκαν σε τρείς κατηγορίες από πλευράς επικινδυνότητας, χαμηλή (E1), μεσαία (E2) και υψηλή (Ε3) και διαχωρίστηκαν περαιτέρω και σε κατηγορίες που αφορούν την υψηλή συχνότητα ατυχημάτων (Σ1) και την αντικοινωνική οδική συμπεριφορά (Σ2).
Επιπλέον, το κόστος των προστίμων για την κατηγορία E1 μειώθηκε κατά 50%, ενώ δεν υφίσταται πλέον η διάταξη που αναφέρει μείωση κατά 50% των διοικητικών προστίμων εάν πληρώσετε τις πρώτες 10 ημέρες. Η διάρκεια πληρωμής του προστίμου παραμένει στους δύο μήνες.
Στην περίπτωση που δεν προκύπτει κάποια διοικητική ποινή και ξεχαστούμε ή είμαστε διατεθειμένοι να πάρουμε το ρίσκο της μη πληρωμής του χρηματικού προστίμου, να ξέρετε ότι η πράξη μας θα μεταφέρει το χρηματικό πρόστιμο στην εφορία.
Σε αυτήν την περίπτωση μάλιστα δεν θα κληθούμε να πληρώσουμε μόνο το ποσό του προστίμου αλλά και των προσαυξήσεων από την καθυστέρηση της εμπρόθεσμης καταβολής.
Από τη στιγμή, μάλιστα, που το πρόστιμο μεταφερθεί στην εφορία, θεωρείστε δεδομένο ότι θα αποτελέσει εμπόδιο για την έκδοση φορολογικής ενημερότητας αν δεν ρυθμιστεί με οποιοδήποτε τρόπο η συγκεκριμένη οφειλή.
Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας, οι απαιτήσεις για την είσπραξη εσόδων -συμπεριλαμβανομένων και των προστίμων του ΚΟΚ- παραγράφονται με την παρέλευση 20 ετών από την ταμειακή βεβαίωσή τους.