Εδώ και δεκαετίες οι επιστήμονες μελετούν το μυαλό των εγκληματιών, προσπαθώντας να κατανοήσουν τι οδηγεί ένα άτομο να διαπράξει μια βίαιη, αποτρόπαια πράξη, όπως μια δολοφονία. Η έλευση των σύγχρονων τεχνικών απεικόνισης του εγκεφάλου στα τέλη του 20ού αιώνα αποδείχθηκε ευλογία για τον αναπτυσσόμενο τομέα της νευροεγκληματολογίας. Ωστόσο, όπως ήταν αναμενόμενο, η εξέταση των εγκεφάλων των δολοφόνων και άλλων βίαιων παραβατών αποδείχθηκε μια αμφιλεγόμενη επιστημονική αναζήτηση. Για ορισμένους, η προσπάθεια συσχέτισης της εγκληματικής συμπεριφοράς με την απεικόνιση του εγκεφάλου, θυμίζουν την ψευδοεπιστήμη της φρενολογίας του 19ου αιώνα, όπως γράφει η ert.gr.
Η φρενολογία υποστήριζε ότι το σχήμα και το περίγραμμα του κρανίου ενός ατόμου μπορούσε να συσχετιστεί άμεσα με μια ποικιλία χαρακτηριστικών της προσωπικότητάς του. Έφτασε στο ζενίθ της επιρροής της κατά τη βικτωριανή περίοδο, αλλά αντιμετωπίστηκε από τον επιστημονικό κόσμο με δυσπιστία από την αρχή, και με την πρόοδο της ψυχολογίας, υποβιβάστηκε στην κατηγορία των ψευδοεπιστημών. Ωστόσο, η κεντρική της ιδέα παρέμεινε ως υποτιθέμενη επιστημονική βάση για πολλές ρατσιστικές ιδέες μέχρι τον 20ο αιώνα.
Οι περισσότερες σύγχρονες έρευνες που αναζητούν να βρουν δομικά ή βιολογικά σημάδια εγκληματικών και αντικοινωνικών συμπεριφορών σε δεδομένα απεικόνισης του εγκεφάλου, επικεντρώνονται σε πιο γενικά χαρακτηριστικά, όπως η επιθετικότητα ή η έλλειψη ενσυναίσθησης. Η νευρολογία της ψυχοπάθειας είναι ένας τομέας της νευροεπιστήμης, με πολλούς ερευνητές να ανακαλύπτουν συναρπαστικές πληροφορίες σχετικά με πιθανές δομές του εγκεφάλου, που θα μπορούσαν να κρύβονται πίσω από ορισμένες βίαιες, αντικοινωνικές συμπεριφορές.
Το 2019, μια Αμερικανική ομάδα ερευνητών εξέτασε τις εγκεφαλικές σαρώσεις περισσότερων από 800 φυλακισμένων ανδρών. Διαπίστωσε ότι τα άτομα που είχαν διαπράξει ή είχαν αποπειραθεί να διαπράξουν ανθρωποκτονία, είχαν μειωμένη φαιά ουσία σε σύγκριση με τα άτομα που κατηγορούνταν για άλλα αδικήματα. Οι μειώσεις αυτές ήταν ιδιαίτερα εμφανείς σε περιοχές του εγκεφάλου που σχετίζονται με τη συναισθηματική επεξεργασία, τον έλεγχο της συμπεριφοράς και την κοινωνική νόηση.
«Περισσότερη φαιά ουσία σημαίνει περισσότερα κύτταρα, νευρώνες και γλοία», είχε δηλώσει ο Τζιν Ντέσετι, καθηγητής Ψυχολογίας και Ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο που συμμετείχε στην έρευνα. Επισήμανε δε, διαφορές στον τροχιακό φλοιό και στους πρόσθιους κροταφικούς λοβούς του εγκεφάλου. «Αυτά τα στοιχεία τα χρειάζεστε για να κάνετε υπολογισμούς, για να επεξεργαστείτε πληροφορίες -είτε πρόκειται για συναισθηματικές πληροφορίες που σας βοηθούν να νιώσετε ενσυναίσθηση για κάποιον άλλον, είτε για πληροφορίες που χρησιμοποιείτε για να ελέγξετε τη συμπεριφορά σας και να καταστείλετε τις αντιδράσεις σας».
Η απεικόνιση των εγκεφάλων των δολοφόνων δεν είναι κάτι καινούριο. Ο πρωτοπόρος νευροεγκληματολόγος Έιντριαν Ρέιν διεξήγαγε μερικές από τις πρώτες μελέτες νευροαπεικόνισης σε δολοφόνους τη δεκαετία του 1990, εστιάζοντας σε διάφορες περιοχές του εγκεφάλου που φαινόταν να σχετίζονται με ανθρωποκτόνες συμπεριφορές. Ωστόσο, όπως είχε δηλώσει και ο Κεντ Κίλ, ο συγγραφέας της Αμερικανικής μελέτης, ένα μεγάλο μέρος των προηγούμενων ερευνών συνέδεε την ανθρωποκτόνο συμπεριφορά με άλλες ψυχιατρικές καταστάσεις όπως η σχιζοφρένεια ή η ψυχοπάθεια.
«Αυτές οι πρώιμες μελέτες βασίστηκαν σε δολοφόνους που είχαν κριθεί αθώοι λόγω παραφροσύνης και έτσι περιλαμβάνουν τις επιδράσεις της συνυπάρχουσας ψύχωσης και της οργανικής εγκεφαλικής βλάβης μαζί με τις επιδράσεις που σχετίζονται συγκεκριμένα με την ανθρωποκτόνο συμπεριφορά», είχε πει ο Κιλ.
Η έρευνα του 2019 που είχε δημοσιευθεί στο Brain Imaging and Behavior, εξέτασε δεδομένα δομικής μαγνητικής τομογραφίας από τους 800 συμμετέχοντες που κατηγοριοποιήθηκαν σε τρεις ομάδες. Στην πρώτη, συμμετείχαν 203 άτομα τα οποία είχαν σκοτώσει κάποιον ή είχαν κάνει απόπειρα ανθρωποκτονίας. Η δεύτερη ομάδα περιλάμβανε 475 βίαια άτομα τα οποία όμως δεν είχαν διαπράξει δολοφονία και στην τρίτη ομάδα συμμετείχαν 130 ελάχιστα βίαια άτομα που κατηγορούνταν για κατοχή ναρκωτικών ουσιών, πορνεία και άλλα εγκλήματα που δεν είχαν ως αποτέλεσμα σοβαρό τραυματισμό άλλων.
Η επιστημονική ομάδα διαπίστωσε κάποιες διαφορές στην φαιά ουσία του εγκεφάλου των ατόμων που είχαν διαπράξει ανθρωποκτονία, σε σύγκριση με τις άλλες δύο ομάδες. Στην πραγματικότητα, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι υπήρχε μικρή διαφορά μεταξύ των βίαιων και των ελάχιστα βίαιων ατόμων, γεγονός που υποδηλώνει ότι υπάρχουν σημαντικές μειώσεις της φαιάς ουσίας σε διάφορες περιοχές του εγκεφάλου που διακρίνουν ιδιαίτερα τους δράστες ανθρωποκτονιών από άλλους εγκληματίες.
Τα αποτελέσματα αυτά είναι αναμφισβήτητα περίεργα αν αναλογιστεί κανείς την ετερογενή φύση των ανθρωποκτονιών. Οι ερευνητές ανέφεραν ότι συμπεριέλαβαν μόνο τα σοβαρά εγκλήματα ανθρωποκτονίας και δεν έλαβαν υπόψη την πρόθεση, οπότε η μελέτη επισημαίνει μικρή νευρολογική διαφορά μεταξύ μιας ανθρωποκτονίας που προέκυψε από μια επίθεση η οποία πήγε στραβά και μιας βίαιης και σκόπιμης δολοφονίας.
Οι ερευνητές ανέφεραν ότι η μελέτη αυτή δεν θα πρέπει να αποτελέσει εργαλείο πρόβλεψης ανθρωποκτονικής συμπεριφοράς. Από την πλευρά του ο νευροεγκληματολόγος Έιντριαν Ρέιν είχε πει ότι αυτού του είδους τα εγκληματικά αποτυπώματα του εγκεφάλου δεν προβλέπουν απαραίτητα μελλοντικές αντικοινωνικές συμπεριφορές, αλλά ίσως υποδηλώνουν μια μεγαλύτερη τάση για τέτοιου είδους συμπεριφορές.
Ο εγκέφαλος ως μάρτυρας
Τον περασμένο Ιανουάριο, η αστυνομία του Ντουμπάι χρησιμοποίησε μια τεχνολογία που ονομάζεται «Memory Print», η οποία στην ουσία, χρησιμοποιεί τον εγκέφαλο ενός υπόπτου, ως μάρτυρα-κλειδί για την εξιχνίαση ενός εγκλήματος. Η αστυνομία διεξήγαγε ένα χρόνο δοκιμών της τεχνολογίας αυτής προτού τη χρησιμοποιήσει σε πραγματικές υποθέσεις της.
Πώς λειτουργεί όμως; Ο ύποπτος φορά ένα σκουφάκι με ενσωματωμένα ηλεκτρόδια το οποίο ανιχνεύει την εγκεφαλική του δραστηριότητα, ενώ ακούει δηλώσεις που σχετίζονται με το έγκλημα. Το σύστημα αναζητά ένα συγκεκριμένο ηλεκτρικό σήμα που συνδέεται με τον εγκέφαλο, το οποίο ονομάζεται P300, και το οποίο γίνεται μεγαλύτερο όταν ένα άτομο λαμβάνει οπτικές ή λεκτικές ενδείξεις σχετικά με ένα αντικείμενο, μια τοποθεσία, ένα πρόσωπο, ένα φονικό όπλο, μια σκηνή εγκλήματος ή ένα θύμα.
«Η μνήμη ενός ατόμου αποθηκεύει ενέργειες, εικόνες και γεγονότα της καθημερινής ζωής», δήλωσε Μοχάμαντ Αλ Χαμαντί, διευθυντής εγκληματολογίας της αστυνομίας του Ντουμπάι.
«Καθώς τα εγκεφαλικά κύματα διεγείρονται όταν το άτομο κοιτάζει οικεία αντικείμενα, εμείς μπορούμε να προσδιορίσουμε πόσα γνωρίζει γι’ αυτά, χρησιμοποιώντας μια συσκευή που ονομάζεται P300. Η συσκευή αυτή ανιχνεύει τον αυξημένο ρυθμό των εγκεφαλικών κυμάτων όταν το άτομο αρχίζει να θυμάται τις λεπτομέρειες του εγκλήματος, ενώ κοιτάζει τις εικόνες ή τα εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν σε αυτό».
Ο ρόλος των γονιδίων
Το 1993, μετά από 15 χρόνια έρευνας μιας οικογένειας από την Ολλανδία- όπου όλοι οι άνδρες είχαν ιστορικό βίαιης συμπεριφοράς – αποκάλυψε ότι όλοι τους είχαν έλλειψη του ίδιου γονιδίου. Το γονίδιο αυτό παράγει ένα ένζυμο που ονομάζεται ΜΑΟΑ, το οποίο ρυθμίζει τα επίπεδα των νευροδιαβιβαστών που εμπλέκονται στον έλεγχο των παρορμήσεων. Έχει αποδειχθεί ότι η έλλειψη του γονιδίου MAOA σημαίνει και προδιάθεση για βία. Αυτή η παραλλαγή είναι γνωστή και ως το “γονίδιο του πολεμιστή“. Σύμφωνα με τους ειδικούς, περίπου το 30% των ανδρών έχουν αυτό το γονίδιο, ωστόσο, η ενεργοποίησή του εξαρτάται καθοριστικά από το τι έχει συμβεί στην παιδική ηλικία ενός ατόμου.
Το γενεαλογικό δέντρο του Τζιμ Φάλλον, καθηγητή ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, περιλαμβάνει έναν εκπληκτικά μεγάλο αριθμό δολοφόνων. Μετά από γενετικό έλεγχο ανακάλυψε ότι και εκείνος έφερε πάρα πολλά γονίδια που έχουν συνδεθεί με βίαιη ψυχοπαθητική συμπεριφορά. Ωστόσο ο Φάλλον δεν είναι δολοφόνος αλλά ένας αγαπητός πανεπιστημιακός καθηγητής και αυτό γιατί είχε μια καλή παιδική ηλικία.
«Αν έχετε αυτό το γονίδιο και κακοποιηθείτε νωρίς στη ζωή σας, οι πιθανότητες να εγκληματίσετε είναι πολύ μεγαλύτερες. Αν έχετε το γονίδιο αλλά δεν έχετε κακοποιηθεί, τότε πραγματικά δεν υπάρχει μεγάλος κίνδυνος».
Φαίνεται λοιπόν ότι η προδιάθεση για βία σε συνδυασμό με κακοποίηση στην παιδική ηλικία, μπορεί να είναι ένας δολοφονικός συνδυασμός. Πολλές έρευνες επικεντρώνονται σε τρόπους μείωσης της βίαιης συμπεριφοράς και υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις ότι η διδασκαλία θετικών γονικών δεξιοτήτων σε οικογένειες που βρίσκονται σε κίνδυνο, είναι αποτελεσματική στη βελτίωση του ελέγχου των παρορμήσεων. Οι ειδικοί ελπίζουν ότι τώρα που γνωρίζουμε περισσότερα για τα αίτια της δολοφονικής συμπεριφοράς μπορούμε να εντοπίσουμε τα πρώιμα προειδοποιητικά σημάδια και να παρέμβουμε πριν να είναι πολύ αργά.